A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Στίχοι της στιγμής

Για ένα Όνειρο

Το δράμα μου είναι που έμαθα να' μαι σαν ανοιχτό μπουκάλι. Σε κάθε μοιραίο ξεχείλισμα της καρδιάς μου πάντα την άφηνα να ξεχυθεί ελεύθερα. Μερικοί απορούν μ' αυτό και το θεωρούν θάρρος. Δεν είναι-είναι η ενστικτώδης κίνηση που κάνει το κεφάλι ν' αναπνεύσει. Δεν το προσπαθούσα, απλά το άφηνα να συμβεί. Κι ας μου έβγαινε πάντα σε κακό: δεν είναι εποχή για να βγάζεις τα σώψυχά σου. Κανένας δε θα σε πιστέψει. Το πολύ πολύ να σε φοβηθεί. Κι όμως στο τέλος κερδίζεις γαλήνη και ικανοποίηση. Κι ας μένει στο τέλος ψέμα στη θέση αυτού που νόμιζε κανείς αλήθεια.
Τώρα φοβάμαι ότι θα' ναι η πρώτη φορά που θα πρέπει να στερηθώ αυτή την ελευθερία. Δεν είναι το ίδιο όπως πριν. Ε σ ύ  δεν είσαι απέναντι. Ούτε και μακριά-αλλά ούτε και απέναντι. Κοντά-αλλά ψηλά. Ασύγκριτα πιο ψηλά. Όσοι καταλαβαίνουν το ξέρουν. Αν ήσουν ο διανομέας ή ο γείτονας, όλα θα' ταν πολύ πιο απλά. Κανένας βέβαια δεν υπογράφει ότι δε θα' ταν κι αυτή μια ακόμα άκαιρη επιθυμία-και μια άκαρπη προσπάθεια-όμως θα υπήρχε η επιλογή. Αύριο κιόλας... Αλλά έτσι είναι αδύνατο. 
Όλα τ' άλλα έχω πια απίστευτη άνεση να σου τα πω. Σ' ευγνωμονώ που μ' έμπασες στη ζωή σου κι ως εδώ. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, βλέποντας πιο αντικειμενικά, το βλέπω ότι απολαμβάνω μια σχέση ξεχωριστή, σπάνια-καθένας θα ζήλευε μια τέτοια γλυκιά κι άμεση επικοινωνία, κάθε ώρα και στιγμή και χωρίς την παραμικρή παρεξήγηση. Κι όλα αυτά με κάποιον σαν εσένα. Κι ακόμα πιο πολύ σ' ευγνωμονώ που μου εμπιστεύτηκες το όνειρό σου και μ' έκανες να νιώθω ξεχωριστή-και, τολμώ να πω-"μέρος" αυτού του ονείρου. Με μικρά καθημερινά βηματάκια το είδα να χτίζεται-ίσως να χαίρομαι το ίδιο με σένα που πήρε το όνειρο σάρκα και οστά. Μπορεί και πιο πολύ. Κι ας μην το κατέχω ακόμα σε όλη του την έκταση και την ομορφιά. Και θα το ζήσω από κοντά, και θα το ρουφήξω μ' όλη μου την ψυχή-κι ίσως να είναι το πιο όμορφο που μου προορίζεται να ζήσω. 
Θα έπρεπε λοιπόν να είμαι ευτυχής. Και θα ήμουν-αν ήμουν δεκαοχτώ ή είκοσι ή ματαιόδοξη ή ψώνιο ή εντελώς αναίσθητη. Δεν ξέρω για το τρίτο και το τέταρτο-πάντως αναίσθητη όχι... Άρα δε μπορώ να χαρώ όπως θα' θελα την πολύτιμη φιλία σου. Θα' θελα όλοι οι φίλοι μου να είναι σαν εσένα-όμως φίλος που είναι σαν εσένα πώς γίνεται να είναι απλώς φίλος;... Κι είναι αδύνατο να σε αντιπαθήσει κανείς... Τότε ίσως να μπορούσα να σε αντιπαθήσω και γω και να ξεμπέρδευα μια κι έξω μ' αυτή την πληγή που με βρήκε εδώ και λίγους μήνες κι όμως δεν ξέρω τί θα' κανα χωρίς αυτή... Ζω την ίδια τρέλα του ανίατου, που δεν ήθελε θεραπεία-την ίδια "αγρίαν χαράν". Τα ξέρεις αυτά καλά, τα αγαπάς και συ. Ίσως θα με καταλάβαινες λοιπόν αν σου μιλούσα. Πώς όμως; Δεν έχω κανένα δικαίωμα-καμιά δυνατότητα. Απλά και μόνο γιατί θα παρεξηγηθώ τραγικά. Θα μπω και γω στη χορεία των υστερόβουλων, ίσως και των "χαζών"... 
Και σ' αυτό έρχεται να προστεθεί και η άγνοια.. Μια τρομερή άγνοια-μοιραίο επακόλουθο της απόστασης-για το τί υπάρχει γύρω σου και μέσα σου. Ποιοί επιδρούν κι αλληλεπιδρούν με τη ζωή σου: μια κρυφή ζήλια για κάτι απροσδιόριστο-κι όμως πονάει το ίδιο, ίσως και περισσότερο. Πώς βλέπεις πραγματικά τον κόσμο κι εμένα. Δεύτερος τοίχος. Κι όμως πόσο κοντινά κι εύκολα φαίνονται όλα όταν ακούω τη φωνή σου, τις τρυφερές προσφωνήσεις σου-άραγε πόσο συχνά και με πόσους τις μεταχειρίζεσαι;-τα μηνύματά σου στις νυχτερινές συνομιλίες, απεγνωσμένα ή παιχνιδιάρικα-προχτές δεν απάντησα αμέσως και με ειδοποίησες με το κινητό, ζημιά στο σύστημά σου-πάντως πάλι το χάρηκα που με προτίμησες, έστω και ως "σωτήρα"... 
Δε φταίει κανείς-θα μου συνέβαινε, ήταν προδιαγεγραμμένο από κείνο το βράδυ που έπεσες σαν μετεωρίτης στην έρημο-ακόμα λένε για σένα εδώ με θαυμασμό, στο είπα;-και που όταν τέλειωσε η γιορτή δεν ησύχαζα, δεν έφευγα μαζί με τους άλλους-ίσως αν το έκανα τώρα να ήσουν απλώς μια μακρινή, γοητευτική ανάμνηση-παρά περίμενα σαν κάτι να μου έφταιγε και τελικά γύρισα μόνο και μόνο για να σε ξαναδώ... Και σαν δεύτερος συνεργός της μοίρας η καλή φίλη η Α. με κράτησε και δε με άφησε να φύγω... Και μετά από λίγο σ' έβλεπα πια απέναντί μου στο ίδιο τραπέζι ζεστό και φιλικό (την πρώτη φορά που σε είχα δει μ' είχες φοβίσει! στο είπα;), κι έβλεπα πια ότι είχα πάρει ένα μονόδρομο όπου πιθανότατα βάδιζα μόνη μου-αλλά δεν είχα πια σκοπό να γυρίσω πίσω... 
Δεν ξέρω αν θα τα δεις ποτέ όλα αυτά, ή αν τελικά θα κάνω αυτό που έχω μάθει μια ζωή-αλλά όχι αυτή τη φορά, δεν είναι όπως οι προηγούμενες. Φοβάμαι ότι αυτή θα' ναι για μένα η χειρότερη απ' όλες. Πρώτα-πρώτα γιατί ξέρω ότι ποτέ δε θα μου δώσεις αφορμή για να σε αντιπαθήσω. Ύστερα για όλους τους τοίχους γύρω σου, που μ' εμποδίζουν. Και πάνω απ' όλα για τη γλυκιά φιλία σου και την εμπιστοσύνη σου-που μ' έδεσες με το όνειρό σου άλυτα και θα το' χω πάντα να μου θυμίζει εσένα. Πάντως σ' ευχαριστώ για όλα-και για το μοναδικό βράδυ που μοιραστήκαμε λίγο κόκκινο κρασί και παρέα-και γω έκλεψα λίγη από τη σπίθα των ματιών σου. Συγγνώμη που νόμισα ότι ήταν μόνο για μένα.

