A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;;;;;

Σας το αφιερώνω, βρε ατιμούλικα. Διότι τώρα κατάλαβα ότι πηγαίνετε φιρί φιρί. Τον τραβάει ο οργανισμός σας το φερετζέ. Όταν με το καλό έρθει ο πολυχρονεμένος ο εμίρης να χτίσει τη μαρίνα του μες στη μούρη μας. Χανουμάκια μου εσείς...



   Ήταν οι «παλιές, καλές εποχές» για τη Σκιάθο και για την τουριστική Μαγνησία εν γένει, ήμουν μικρή και χωρίς λόγο και άποψη – υποτίθεται – κι όμως το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Κι ας είναι 15 ολόκληρα χρονάκια πίσω. Με τι στόμφο και ενθουσιασμό πιπίλιζαν κάποιοι την καινούργια – τότε – καραμελίτσα ονόματι «μαρίνα». Τι για ανάπτυξη, τι για πρόοδο ακούγαμε, τι για νέες θέσεις εργασίας που θα άνοιγε η προοπτική μιας τουριστικής μαρίνας στην παραλία της Σκιάθου. Να’ ρχεται το Λατσέικο για γουικέντ και να’χουν κάπου οι άνθρωποι να ακουμπήσουνε το γιοτ, το κρις κραφτ και το ελικόπτερό τους. Να βγαίνει η Μαριάννα με τον Κούρκουλο (ζούσε τότε ο μακαρίτης) και να τρίζουνε οι λιμενοβραχίονες από το διαμαντικό. Να πάψουμε να νιώθουμε κομπλεξικοί καράβλαχοι και να γεμίσει το μάτι μας επιτέλους χλίδα ρε αδερφέ… Αυτά από τους προοδευτικούς. Γιατί υπήρχαν και οι άλλοι, οι συντηρητικούρες και σκοταδιστές, που δεν ήθελαν το φουα-γκρά και τη σαμπάνια και προτιμούσαν ούζο και μυδοπίλαφο. Κι επέμεναν κιόλας οι ψωνάρες ότι πιο όμορφα είναι τα φυσικά κατσάβραχα από τις γυαλιστερές τσιμεντόπλακες που τις σκουπίζεις με την παρκετέζα. Και δώστου ξανά και ξανά να προσπαθούν οι συντηρητικούρες να συγκινήσουν τους προοδευτικούς επικαλούμενοι τον Παπαδιαμάντη («ποιος είν’ αυτός, ρε συ;» «Εφοπλιστής ρε!  Δε θυμάσαι, ρε μ…κα, ειν’ αυτός που έχει το καράβι! Και δω είναι το σπίτι του και πήρε το όνομά του κι ο δρόμος…» Το άκουσα κι αυτό μέσα στην Παπαδιαμάντη κατακαλόκαιρο.) Και τις συζητήσεις και τα πειράγματα στα καφενεία για τα «βερνικωμένα κέρατα» - θα θυμούνται κάποιοι τα περί Βερνίκου. Και οι ειλικρινείς και οι «ψευτοφυλλάδες» που άλλα έλεγαν τότε (επειδή έτσι τους συνέφερε) και άλλα λένε τώρα (επειδή πάλι έτσι τους συμφέρει). Μόνο που θυμάμαι, η ρουφιάνα. Θυμάμαι σαν τον ελέφαντα και φάτσες και ονόματα. Κι ας ήμουν άπραγο φοιτηταριό. Θυμάμαι με τι μένος φώναζαν όλοι εναντίον όποιου επιχειρηματία είχε αντιρρήσεις στο θέμα «μαρίνα». Γιατί και καλά τολμούσε ο αντιδραστικός να αποδοκιμάσει τέτοιο έργο προόδου και πολιτισμού. Μα απλούστατα γιατί ένιωθε την απειλή της χρεωκοπίας να έρχεται και όλη του την περιουσία και τον κόπο να θάβεται κάτω από ουρανοκατέβατες νταμαρόπετρες. Γιατί δεν ήθελε ο σπαστικός να κλείσει το παλιομάγαζό του και να πιάσει μαιτρ σε εφοπλιστικό σαλόνι, το κορόιδο. Και να του χώνει η εφοπλίστρα και χαρτονομίσματα στο μποξεράκι, άμα τύχαινε να’ναι και λίγο ομορφόπαιδο.
   Τι να κάνω που θυμάμαι, η άτιμη. Και ποιοι και πόσοι ήταν αυτοί που έλεγαν «μαρίνα» κι έσταζε μέλι το στόμα τους. Μόνο που τώρα άλλαξαν παρέες. Και απόψεις. Ναι, αλλά τότε το ίδιο σχέδιο που τώρα λένε έκτρωμα τότε το ψήφιζαν και το ενέκριναν. Εμ το βρήκε έτοιμο τώρα και το ΤΑΙΠΕΔ, πού να ψάχνει για καινούργια; Και πού να μας πιστέψουνε τώρα ότι δε μας αρέσει, αφού από μας το βρήκαν; Άντε να τους πείσουμε ότι γίναμε ξαφνικά οικολόγοι και ευαισθητοποιημένοι…
   Ένα πράμα φοβάμαι, παιδιά: όταν τελικά έρθει η κακιά η ώρα κι έρθουν τα μαντρόσκυλα του ΤΑΙΠΕΔ να πάρουν αυτό που δεν τους ανήκει και φέρουν και το επίμαχο να μας το φορέσουν, εμείς όχι μόνο δε θα μιλήσουμε, αλλά θα αρπάξουμε στα δόντια την κοκκάλα που θα μας πετάξουν και θα πούμε κι ευχαριστώ. Και θ’ απομείνουμε απ’ έξω να κοιτάμε οι κοροϊδάρες – εκτός από τους πεντέξι γνωστούς καταφερτζήδες που πάνε με όλους και με όλα σαν την Κόκα-κόλα. Αυτούς δεν τους κλαίω – οι καταθέσεις τους μονάχα θα φτάσουν για καμιά τριανταπενταριά δεκαετίες ακόμα. Εμάς τους πολλούς βλάκες κλαίω. Μακάρι να βγω ψεύτρα. Κι άμα βγω μουντζώστε με.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Θα σου δείξω εγώ!