Το όνειρο
Ίδιο, επαναλαμβανόμενο. Όχι ως προς το περιβάλλον, τα χρώματα, τα πρόσωπα και τη "σκηνοθεσία" του, αλλά ως προς την υπόθεση. Και την επίγευση που αφήνει πάντα στο τέλος. Μέχρι το ξύπνημα. Μια κρύα λεπίδα που μόλις σου έχει αφαιρέσει το εσωτερικό, αφήνοντας τον κορμό σου άδειο σαν περιτύλιγμα. Κενό. Η απόλυτη αίσθηση του κενού. Κάτι λείπει. Κάποιος λείπει.
Η αρχή πάντα χαρούμενη. Συνήθως είναι βράδυ χειμωνιάτικο, λίγο μουντό-αλλά με κείνη τη γλύκα που σε κάνει να νοσταλγείς με χαρά το ζεστό σπίτι που σε περιμένει. Φτάνεις έξω από ένα σπίτι-το σπίτι σου-που πάντα είναι όμορφο και ελκυστικό. Τα φώτα είναι αναμμένα, ακούγεται μουσική, χαρούμενες φωνές, πιάτα και πηρούνια, ανοίγουν μπουκάλια. Σε περιμένουν, τάχα-ή μήπως δε σε περίμεναν κι άρχισαν τη γιορτή; Σίγουρα θ'ακούσεις χαρούμενες φωνές έκπληξης μόλις μπεις. Πας να βρεις την πόρτα-αλλά παραδόξως πόρτα δεν υπάρχει. Μόνο τζάμια θολά, φωτισμένα-για να βλέπεις από μακριά τη χαρά που δε μπορείς να φτάσεις. Χτυπάς, δε σ'ακούει κανείς. Στο τέλος βρίσκεις την είσοδο, επιτέλους-μπαίνεις λαχανιάζοντας "να προλάβω, να προλάβω..."-μόλις μπεις στο χωλ οι φωνές αδυνατίζουν, η μουσική χαμηλώνει, τα πάντα μετακινούνται, μετατίθενται σε άλλο δωμάτιο, σε άλλο μυστηριώδη χώρο, εσωτερικό, απροσπέλαστο. Όλοι ξαφνικά λες κι ένιωσαν την παρουσία σου, τα μάζεψαν κι αποτραβήχτηκαν εκεί. Μπαίνεις επιτέλους στο δωμάτιο της γιορτής-που τώρα είναι άδειο. Και τα πιάτα, και τα μπουκάλια είναι άδεια. Ακούγονται αμυδρά, από το βάθος. Όλο και πιο σιγά. Μέχρι που όλα σωπαίνουν. Η γιορτή τέλειωσε χωρίς εσένα.
Χρειάστηκε καιρός μέχρι να το προσωποποιήσω, να του δώσω σάρκα και οστά. Λίγο-λίγο τώρα το καταλαβαίνω. Εσύ είσαι που λείπεις. Προσπάθησα να πιαστώ από το τελευταίο βαγόνι, σχεδόν μπήκα-αλλά δε με καλωσόρισες. Και δεν πρόλαβα να βρω την πόρτα για να ξαναβγώ. Το τρένο ξεκίνησε.

Ζήτω η τρέλλα
Το κάτωθι αριστούργημα το ενεπνεύσθην όλως τυχαίως μια ωραία πρωία, το έγραψα την ίδια στιγμή στο μπλοκάκι με τα ψώνια και -ευτυχώς- το διέσωσα από τη φθορά του χρόνου... Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωί-Σάββατο του Λαζάρου, συγκεκριμένα!-κι είχα βρεθεί στο Βόλο για δουλειές... Ενώ λοιπόν απολάμβανα το καφεδάκι μου σε γνωστό κι αγαπημένο "τσαγάδικο" της Αντωνοπούλου (όσοι...Βολιώτες θα κατάλαβαν), έρχεται και κάθεται για την κακιά μου τη μοίρα-ακριβώς μπροστά μου-μια κομψότατη κι αξιοπρεπής (έτσι έδειχνε) κυρία, βγάζει το...φτυάρι κι αρχίζει με μια τσιριχτή διαπεραστική φωνή να περνάει από σαράντα κύματα αδελφές, ξαδέλφες, πεθερές κι όλες τις θηλυκού γένους συγγενείς της... Κι όχι σιγά, διακριτικά-αλλά σαν σειρήνα της κατοχής... Σε σημείο να θες να την περιλούσεις με τον κουβά-κι όχι τίποτ'άλλο, αλλά θα πήγαινε στράφι και το κομμωτήριο...

"Η βλακεία κόβει βόλτες πάνω σε ξανθό παρθένο μαλλί προϊόν χλωρίνης λουξ κομμωτηρίου με γόβες 13 πόντων τακούνι και κόντυνες όταν θυμώνω άραγε τί πίνεις και δε μας δίνεις...".
Βόλος, Σάββατο του Λαζάρου, 10/4/2009