Η αγαπημένη του φράση. Από πιτσιρίκι. Τί από πιτσιρίκι, από κούνια. Από πριν γεννηθεί. Σίγουρα μέσα από την κοιλιά της κυρίας Αριστέας – της μαμάς του – αυτό πρωτοψέλλιζε πριν ακόμα πει «ουά». Η εκδίκηση στο αίμα του. Ακριβώς σαν τον παππού του, που του’ δωσε και όνομα και χάρη – πανέξυπνος άνθρωπος, που οι κακές γλώσσες της εποχής του λέγανε και καλά ότι ήταν δωσίλογος. Μωρέ ας τον έφταναν έστω και στο μικρό του δαχτυλάκι. Όλα τα σπίτια της γειτονιάς ψόφαγαν στην πείνα τότε στην κατοχή, και μονάχα το σπίτι του Παναγή ξεχείλιζε αλεύρια και ζάχαρες και βουτύρατα χωριάτικα. Ας είχαν κι οι άλλοι την ίδια εξυπνάδα να καταφέρνουν τους Γερμανούς να’ ναι με το μέρος τους. Πανέξυπνος ο παππούς, όλους τους έφερνε βόλτα. Αλλά και τη μανία των άλλων δεν την άντεχε. Ακούς να του πετάνε πέτρες οι πιτσιρικάδες στο δρόμο και να τον λένε προδότη; Και προπαντός εκείνο το χαμένο του γείτονα. Εμ, με αριστερό πατέρα, τί θα βγει και το παιδί. Δεν του τη χάρισε λοιπόν ο παππούς, Θεός σχωρέστον. Μέσα απ’ τους πρώτους που μάζεψαν, τότε που κάνανε ξαφνική έφοδο στη γειτονιά, ήτανε κι ο γείτονας το παλιοκομμούνι. Καλά να πάθει κι ο μικρός, τους καθώς πρέπει ανθρώπους δεν τους πειράζουνε.
   Το 1963 άνοιξε για πρώτη φορά ο Παναγιώτης τα μάτια του σε τούτον δω τον κόσμο. Βέβαια με το που γεννήθηκε η κυρία Αριστέα φρόντισε να τον κάνει «Τάκη». Αρκετά το’ χε υποφέρει στη ζωή της το χοντροκομμένο χωριατοειδές «η κόρη του Πανάγου». Τώρα που η κόρη είχε πάρει μεγαλοδικηγόρο, όλα γύρω της έπρεπε πια να εξευγενιστούν-μαζί και το όνομα του βλασταριού της. «Τάκης» λοιπόν για το σπίτι, «Παναγιώτης» για το σχολείο. Και βέβαια τέρμα το χωριό, τώρα που ο μπαμπάς θα άνοιγε το νέο του γραφείο στην Αθήνα. Γιατί ήταν Αθηναίος ο μπαμπάς. Μεγαλοδικηγόρος από τους πιο γνωστούς – και με μεγάλα «δόντια» στην εξουσία βεβαίως. Με τη μαυραγορίτικη προίκα της η μαμά από τη μια, με τις πολιτικές γνωριμίες ο μπαμπάς απ’ την άλλη, καπάρωσαν αμέσως παλατάκι στα βόρεια προάστια κι ένα πολυτελές γραφείο στο κέντρο.
   Τυχερός από πολλές μεριές λοιπόν ο «Τάκης». Άτυχος μόνο για ένα πράγμα: το ότι κληρονόμησε στο ακέραιο την κακιασμένη φύση του μακαρίτη παππού. Εκδικητικός σαν ελέφαντας, γρήγορα έγινε ο μικρός δικτατορίσκος του σπιτιού – η μαμά ούτε κατά διάνοια να μαλώσει το παιδί και να το τραυματίσει ψυχικώς. Και το κερασάκι στην τούρτα: ο μικρός συνδύασε το μαλαματένιο χαρακτήρα του παππού Πανάγου με την παροιμιώδη βλακεία του θείου Αγησίλαου. Ο μικρός αδερφός του μπαμπά, ο θείος Αγησίλαος, ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που γεννιούνται μόνο και μόνο για να κάθονται και για να ταλαιπωρούν τους άλλους. Είχε αγοράσει ένα πτυχίο στην Αγγλία – καλά καλά δεν ήξερε ακριβώς για ποια ειδικότητα, μόνο ότι είχε κάποια σχέση με το εμπόριο και με την αγορά. Αγόρασε και πλούσια σύζυγο. Κόρη Σαλονικιού κροίσου. Κουτί του ήρθε του Αγησίλαου. Λεφτά δικά του εννοείται δεν έβγαλε ποτέ. Δεν είχε εργαστεί ποτέ μα ποτέ στη ζωή του – αν και στα χαρτιά υποτίθεται ότι είχε αλυσίδα μπουτίκ στο Κολωνάκι, ανάθεμα όμως αν είχε ιδέα από εμπόριο. Απλώς εισοδηματίας ήταν. Άφηνε διευθυντές και υπαλλήλους να σπάζουν τα κόκκαλά τους και κείνος απλώς εισέπραττε. Πήγαινε τρεις τέσσερεις φορές το εξάμηνο για τα μάτια σε κάθε κατάστημα, γλυκομπάνιζε καμιά υπάλληλο, διάλεγε και καμιά καινούργια παραλαβή – και σε κοστούμι και σε υπάλληλο. Τα ραντεβού τα έκλεινε διακριτικά ο διευθυντής του καταστήματος. Τελείωνε απ’ αυτά και μην τον είδατε. Δεν καθόταν να δει πώς πάει η επιχείρηση, γιατί απλώς και να προσπαθούσε δε θα καταλάβαινε τίποτα. Δεν ήταν ακριβώς τεμπέλης, ήταν απλώς αθεράπευτα βλάκας. Πιο σωστά πανίβλακας. Καμάρωνε για τις ακριβοπληρωμένες κατακτήσεις του και πίστευε ότι ήταν μεγάλος εραστής. Στην πραγματικότητα, ήταν μεγάλος κερατούκλης. Η κυρία του φρόντιζε να του το ανταποδίδει και με το παραπάνω.
   «Πανάγος» λοιπόν ο Τάκης στο χαρακτήρα, «Αγησίλαος» στα γράμματα. Όσο και να προσπαθούσαν να του τα χώσουν στο κεφάλι… τίποτα. Μπουμπούνας. Τον έβαλαν στο ακριβότερο σχολείο, ιδιωτικό εννοείται – τι, θα κάνουμε τσιγκουνιές; Ή θα καταδεχτούμε να ανακατευτεί το παιδί μας με τα βρωμόπαιδα του κάθε παλιομαχαλά; Και πηγαινοερχόταν ο Τάκης με τη σάκα του γεμάτη και με το κεφάλι άδειο. Δασκάλα κατ’ οίκον εννοείται πάντα υπήρχε, ποτέ δε διάβαζε μόνος του – αλλά κι αυτή τραβούσε το διάολό της όχι μόνο για να του δώσει να καταλάβει πέντε δέκα βασικά πράγματα, αλλά και για να υποφέρει τις απαιτήσεις του. Ο μικρός άλλοτε έτρωγε την ώρα του μαθήματος, πασαλειβόταν παγωτό ή γέμιζε τον τόπο τσιπς, άλλοτε έπαιζε μπάλα μέσα στο σπίτι σπάζοντας πολλές φορές κρύσταλλα και πορσελάνες, κι άλλες φορές όταν αποφάσιζε να στρωθεί σε καρέκλα άρχιζε να κάνει γκριμάτσες, να ξύνει τη μύτη του και να κάνει τη φουκαριάρα τη δασκάλα να θέλει να τον σφάξει στο γόνατο σαν τραγί κι ύστερα καπάκι να τη δώσει απ’ το παράθυρο να ησυχάσει μια για πάντα. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν η παχιά αμοιβή – α όλα κι όλα, η κυρία Αριστέα τσιγκουνιές δεν έκανε. Όταν πρόκειται για τη μόρφωση του παιδιού… Και η δασκάλα έφευγε ολίγον τραυματισμένη, ολίγον ψυχωτική και αρκετά καλοπληρωμένη. Στο κεφάλι του Τάκη μια φορά δεν είχε μπει ούτε ένα άλφα.
   Κανονικά, με όλα αυτά ο Τάκης θα’ πρεπε να’ ναι ένα χαζό μεν, αλλά ευτυχισμένο αγγελούδι. Όλα στα πόδια του τα είχε. Κι όμως, από τον καιρό που πήγε σχολείο κι ανακατεύτηκε με άλλα παιδιά – το ίδιο καλοταϊσμένα και καλοζωισμένα με κείνον – κάτι άρχισε να τον ενοχλεί. Έγινε ακόμα πιο γκρινιάρης και κακότροπος. Στην αρχή, οι γονείς του ανησύχησαν: φαντάστηκαν χίλια δυο, ότι ίσως κάποιος συμμαθητής ή δάσκαλος κακομεταχειρίζεται το παιδί – ρώτησαν γνωστούς, πήγαν στη διευθύντρια του σχολείου, πήγαν σε παιδοψυχολόγο. Τίποτα, άκρη δε βγήκε. Κι όμως, ήταν απλό: ο Τάκης απλώς αντιδρούσε από τη φύση του στην ανθρώπινη επαφή. Τον ενοχλούσε η παρουσία των άλλων παιδιών μέσα στην αίθουσα. Ήθελε τη δασκάλα και την αίθουσα αποκλειστικά για τον εαυτό του: την αίθουσα για να την κάνει άνω κάτω και τη δασκάλα για να την παιδεύει. Όμως για πρώτη φορά του τα απαγόρευαν όλα αυτά. Στο σχολείο, τουλάχιστον. Κι επιπλέον, τον ενοχλούσε που μέσα στην τάξη εκτός από τους μπουμπούνες που ήταν σαν κι αυτόν υπήρχαν και τρεις-τέσσερεις πραγματικά καλοί μαθητές. Αυτούς ειδικά ο Τάκης δε μπορούσε να τους υποφέρει. Περνούσε βέβαια τις τάξεις, αφού τα παχιά δίδακτρα έπεφταν κανονικά και στην ώρα τους – όμως το κεφάλι του παρέμενε απελπιστικά άδειο. Κι όμως, παρ’ όλη τη φυσική βλακεία του καταλάβαινε το πόσο είχε μείνει πίσω σε διανοητικό επίπεδο. Και φυσικά λύσσαγε. «Θα σου δείξω εγώ!»
   Φουντωμένος λοιπόν κάθε μεσημέρι, αφού δε μπορούσε να ξεσπάσει στο σχολείο, ξεσπούσε στο σπίτι. Κι όπως δεν του χαλούσε χατήρι κι η Αριστέα, εξελισσόταν σ’ ένα αξιολάτρευτο τερατάκι που ήθελες κιόλας να το σπάσεις στο ξύλο στα πρώτα πέντε λεπτά γνωριμίας. Είχε πλέον καβαλήσει για τα καλά τη μάνα του, τον πατέρα του κι όλο το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού – και βέβαια δασκάλες, παιδοψυχολόγους κι όλους όσοι είχαν να κάνουν με την ανατροφή του «διαδόχου».
   Το μεγάλο αγκάθι όμως, που θα χωνόταν για καλά από τώρα και για τα μετέπειτα χρόνια στη μύτη του Τάκη, ήταν ο Γιώργος, ο γιος του κηπουρού. Στην ίδια ηλικία, αλλά μαθητής σε δημόσιο σχολείο. Τζάμπα σχολείο, δηλαδή. Φρίκη. Κι όμως, άριστος στα μαθήματα, λέγαν όλοι. Τον άκουσε μια μέρα κι ο ίδιος με τ’ αυτιά του: «Άριστα σε όλα, μπαμπά!» κι ο κηπουρός πέταξε τα σκαλιστήρια και τον σήκωσε στην αγκαλιά του. Σιγά το κατόρθωμα, να πάρει άριστα σ’ ένα βρωμοσχολείο που πάνε τα βρωμόπαιδα. Έτσι έλεγε η μαμά. Και κείνος «άριστα» έπαιρνε – όμως κάτι μέσα του του’ λεγε ότι μπροστά στο Γιώργο δεν έπιανε μπάζα. Και η επιβεβαίωση ερχόταν κάθε φορά που ο ίδιος, πεισματικά, του ζητούσε επίτηδες βοήθεια στα μαθήματα. Τον ρωτούσε διάφορα, με την κρυφή ελπίδα κάποια μέρα να τον ξεφτιλίσει. Κι όμως: ο Γιώργος τα έπαιζε όλα στα πέντε δάχτυλα, πανάθεμά τον. Ο Τάκης έβραζε – παράλληλα όμως σκεφτόταν ότι δε θα’ ταν άσχημα τουλάχιστον να επωφεληθεί. Άρχισε λοιπόν όλο και πιο συχνά να ζητάει τη βοήθειά του: ο Γιώργος από την άλλη, επειδή τον λυπόταν, έπαιρνε πολλές φορές το τετράδιο και του έλυνε προβλήματα, ή του έγραφε ασκήσεις. Και πάντα ολόσωστα, εννοείται. Και το αποκορύφωμα ήρθε όταν – στο γυμνάσιο, πια – ο Τάκης παρουσίασε στο Γιώργο ένα δύσκολο πρόβλημα στα μαθηματικά, κι ο Γιώργος το έλυσε μέσα σε λίγα λεπτά. Όταν όμως είδε τη λύση ο καθηγητής την άλλη μέρα, δεν πίστευε στα μάτια του: το γνωστό και μη εξαιρετέο στουρνάρι του είχε βρει μια εκπληκτική απόδειξη στο πρόβλημα, που ξέφευγε από τα καθιερωμένα και απαιτούσε πείρα μεγαλύτερη από της ηλικίας του. Στην αρχή έμεινε κάγκελο ο καθηγητής. Μετά,  άρχισε να τον παινεύει μπροστά σ’ όλη την τάξη, με τα θερμότερα λόγια. Μόνο τα κλάματα που δεν έβαλε.
   Κανονικά, ο Τάκης θα’ πρεπε να χαρεί. Κι όμως, δε χαιρόταν γιατί κατά βάθος το’ ξερε ότι τα «μπράβο» ήταν κλεμμένα. Ανήκαν σε άλλον. Ο ίδιος δεν ήταν ικανός να τα κερδίσει μόνος του. Τη δόξα του την είχε κλέψει άλλος. Αυτός, το αγκάθι του. Τον έπιασε η ίδια λύσσα. «Θα σου δείξω εγώ!» σκέφτηκε – και το’ δεσε κόμπο μέσα του. Πού, πότε, δεν είχε σημασία: κάποια μέρα θα φρόντιζε να τον εκδικηθεί.
   Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Άλλαξαν πολλά.. Τα παιδιά τέλειωσαν το σχολείο – δηλαδή ο Γιώργος πήρε με άριστα το απολυτήριο, ενώ ο Τάκης αγόρασε με λεφτά του μπαμπά ένα απολυτήριο που έγραφε «άριστα» - η χώρα άλλαξε πολίτευμα, ο μπαμπάς του Τάκη άλλαξε πεποιθήσεις – τώρα ήταν πλέον δημοκράτης, από τους πιο θερμούς… Ο κηπουρός πήρε σύνταξη, έφυγε απ’ το σπίτι του μεγαλοδικηγόρου. Ο Γιώργος έδωσε πανελλήνιες και πέρασε από τους πρώτους στα μαθηματικά. Ο Τάκης έβγαλε εισιτήριο για το Λονδίνο για να νοικιάσει μεζονέτα και να πάει να γραφτεί σε μια σχολή που διάλεξε ο πατέρας του.
   Έξι χρόνια μετά – και να ο Γιώργος καθηγητής κιόλας σε γυμνάσιο. Και με διδακτορικό ήδη σε εξέλιξη. Και παντρεμένος με τον εφηβικό του έρωτα – συμμαθήτρια από το δημόσιο «βρωμοσχολείο», επίσης σπασικλάκι σαν κι αυτόν που κατάφερε να σπουδάσει γιατρός και τώρα δούλευε σε δημόσιο νοσοκομείο.
   Και να σου και καταφτάνει μια μαύρη κουρσάρα έξω από τη μονοκατοικία του μεγαλοδικηγόρου. Και βγαίνει κουστουμαρισμένος στην τρίχα, με πανάκριβο γυαλί και επίσης πανάκριβο βαλιτσάκι, και με μια επίσης πανάκριβα αγορασμένη μνηστή δίπλα του, ο κανακάρης της κυρίας Αριστέας. Που αφού αγόρασε ένα δίπλωμα και δύο μεταπτυχιακά-ο-Θεός-να-τα-κάνει, κι αφού ο μπαμπάς κατάφερε να μπαλώσει τα πράγματα ώστε να ξεμπερδέψουν και με το στρατιωτικό, επέστρεφε τώρα θριαμβευτής στην πατρική οικία του. Όλα ήταν ήδη κανονισμένα, το άρτι αφιχθέν βλαστάρι του μεγαλοδικηγόρου είχε πλέον όλα τα απαραίτητα προσόντα για να αρχίσει μια λαμπρή καριέρα. Ναι, σωστά καταλάβατε. Ο Τάκης θα πολιτευόταν. Το κόμμα του δημοκράτη πλέον μπαμπά του άνοιγε τις αγκάλες του, στις προσεχείς εκλογές θα ήταν στο συνδυασμό.
   Δυόμισι χρόνια ακόμα: ο Γιώργος έπαιρνε το διδακτορικό του, γινόταν ήδη γυμνασιάρχης. Η γυναίκα του εξαιρετική γιατρός, διευθύντρια στο τμήμα της. Δυο κλασικοί «τίμιοι βλάκες», που αρνιούνταν πεισματικά βρώμικα λεφτά και φακελάκια και προτιμούσαν να ζουν με δυο μισθούς και με την ευτυχία τους. Ο Τάκης ήδη βουλευτής, του κυβερνώντος κόμματος εννοείται, ανέβαινε σταθερά στην πολιτική ιεραρχία. Τα μαθήματα που δεν πήρε ποτέ σ’ όλη του τη ζωή, τα έπαιρνε τώρα με ρυθμό αστραπής. Είχε πλούσια σύζυγο, κόρη εφοπλιστή, είχε ιδιαιτέρα γραμματέα, είχε σύμβουλο, νομικούς, παρατρεχάμενους. Είχε μια στρατιά εγκέφαλους να σκέφτονται γι’ αυτόν. Έμαθε τη μυστική γλώσσα της πολιτικής, έμαθε να διαβάζει ανάμεσα από τις γραμμές, να συνεννοείται συνθηματικά, να ελίσσεται προστατεύοντας τον εαυτό του από τις κακοτοπιές. Και ανέβαινε.
   Λίγα χρόνια μετά. Να τος πια υπουργός Παιδείας ο Τάκης.. Ναι, ο Τάκης που ζητούσε τη βοήθεια ενός Γιώργου στα μαθηματικά. Και να σπάσει ο εξαποδώ το ποδάρι του, να τον καλέσουν στα εγκαίνια ενός  νέου σχολείου. Εκεί, σε μια βρωμογειτονιά. Στα προσφυγικά. Ήταν υποχρεωμένος να πάει. Πήγε λοιπόν. Και τι να δει.. αυτός, το αγκάθι του. Λυκειάρχης. Και λαμπρός καθηγητής. Και με περγαμηνές. Και διδακτορικά. Κι όμως, ο ψωνάρας δίδασκε σε δημόσιο σχολείο. Έτσι, για να κάνει το σπουδαίο. Και τώρα να στέκεται απέναντί του, με το κεφάλι ψηλά, κι όλα πάνω του να φωνάζουν «είμαι ανώτερος από σένα, εγώ πέτυχα, τα κέρδισα όλα με το σπαθί μου, εσύ τί είσαι; Ένα μεγάλο, τεράστιο αγορασμένο μηδενικό…».
   Σκυλομετάνιωσε που δέχτηκε να πάει στα εγκαίνια. Σκύλιασε που είδε τη γυναίκα του Γιώργου να τον κοιτάζει με λατρεία στα μάτια – εκείνος με τη δική του γυναίκα δεν κοιτάζονταν σχεδόν ποτέ. Όχι έτσι. Είχε αυτός τις γκόμενές του, είχε αυτή τους γκόμενούς της, μοιράζονταν την ίδια στέγη, το ίδιο τραπέζι και συχνά το ίδιο κρεβάτι. Και μέχρι εκεί. «Αυτό» δεν το’ χε ποτέ. Ήταν διπλωματούχος βλάκας κερατάς και το’ ξερε. Αλλά να τους βλέπει τώρα έτσι μπροστά στα μάτια του… «Θα μου το πληρώσεις!» άκουσε μέσα του το μικρό Τάκη να γρυλίζει με κακία.
   Και να που ήρθε επιτέλους η ώρα: αυτή η ώρα που περίμενε ο Τάκης χρόνια και χρόνια. Η ώρα που – αυτός, το αγκάθι του – θα του το πλήρωνε. Πέρασαν οι μέρες του τότε, ήρθαν τα ζοφερά χρόνια του σήμερα: η ψεύτικη ευδαιμονία ψόφησε σαν σκνίπα, το χρυσό όνειρο διαλύθηκε. Η παράταξη του Τάκη – που βέβαια, μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα είχε σκαρφαλώσει και πάλι στην εξουσία – αποφάσισε ότι, αφού τα λεφτά δεν έφταναν για όλους, κάποιοι έπρεπε να πληρώσουν. Κάποιοι «τίμιοι βλάκες», σαν το Γιώργο και τη γυναίκα του. Ο Τάκης φυσικά, ολοπρόθυμα και υπάκουα, ακολούθησε την κυβερνητική γραμμή και προσυπέγραψε με τα μεγάλα αφεντικά τις μεγάλες συμφωνίες του κρατικού ξεπουλήματος. Πάντα με τελικό στόχο την ανάπτυξη. Του άρεσε του Τάκη αυτή η λέξη, τη μεταχειριζόταν συχνά στις δημόσιες εμφανίσεις του.
   Άρχισαν οι απολύσεις και τα κλεισίματα σχολείων. Στο σχολείο που ήταν πλέον λυκειάρχης ο Γιώργος, πραγματική σφαγή. Έφυγαν παραπάνω από τους μισούς συνάδελφους, τα τμήματα συρρικνώθηκαν. Άδικα ο Γιώργος πλημμύριζε τον κόσμο επιστολές και διαμαρτυρίες, άδικα φώναζαν οι γονείς κι οι μαθητές. Σε λίγο ο Γιώργος είδε το μισθό του να κόβεται στο μισό. Την ίδια ώρα, η γυναίκα του μάθαινε ότι το νοσοκομείο κλείνει. Έτσι απλά. Γιατί, λέει, επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς ουσιαστικά να παράγει έργο. Δεν ήταν έργο οι δεκάδες ζωές που έσωζε η ίδια κι οι συνάδελφοί της εκεί μέσα λοιπόν. Και βγήκε στους δρόμους, και φώναξε. Ώσπου είδε μια μέρα το νοσοκομείο να της κλείνει την πόρτα.
   Και να, Οκτώβρης του 2013. Όλοι πενηντάρηδες πλέον. Ο Τάκης, με αγορασμένο απολυτήριο, αγορασμένο πτυχίο, αγορασμένα μεταπτυχιακά, αγορασμένη σύζυγο – ένα από τα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης. Και πάντα ο ίδιος αθεράπευτα κακιασμένος βλάκας. Κι από την άλλη, ο Γιώργος κι η – απολυμένη πλέον – γυναίκα του. Με αληθινά πτυχία, διδακτορικά, λαμπρή καριέρα κι οι δυο. Και με μισό μισθό. Συγχαρητήρια, Τάκη, τα κατάφερες επιτέλους.

   Σας θυμίζει κάτι; Ε, λοιπόν, οποιαδήποτε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις, δεν είναι καθόλου μα καθόλου συμπτωματική.


Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Cyanide Bliss!

Πρόδρομος Ισόπουλος: "ο κύριος καθηγητής". Μαθαίνω ότι έφυγε πρόσφατα. Δεν πρόκειται να ξεχαστεί, όμως. Ούτε από το χώρο της Αναλυτικής Χημείας-ούτε κι από μας, που τον γνωρίσαμε...
Πρώτα πρώτα μια διευκρίνιση: το παρακάτω κείμενο δεν είναι δικό μου. Η μόνη μου σχέση με τον άγνωστο αρθρογράφο - πέρα από την ταύτιση των απόψεων φυσικά! - έχει να κάνει με το ότι κι οι δυο περάσαμε από τα έδρανα του Τμήματος Χημείας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων-και ειδικά από το μάθημα Χημικής Φαρμακολογίας που δίδασκε ο αξέχαστος Πρόδρομος Ισόπουλος, ο "κύριος καθηγητής" με την ολύμπια παρουσία, τις ανεξάντλητες γνώσεις, το μοναδικό χάρισμα επικοινωνίας με τους φοιτητές. Δάσκαλος με όλη τη σημασία της λέξης. Που μας έπαιρνε μεσημέρι Κυριακής για μια μίνι εκδρομή στο νησί των Ιωαννίνων, για τσίπουρο και κουβεντούλα. Όλο το τμήμα. Μεγαλείο και απλότητα-αυτά που κάνουν τον αληθινό δάσκαλο. Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση, κύριε καθηγητά. Ναι, κατάφερα να γίνω χημικός του πάγκου, όπως λέγαμε. Οι συνθήκες δε με άφησαν να μάθω περισσότερα κοντά σας, όμως αυτά που έμαθα τα κρατάω σαν πολύτιμη παρακαταθήκη. Καλή αντάμωση.

Και μια φιλική ματιά στον άγνωστο αρθρογράφο-συμφοιτητή: η σελίδα σου, συνάδελφε, "κατέβηκε" βάναυσα-καταλαβαίνω για ποιούς λόγους. Το εξαιρετικό άρθρο σου όμως το αναπαράγω, σε πείσμα των καιρών. Ελπίζω να το δεις και να χαρείς.


"Δεν θέλει και πολύ φιλοσοφία για να καταλάβεις ότι ένα σύνολο δεν είναι το αλγεβρικό άθροισμα των μερών του. Στην περίπτωση της σελίδας γνωστής εταιρίας εξόρυξης χρυσού σχετικά με το κυανιούχο νάτριο, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πώς μπορείς να αλλάξεις το πεδίο της συζήτησης, να χειριστείς το κοινό ώστε να αποδεχθεί την άποψή σου, χρησιμοποιώντας μόνο μικρά κομμάτια αλήθειας και κανένα ψέμα. Πρέπει να πω πως βγάζω το καπέλο στον άνθρωπο που έγραψε το κείμενο. Ξέρει να κάνει τη δουλειά του, το δίχως άλλο!
Ας μου επιτραπεί όμως να σχολιάσω με τη σειρά μου κάποια από αυτά τα μικρά κομμάτια αλήθειας. Σημειώνω ότι δεν είμαι ειδικός στην εξόρυξη χρυσού, και έτσι δεν θα πιάσω καθόλου αυτό το ζήτημα, ούτε το ζήτημα του ποια θα πρέπει να είναι, και με ποιο τρόπο θα γίνεται η εκμετάλλευση του εθνικού πλούτου. Αφού όμως ο συντάκτης του κειμένου επέλεξε να ακολουθήσει αυτήν την τακτική, νομιμοποιούμαι να σχολιάσω σημείο προς σημείο. (Με τα Italics αναφέρεται το κείμενο της σελίδας ως έχει (τελευταία ανάκτηση 3/3/2013) ενώ με τα regular, τα δικά μου σχόλια)
Το κυάνιο αποτελεί φυσική ένωση που μοριακά αποτελείται από άνθρακα και άζωτο.
 Είναι απόλυτα ακριβές. Επίσης είναι ακριβές ότι το μόριο της Ηρωίνης αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, άζωτο και οξυγόνο. Είναι γνωστό ότι όλες οι ενώσεις αποτελούνται από άτομα. Το ότι είναι (και) φυσική δένει με το παρακάτω:
Το κυάνιο σχηματίζεται φυσικά. Παράγεται και χρησιμοποιείται από φυτά και ζώα.
 Το ίδιο ισχύει και για το δηλητήριο των φιδιών. Το ότι κάτι είναι «φυσικό προϊόν» δεν σημαίνει ότι είναι και υγιεινό. 
Η μεταλλευτική βιομηχανία του χρυσού χρησιμοποιεί το κυάνιο για την εξόρυξη του χρυσού εδώ και πολλές δεκαετίες.
Απόλυτα ακριβές. Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή ενέργειας με την καύση του λιγνίτη και ένα σωρό άλλες βιομηχανικές πρακτικές που επιβαρύνουν το περιβάλλον.
Το κυάνιο αποτελεί χημικό που χρησιμοποιείται ευρέως και είναι απαραίτητο στον σύγχρονο κόσμο. Πάνω από 1.300.000 τόνοι κυανίου παράγονται ετησίως.
Είναι πράγματι απαραίτητο με δεδομένη τη συγκεκριμένη βιομηχανία και οικονομία. Την ίδια που έχει καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη δηλαδή. Όσο για το νούμερο, δεν με εντυπωσιάζει. Περισσότερο με εντυπωσιάζει το ότι κάθε χρόνο παράγονται στην Ευρώπη μόνο περίπου 1,5 δισεκατομμύρια τσιγάρα.
Το κυάνιο χρησιμοποιείται σε πολλές βιομηχανικές δραστηριότητες, ενώ μόνο το 18%  της παγκόσμιας παραγωγής κυανίου χρησιμοποιείται στην μεταλλευτική βιομηχανία.
Πολλοί μαθητές μου λένε: «Γιατί κάνετε σε μένα παρατήρηση κύριε? Αφού είναι κι άλλοι που κάνουν φασαρία!»
 Όπως πολλές άλλες ουσίες (π.χ. αλκοόλ), μπορεί να επιφέρει τον θάνατο όταν λαμβάνεται σε υψηλές συγκεντρώσεις, αλλά δεν προκαλεί καμία χρόνια ασθένεια ή περιβαλλοντικό πρόβλημα όταν υπάρχει σε χαμηλές περιεκτικότητες.
Ένας από τους μεγάλους προπάτορες της Επιστήμης μου, ο Παράκελσος, τόνιζε τη σημασία της δοσολογίας: Η δόση είναι που ξεχωρίζει το φάρμακο από το δηλητήριο!
Η αλήθεια είναι ότι και μαγειρικό αλάτι αν καταναλώσεις με τη σέσουλα, πάλι μπορεί να «επιφέρει το θάνατο». Η σύγκριση με το αλκοόλ όμως είναι άστοχη: Μπορείς να πιείς αρκετές μπύρες χωρίς να κινδυνεύεις (εκτός αν είσαι τόσο κρετίνος που πίνεις και οδηγείς!) ενώ μια μικρή ποσότητα κυανίου (ακόμη και 0,2g) σε στέλνει στον άλλο κόσμο μέσα σε δευτερόλεπτα!
Δεν ανήκει στα βαρέα μέταλλα
Εάν μαθητής μου, έγραφε ότι το κυάνιο είναι μέταλλο και μάλιστα βαρύ, θα τον είχα κόψει χωρίς δεύτερη κουβέντα! Η μόνη σχέση του κυανίου με το Heavy Metal είναι το τραγούδι Cyanide των μεγάλων Metallica…
 Το κυάνιο δεν είναι καρκινογόνο ή ραδιενεργό
Σωστό. Το ίδιο ισχύει και για μια σφαίρα, όμως μπορεί να σε σκοτώσει.
Το κυάνιο μπορεί παρασκευαστεί, να αποθηκευτεί, να μεταφερθεί και να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια
Ναι μπορεί! Όμως η αλήθεια είναι ότι τα ατυχήματα που αφορούν το κυάνιο (από διαρροές, ρήξη φραγμάτων, ατυχήματα στις μεταφορές) είναι ξακουστά στον μαγικό κόσμο των περιβαλλοντικών καταστροφών.
Η ένωση του υδροκυανίου (HCN) υπάρχει σε πολλά φρούτα, λαχανικά, στρείδια και ξηρούς καρπούς όπως βερίκοκα, κουκιά, φασόλια, σόγια, κάσιους, κεράσια, κάστανα, κόκκοι δημητριακών, φακές, νεκταρίνια, ροδάκινα, φυστίκια, φυστίκια αιγίνης, πατάτες, καρύδια κ.α.
Είναι αλήθεια. Όμως η απάντηση δίνεται από το ίδιο το κείμενο λίγες γραμμές παρακάτω:
Φυτά όπως το τριφύλλι και το ζαχαρότευτλο αποτελούν γνωστές πηγές δηλητηριασμού από κυάνιο σε κατοικίδια ζώα και ανθρώπους.
Η δηλητηρίαση από κουκιά είναι από τις πιο γνωστές περιπτώσεις μη-μικροβιακής τροφικής δηλητηρίασης. Ο παιδίατρος θα απαγορέψει την κατανάλωσή τους στη μητέρα που θηλάζει, καθώς ακόμη κι αν η ποσότητα του κυανίου δεν βλάψει εκείνη, μπορεί να βλάψει το νεογνό μέσω του μητρικού γάλακτος.
Κυανιούχες ενώσεις βρίσκονται σε καθημερινές πηγές όπως στα καυσαέρια των αυτοκινήτων, στον καπνό των τσιγάρων, στο αλάτι τόσο στο επιτραπέζιο όσο και στους δρόμους.
Θυμίζω απλά ότι στο πακέτο των τσιγάρων το γεγονός αυτό αναγράφεται ως προειδοποίηση…
Το κυάνιο χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικές χρήσεις όπως για παράδειγμα κατά του καρκίνου στο σκεύασμα laetrile
Δεν ξέρω γιατί αναφέρεται το Laetrile (η Αμυγδαλίνη δηλαδή). Πράγματι η ουσία αυτή φέρει την κυανομάδα, πράγματι προπαγανδίστηκε και πουλήθηκε τρελά σαν αντικαρκινική θεραπεία, όμως εξ’όσων γνωρίζω ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση «νερού καματερού»… 
Τα μεταλλεία χρυσού χρησιμοποιούν αραιά διαλύματα κυανιούχου νατρίου (NaCN), από 0,01 έως 0,05% κυάνιο (100 έως 500 ppm – μέρη στο εκατομμύριο).
 Το κυανίδιο συμπλέκει μέταλλα όπως ο χρυσός ακόμη και σε πολύ αραιά διαλύματα. Και?
H διαδικασία διάλυσης των μετάλλων με κυανιούχο νάτριο λέγεται εκχύλιση.
Ο ακριβής όρος είναι Cyanide Leaching. Ευχαριστώ
Η καταστροφή των κυανιόντων θα γίνεται με χημική οξείδωση μέσω της διαδικασίας που ονομάζεται INCO  – SO2 + οξυγόνο.
Η διαδικασία INCO είναι πράγματι πολύ αποτελεσματική, πράγμα που μπορεί να διαπιστώσει κανείς με μια ματιά στη σχετική βιβλιογραφία. Από την ίδια βιβλιογραφία θα πληροφορηθεί ότι έχει και μειονεκτήματα, όπως κάθε βιομηχανική διεργασία.
Το εργοστάσιο επεξεργασίας θα λειτουργεί με μηδενική απόρριψη στο περιβάλλον
Το «θα» δεν αποτελεί επιστημονικό δεδομένο. Ένας από τους «νόμους» του εργαστηριακού επιστήμονα είναι ότι «τα σημαντικότερα ατυχήματα συμβαίνουν σε κείνον που πιστεύει ότι δεν θα του συμβεί κανένα!»
Αυτά τα ολίγα από μένα. Θα κλείσω με μια ανάμνηση. Ο κορυφαίος καθηγητής και showman της Αναλυτικής Χημείας, Πρόδρομος Ισόπουλος, μας έδινε χαριτολογώντας μια συμβουλή: Εάν είστε στο εργαστήριο –μας έλεγε- και μυρίσετε πικραμύγδαλο, πηδήξτε απ’το παράθυρο αμέσως! Σε όποιον όροφο κι αν βρίσκεστε, έχετε περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσετε.
Α, Ξέχασα! Πώς στο καλό έλεγαν εκείνη τη μεγάλη εμφάνιση του κυανίου στην Ιστορία της Βαρβαρότητας?

Σωστά!  Zyklon B…"


Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Για να μην ξεχάσουμε τη ντροπή τους...

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΣΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ from Yorgos Avgeropoulos on Vimeo.

Για να μην ξεχάσει κανείς τον αυταρχισμό, την απαξίωση που νιώσαμε όλοι, τα ΜΑΤ να κλείνουν διά της βίας τους πομπούς, τα σήματα, τις αναμεταδόσεις και τις συνδέσεις να κλείνουν διά της βίας από μυστικούς λωποδύτες της εξουσίας, και προπαντός το ΜΑΥΡΟ που κάλυψε τις οθόνες μας..... Να μην ξεχάσουμε ποτέ τί είναι ικανοί να κάνουν και τί τιμωρία τους αξίζει!!!

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Νερό: αλήθειες και ψέματα

Νερό from Paraskevi Koutouba on Vimeo.
Γνωρίζω καλά ότι όποιος αποφασίζει να μιλήσει δημόσια για ο,τιδήποτε σχετίζεται άμεσα με το εργασιακό του αντικείμενο διατρέχει πάντοτε τον κίνδυνο να παρεξηγηθεί ο ίδιος και κυρίως οι προθέσεις του. Κατανοητό και επόμενο. Θα καταθέσω όμως και τον αντίλογο: ακριβώς αυτή η άμεση σχέση – έστω και εργασιακή – παρέχει επιπλέον γνώση για το ίδιο το αντικείμενο. Κι όταν αυτό έχει να κάνει με τη δημόσια υγεία, και προπάντων μ’ ένα από τα πολυτιμότερα δημόσια αγαθά, ε τότε μάλλον η διάδοση της όποιας γνώσης γίνεται υποχρέωση. Ως άτομο, λοιπόν, ως απλή μονάδα μιλώ και όχι ως εκπρόσωπος κανενός άλλου προσώπου, συλλόγου ή φορέα – και  νομίζω είναι καλή ευκαιρία να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους.
Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω σχετικό ενημερωτικό σεμινάριο για τη διαχείριση του πόσιμου νερού στη χώρα μας. Το σπουδαιότερο συμπέρασμα που έβγαινε απ’ αυτή τη συμμετοχή – πέρα από το καθαρά θεωρητικό κομμάτι – ήταν ότι σε σύγκριση με την υπόλοιπη νησιωτική Ελλάδα η Σκιάθος είναι τόπος ιδιαίτερα ευνοημένος γεωγραφικά και γεωφυσικά. Τα ελληνικά νησιά στην πλειοψηφία τους ζουν τραγικές καταστάσεις λόγω έλλειψης νερού – ειδικά βέβαια το καλοκαίρι για ευνόητους λόγους. Πολλά από αυτά έχουν εδώ και χρόνια εφαρμόσει τεχνικές εκμετάλλευσης θαλάσσιου νερού, όχι πάντα αποδοτικές – και σε συνδυασμό μάλιστα με την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού για αυτή τη δουλειά – πάντοτε όμως ιδιαίτερα δαπανηρές. Δεν έχουν όμως άλλη επιλογή, γιατί απλούστατα δεν έχουν καμιά άλλη πηγή πόσιμου νερού παρά μόνο τη θάλασσα. Αυτό αν το αναλογιστεί κανείς είναι τραγικό. Τη στιγμή μάλιστα που η οικονομία τους – όπως άλλωστε και η δική μας – εξαρτάται άμεσα από τον τουρισμό.
Σκεφτείτε τη δική τους θέση και σκεφτείτε τη δική μας: η Σκιάθος από μια σπάνια εύνοια της τύχης συνδυάζει τις αρετές ενός νησιού κι ενός ορεινού χωριού της ενδοχώρας: διαθέτει ιστορία, πολιτισμό (ναι, έχουμε κι απ’ αυτό, απλώς το ξεχνάμε), αλλά και σπάνια φυσική ομορφιά, μοναδική σχεδόν για τα ελληνικά νησιά: υπέροχες θάλασσες συνδυασμένες με οργιώδη βλάστηση. Κι αυτό, χάρη στο νερό που διαθέτει… Δεν το λέω εγώ, το λένε οι χιλιάδες των τουριστών που την επισκέπτονται καθημερινά. Εμείς συνηθίσαμε τη θέα του πράσινου και μας φαίνεται κάτι δεδομένο – μόνο που δεν είναι καθόλου μα καθόλου δεδομένο. Είμαστε απλώς εξαιρετικά τυχεροί εδώ που είμαστε και έχουμε γλυκό νερό κάτω από τα πόδια μας. Ίσως αν βρισκόμασταν στη μέση του Αιγαίου, ή κοντά στις μικρασιάτικες ακτογραμμές, να περιμέναμε τέτοια εποχή και μεις μαζί με πολλούς άλλους νησιώτες την υδροφόρα να μας φέρει το λιγοστό μας πολύτιμο νεράκι, όχι βέβαια για να γεμίσουμε τις πολυτελείς πισίνες μας (ανέκδοτα θα λέμε τώρα;), αλλά ίσα ίσα για να ξεβρωμίσουμε εμείς και το σπίτι μας! Και μετά πάλι, έχει ο Θεός…
Προτού αρχίσουν τα προεκλογικά πανηγυράκια και τα μεγάλα λόγια, επειδή είναι σίγουρο ότι πολλοί θα το χρησιμοποιήσουν και θα το σφετεριστούν για προσωπικό όφελος, κι ας είναι δημόσιο αγαθό, γι’ αυτό νομίζω τώρα η εποχή είναι κατάλληλη για να πούμε και δυο σοβαρά πράγματα για το νεράκι. Το γεγονός είναι ένα: η Σκιάθος έχει – ευτυχώς – ακόμα νερό. Έτσι δείχνουν τα πράγματα τουλάχιστον. Το θέμα λοιπόν είναι η σωστή διαχείριση ώστε να εξακολουθήσει να έχει για πολλά χρόνια ακόμα. Δεν είναι δική μας σειρά νομίζω να σκεφτόμαστε την αφαλάτωση – όποιος επιμένει και χτυπιέται γι’ αυτό θα πρέπει μάλλον να αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό, μάλλον έχει πονηρούς σκοπούς! Δικό μας μέλημα θα πρέπει να είναι πώς θα χρησιμοποιήσουμε το υπάρχον νερό χωρίς να το σπαταλήσουμε. Το ξέρουν πια κι οι γάτες στη Σκιάθο ότι το νερό της ύδρευσης χρειάζεται άμεσα την επέμβαση των ειδικών. Και μιλάμε πάντα για το νερό που τροφοδοτεί τα σπίτια μας.
Προσοχή, άλλο το νερό που παρέχεται στις λιθόκτιστες κρήνες που υπάρχουν σε διάφορα σημεία της πόλης (γυμνάσιο, Σφαγεία, δημοτικό, Αγία Τριάδα, Πνευματικό Κέντρο, Της Μάχως το Πηγάδι) και ούτω καθεξής… Εκείνο το νεράκι κατεβαίνει από τη γεώτρηση του προφήτη Ηλία, συλλέγεται σε καθαρή, κλειστή δεξαμενή, χλωριώνεται και κατεβαίνει στις κρήνες… Και είναι βέβαια όχι μόνο πόσιμο αλλά εφάμιλλο των εμφιαλωμένων. Το μόνο κακό είναι η μικρή ποσότητα: μόνο για πόση και μαγείρεμα. Ούτε πόδια πλένουμε, ούτε αυλές ούτε αυτοκίνητα!
Δύο παρενθέσεις απαραίτητες εδώ: πρώτα – πρώτα για τη χλωρίωση του νερού. Αυτή η μέθοδος απολύμανσης του νερού είναι σήμερα η επικρατέστερη, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους και λόγους ευκολίας, αλλά και γιατί η απολυμαντική δράση του χλωρίου έχει διάρκεια, εγγυάται σίγουρο αποτέλεσμα – πράγμα που δεν ισχύει για τις πιο «μοντέρνες» μεθόδους, όπως είναι ο οζονισμός ή η υπεριώδης ακτινοβολία. Όσον αφορά τους κινδύνους από τη χλωρίωση, αυτοί υπάρχουν  μ ό ν ο  στην περίπτωση που το νερό περιέχει ήδη άλλους, χημικούς ρύπους – όπως λιπάσματα, φυτοφάρμακα, οργανικά απόβλητα συνήθως βιομηχανικής προέλευσης, και λοιπά, και λοιπά… Τότε και μόνο τότε το χλώριο αντιδρά με αυτούς τους ρύπους και γίνεται επικίνδυνο. Εμείς, ευτυχώς, τέτοια θέματα στο νερό δεν έχουμε – κι όπως δείχνουν τα πράγματα, δε θα έχουμε για πολύ καιρό ακόμα. Ούτε αξιόλογη γεωργική δραστηριότητα έχει το νησί, ούτε βιομηχανία διαθέτει. Άρα, το χλώριο δε μπορεί να γίνει επικίνδυνο – κι ας μυρίζει κάποιες φορές. Όχι μόνο κακό δεν κάνει, αλλά είναι ασφαλής ένδειξη ότι η χλωρίωση – και άρα, η απολύμανση – γίνεται σωστά.
Η δεύτερη απαραίτητη παρένθεση: πριν είπα το νερό του προφήτη Ηλία «εφάμιλλο των εμφιαλωμένων». Ως προς τις προδιαγραφές τους, τουλάχιστον, ναι. Το θέμα είναι ότι αλλιώς ξεκίνησαν οι φιάλες του νερού από τα εργοστάσια και – δυστυχώς – τις περισσότερες φορές αλλιώς φτάνουν στα σπίτια μας. Η κατάρα της επαρχίας ως προς τα συσκευασμένα τρόφιμα ήταν και είναι πάντα οι κακές συνθήκες μεταφοράς και αποθήκευσης. Δεν αναφέρομαι στα άλλα τρόφιμα, περιορίζομαι στο νερό: άραγε τί μπορεί να συμβεί σ’ ένα κατά τα άλλα σφραγισμένο μπουκάλι πόσιμου νερού, που έχει ελεγχθεί – αλλά στη συνέχεια παραμένει ολόκληρους μήνες – όχι στο ψυγείο, όπως θα έπρεπε κανονικά, αλλά στοιβιασμένο σε αποθήκες μεσαίων ή και υψηλών θερμοκρασιών, στην καλύτερη περίπτωση – ή ακόμα χειρότερα εκτεθειμένο στον ήλιο; Να μιλήσουμε για τις μικροβιακές αλλιώσεις, ή μήπως για την πολύ χειρότερη περίπτωση χημικής επιμόλυνσης του νερού, όταν καρκινογόνες ουσίες αποσπώνται από το πλαστικό του μπουκαλιού και διαλύονται στο νερό που αυτό περιέχει; Άρα, μήπως το αδικώ το νεράκι του προφήτη Ηλία; Μήπως δεν είναι εφάμιλλο, αλλά πολύ καλύτερο των εμφιαλωμένων;
Και επιστρέφω στην αρχή: το μεγάλο θέμα λοιπόν είναι το νερό που φτάνει στο οικιακό μας δίκτυο. Πολύ περισσότερο σε ποσότητα αλλά όχι πόσιμο: η ίδια του η γεύση πιστοποιεί την ακαταλληλότητά του για πόση. Το παλιό πηγάδι που λειτουργεί εδώ και μερικές δεκαετίες είναι πλέον ανεπίτρεπτα χαμηλά, με αποτέλεσμα – ειδικά το καλοκαίρι, που το νερό…ρέει ποταμηδόν στην κυριολεξία – να αντλείται θάλασσα όλο και περισσότερο. Το αλάτι του θαλασσινού νερού, όπως έχει ήδη ειπωθεί από διάφορους εμπειρογνώμονες, διαλύει τα υπάρχοντα πετρώματα γύρω από το σημείο άντλησης, επιφέροντας τα γνωστά αποτελέσματα. Γι’ αυτό και ο υδράργυρος και όλα τα παρεπόμενα… Μπορεί να μην κινδυνεύουμε αυτή τη στιγμή, αφού ούτως ή άλλως αυτό το νερό δεν το πίνουμε – όμως το καμπανάκι του μελλοντικού κινδύνου ήδη χτύπησε… Πρωταρχικό μέλημα λοιπόν να διοχετευθεί στην ύδρευση καθαρό νερό, ή έστω να αναμιχθεί με το ήδη υπάρχον ώστε να βελτιώσει ικανοποιητικά την ποιότητά του. Και το καθαρό νερό όπως δείχνουν τα πράγματα το έχουμε. Αρκεί να το οδηγήσουμε εκεί που πρέπει – στην κλειστή, καθαρή δεξαμενή του δηλαδή, όπου θα χλωριωθεί όσο πρέπει και θα καταλήξει καθαρό στα σπίτια μας – και άνευ υδραργύρου.
Θερμή παράκληση: μην τσιμπάμε πια τα εύκολα δολωματάκια που μας ρίχνουν οι διάφοροι εξυπνάκηδες κερδοσκόποι. Την πολιτική τους αυτοί, το δικαίωμά μας σε καθαρό νερό εμείς. Ας μιλήσουμε, ας φωνάξουμε – ας ρωτήσουμε όμως και τους ειδικούς. Μη γινόμαστε από μόνοι μας ειδήμονες και λέμε ό, τι μας κατέβει. Ο ψαράς πουλάει ψάρια, ο περιπτεράς τσιγάρα και παγωτά, ο καθηγητής κάνει μάθημα, ο παπάς λειτουργίες και μνημόσυνα, ο πολιτικός… βγάζει λόγους, ο γιατρός κάνει διαγνώσεις κι εγχειρήσεις, ο χημικός αναλύσεις κι ο βοθρατζής εκκενώσεις. Τίποτα δεν είναι μυστικό, τίποτα κρυφό: η κατάσταση γνωστή, τα αποτελέσματα δημοσιοποιούνται, ψάξτε και ρωτήστε. Και προπάντων, όταν έρθει η ώρα, απαιτήστε αυτό που είναι δικαίωμά σας: ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στο καθαρό νερό. Μη δεχτείτε τίποτα λιγότερο.

Παρασκευή Κουτούμπα
Χημικός Π.Ε.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Εκεί που γεννιέται πολιτισμός και Ελλάδα



Όταν οι φωνές γίνονται σιγά σιγά μια φωνή, 
όταν οι παλάμες τσούζουν απ' το χειροκρότημα, 
όταν σείεται από τραγούδια και ζήτω ολόκληρο σχολειό, 
τότε ναι, ακόμα κρατάει μέσα μας η σπίθα.
Ακόμα δε μας έκαναν όμοιούς τους. 

Να' ναι καλά τα παιδιά που μας τη θύμισαν, να' ναι καλά και οι άξιοι δάσκαλοί τους που παράγουν πολιτισμό. Ναι, απόψε στο Γυμνάσιο-Λύκειο της Σκιάθου άνθισαν οι πασχαλιές. Απόψε σ' ένα σχολείο ενός κάποιου ελληνικού νησιού μύρισε Ελλάδα.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Η βίλα των οργίων

   "Ζάβαλος!..." έλεγε με στόμφο δήθεν, τινάζοντας με μεγαλοπρέπεια την άκρη του αμαρτωλού σεντονιού πάνω απ' τον ώμο του, ως άλλος Καίσαρας - ο γλυκύτατος Λαμπρούκος στη θρυλική "Βίλα των οργίων". Ο (τσακωμένος στα πράσα) παρ' ολίγον "μοιχός" από το σύζυγο της "μοιχαλίδος", που τύχαινε και υπάλληλός του, έπρεπε πάση θυσία να περισώσει έστω και διά της βίας το "καλό του όνομα". Κι αυτό χρησιμοποιούσε για εκφοβισμό: με άλλα λόγια, "είμαι κάποιος, έχω καριέρα, έχω περιουσία, έχω πλάτες, έχω βλέψεις: αλίμονό σας!"...
   Το κακό είναι όταν έχει κανείς να κάνει με "Ζάβαλους" στην πραγματική ζωή. Και μάλιστα, σοσιαλίζοντες... Γιατί άντε, ο Ζάβαλος της ταινίας είχε τουλάχιστον την εντιμότητα να είναι αυτός που είναι χωρίς να παριστάνει ούτε το "σωτήρα" ούτε τη "φωνή του λαού". Τον (τάχαμου) λαοπατέρα Ζάβαλο από πού να τον πιάσεις; Που έχει λιώσει και παντελόνια στα συνέδρια και στις ολομέλειες, και το' χει μάθει απ' όξω το κατεβατό του παπαγαλία, κι άμα έχει και αγριοφωνάρα και πάρει μπρος άντε να τον σταματήσεις... Κι αν έχεις και την ατυχία η δουλειά σου να είναι τέτοια που να πρέπει να συναναστρέφεσαι με κόσμο, και σου' ρθει ετούτος πελάτης... την έβαψες κανονικά. Διότι θα πρέπει να του' χεις έτοιμο στρωμένο χαλί εθνικοσοσιαλιστικού χρώματος για να πατήσει, να παραμερίσεις όλους τους άλλους που έχουν σειρά πριν απ' αυτόν και να τσακιστείς να τον εξυπηρετήσεις, διότι δε μπορεί αυτός, ο αγωνιστής, να υπομείνει το τέρας της γραφειοκρατίας και να μπει σε θαλάμους αναμονής. Διότι δε μπορείς εσύ ο υπάλληλος, που νομίζεις ότι είσαι κάποιος (φτου σου, αναχρονιστικό πιόνι του συστήματος) να βάζεις στην ίδια μοίρα το λαοπατέρα με τους κοινούς θνητούς. Διότι εκείνος ναι, είναι κάποιος. Εσύ όχι, αναιδέστατε υπάλληλε. Τώρα πώς συμβαδίζει αυτός ο σοσιαλιστικός τσαμπουκάς με τις αρχές της ισονομίας και της ισότητας, μόνο εκείνος το ξέρει. Έ ρε, τί πάθαμε πρωί πρωί..............

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;;;;

   Ήταν οι «παλιές, καλές εποχές» για τη Σκιάθο και για την τουριστική Μαγνησία εν γένει, ήμουν μικρή και χωρίς λόγο και άποψη – υποτίθεται – κι όμως το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Κι ας είναι 15 ολόκληρα χρονάκια πίσω. Με τι στόμφο και ενθουσιασμό πιπίλιζαν κάποιοι την καινούργια – τότε – καραμελίτσα ονόματι «μαρίνα». Τι για ανάπτυξη, τι για πρόοδο ακούγαμε, τι για νέες θέσεις εργασίας που θα άνοιγε η προοπτική μιας τουριστικής μαρίνας στην παραλία της Σκιάθου. Να’ ρχεται το Λατσέικο για γουικέντ και να’χουν κάπου οι άνθρωποι να ακουμπήσουνε το γιοτ, το κρις κραφτ και το ελικόπτερό τους. Να βγαίνει η Μαριάννα με τον Κούρκουλο (ζούσε τότε ο μακαρίτης) και να τρίζουνε οι λιμενοβραχίονες από το διαμαντικό. Να πάψουμε να νιώθουμε κομπλεξικοί καράβλαχοι και να γεμίσει το μάτι μας επιτέλους χλίδα ρε αδερφέ… Αυτά από τους προοδευτικούς. Γιατί υπήρχαν και οι άλλοι, οι συντηρητικούρες και σκοταδιστές, που δεν ήθελαν το φουα-γκρά και τη σαμπάνια και προτιμούσαν ούζο και μυδοπίλαφο. Κι επέμεναν κιόλας οι ψωνάρες ότι πιο όμορφα είναι τα φυσικά κατσάβραχα από τις γυαλιστερές τσιμεντόπλακες που τις σκουπίζεις με την παρκετέζα. Και δώστου ξανά και ξανά να προσπαθούν οι συντηρητικούρες να συγκινήσουν τους προοδευτικούς επικαλούμενοι τον Παπαδιαμάντη («ποιος είν’ αυτός, ρε συ;» «Εφοπλιστής ρε!  Δε θυμάσαι, ρε μ…κα, ειν’ αυτός που έχει το καράβι! Και δω είναι το σπίτι του και πήρε το όνομά του κι ο δρόμος…» Το άκουσα κι αυτό μέσα στην Παπαδιαμάντη κατακαλόκαιρο.) Και τις συζητήσεις και τα πειράγματα στα καφενεία για τα «βερνικωμένα κέρατα» - θα θυμούνται κάποιοι τα περί Βερνίκου. Και οι ειλικρινείς και οι «ψευτοφυλλάδες» που άλλα έλεγαν τότε (επειδή έτσι τους συνέφερε) και άλλα λένε τώρα (επειδή πάλι έτσι τους συμφέρει). Μόνο που θυμάμαι, η ρουφιάνα. Θυμάμαι σαν τον ελέφαντα και φάτσες και ονόματα. Κι ας ήμουν άπραγο φοιτηταριό. Θυμάμαι με τι μένος φώναζαν όλοι εναντίον όποιου επιχειρηματία είχε αντιρρήσεις στο θέμα «μαρίνα». Γιατί και καλά τολμούσε ο αντιδραστικός να αποδοκιμάσει τέτοιο έργο προόδου και πολιτισμού. Μα απλούστατα γιατί ένιωθε την απειλή της χρεωκοπίας να έρχεται και όλη του την περιουσία και τον κόπο να θάβεται κάτω από ουρανοκατέβατες νταμαρόπετρες. Γιατί δεν ήθελε ο σπαστικός να κλείσει το παλιομάγαζό του και να πιάσει μαιτρ σε εφοπλιστικό σαλόνι, το κορόιδο. Και να του χώνει η εφοπλίστρα και χαρτονομίσματα στο μποξεράκι, άμα τύχαινε να’ναι και λίγο ομορφόπαιδο.
   Τι να κάνω που θυμάμαι, η άτιμη. Και ποιοι και πόσοι ήταν αυτοί που έλεγαν «μαρίνα» κι έσταζε μέλι το στόμα τους. Μόνο που τώρα άλλαξαν παρέες. Και απόψεις. Ναι, αλλά τότε το ίδιο σχέδιο που τώρα λένε έκτρωμα τότε το ψήφιζαν και το ενέκριναν. Εμ το βρήκε έτοιμο τώρα και το ΤΑΙΠΕΔ, πού να ψάχνει για καινούργια; Και πού να μας πιστέψουνε τώρα ότι δε μας αρέσει, αφού από μας το βρήκαν; Άντε να τους πείσουμε ότι γίναμε ξαφνικά οικολόγοι και ευαισθητοποιημένοι…
   Ένα πράμα φοβάμαι, παιδιά: όταν τελικά έρθει η κακιά η ώρα κι έρθουν τα μαντρόσκυλα του ΤΑΙΠΕΔ να πάρουν αυτό που δεν τους ανήκει και φέρουν και το επίμαχο να μας το φορέσουν, εμείς όχι μόνο δε θα μιλήσουμε, αλλά θα αρπάξουμε στα δόντια την κοκκάλα που θα μας πετάξουν και θα πούμε κι ευχαριστώ. Και θ’ απομείνουμε απ’ έξω να κοιτάμε οι κοροϊδάρες – εκτός από τους πεντέξι γνωστούς καταφερτζήδες που πάνε με όλους και με όλα σαν την Κόκα-κόλα. Αυτούς δεν τους κλαίω – οι καταθέσεις τους μονάχα θα φτάσουν για καμιά τριανταπενταριά δεκαετίες ακόμα. Εμάς τους πολλούς βλάκες κλαίω. Μακάρι να βγω ψεύτρα. Κι άμα βγω μουντζώστε με.


Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013