Αναπάντητη απουσία
Με είδες από μακριά
να κοιτάζω αλλού, να βυθίζομαι σε λήθαργο,
να κοιμίζω την απουσία με μικρές χαρές
με δακρυσμένα χαμόγελα στους αγαπημένους
Κι άρχισες να με κοιτάς σαν νέο εύρημα,
σαν αξιοθέατο, δεν ξέρω
μέχρι που τελικά τράβηξες το βλέμμα μου
κι άρχισα τώρα να κοιτάζω εγώ, να ξυπνάω, να ανακαλύπτω
και πίστεψα ότι ερχόσουν,
και βιάστηκα κι ήρθα πρώτη εγώ
μέχρι που είπες "δεν ήταν για σένα το βλέμμα μου, κάποια μου θύμισες
κάποια προσπαθώ να ξεχάσω
μην έρχεσαι ακόμα"
και μου ζητάς τι; να ξαναπέσω στο λήθαργο της απουσίας; να ξαναβυθιστώ;
τότε γιατί με ξύπνησες;



Σκοτάδι και φως

Α)
Τότε που μοίραζες ακόμα την ψυχή σου σαν παιδί
Πριν να παγώσουν οι πηγές και τα ποτάμια
Μου’ λεγες: σπάσε με τον ώμο σου το θόλο της σιωπής
Πάρε ένα θρύψαλο και σκίσε το μανδύα της ντροπής
Κι άσε το αίμα της να βάψει τα καλάμια

Κι εγώ που έδενα σφιχτά με της φωνής σου την ηχώ
Τα παιδικά μου μυστικά και τα τραγούδια
Κρυφά σκαρφάλωνα στα σύννεφα τις νύχτες να με δεις
Μπροστά στα μάτια σου ανέμιζα το ρούχο της ψυχής
Και το κρατούσαν, λέει, στις άκρες αγγελούδια…

Ήχος που σπάζει σε κομμάτια τον καθρέφτη του νερού
Τα μάτια σκάβουν χίλια πύρινα ποτάμια
Καρφί στον ώμο, πόνος κόκκινος σα λάμες που τρυπούν
Πολύ ψηλά ειν’ η ντροπή για να τη φτάσω πριν με δουν
Κι είναι το αίμα μου που βάφει τα καλάμια

Β)
Κορίτσι μικρό με τα πόδια γυμνά
χαμένο καιρό σε ανήλιαγα δάση
κρατά τις ζωές των ανθρώπων σφιχτά
το σκοτάδι φοβάται και κλαίει βουβά
το φουστάνι της μέρας σα γυρεύει να πιάσει

Κρατώντας τη θλίψη μ' αρχαία κλωστή
σε μαύρους βυθούς ταξίδευε χρόνια
μα ξάφνου χορεύει μια σπίθα χρυσή
φωτίζει ναυάγια, σκορπά το κρασί
της ζωής το οξύ μες σε άδεια πνευμόνια

Τρελή φυλλωσιά στου ήλιου τη μέθη
γεμίζει τα μάτια ένα πράσινο φως
σταγόνες φωτιά στου νερού τον καθρέφτη
στο στέρνο κυλά ο μισός ουρανός


Στην ψυχή του Αλέξανδρου
(τρισάγιο για τον Παπαδιαμάντη)

Σε μια γωνιά του καφενέ μάτια βασιλεμένα
Απ’τον καπνό του ναργιλέ κι από του λιβανιού
Να αραδιάζεις σε παλιά χαρτιά κιτρινιασμένα
Μαύρα ψηφιά ψαλτάδικα, σκαλίσματα του νου

Γι’ ανθρώπων πάθια να μιλάς, της πίκρας το φεγγάρι
Του κύματος τα ονείρατα, της λίμνης το νερό
Να ξεμπερδέψεις προσπαθείς του κόσμου το κουβάρι
Μα άλλα πάθια μυστικά πως σκέφτεσαι θαρρώ

Σαν αμαρτίας φάντασμα ο άλλος εαυτός σου
Σέρνει ξωπίσω του ξωθιές, στοιχειά κι αερικά
Όση δεν έζησες ζωή βαθιά βρυχάται εντός σου
Και πού να την ξαγορευτείς, για να’βρεις γιατρειά;

Λάμα παλιά στα σωθικά που σ’έχει μακελέψει
Και στης Φαρμακολύτριας την αργυρή ποδιά
Προσπέφτεις κάθε σούρουπο να σε γιατροπορέψει
Να’ταν να βγει – μα να μη βγει, αφού γλυκοπονά…

Φύγαν τα ρόδα της χαράς, μείναν τ’αγκάθια μόνο
Και ξεψυχήσαν οι ξωθιές στα χείλια της πηγής
Και συ, τρελέ, που λαχταράς της μαχαιριάς τον πόνο
Ζήσε και πέθανε μ’αυτόν, και δω μην ξαναρθείς…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου