A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Vamonos

«…Vamonos donde nadie nos juzgue 
donde nadie nos diga que hacemos mal 
vamonos alejados del mundo 
donde no haya justicia ni leyes ni nada 
nomas nuestro amor…»
   Το ίδιο βράδυ που σε αποχαιρετίσαμε ήρθες μπαμπά. Ήταν Σάββατο ήδη. Τελευταία φορά που σ’ άκουσα ήταν Τετάρτη – μας πήρες όλους έναν έναν τηλέφωνο, λες και το ήξερες. Στο’ χε υποσχεθεί πριν λίγες μέρες ο φίλος σου ο αη Νικόλας ότι σε λίγο θα σου περάσουν όλα. Έστελνα και ξαναέστελνα μηνύματα την Πέμπτη, είχες όμως ήδη βαρύνει. «Βούλα μου κουράγιο, κατέληξε ο μπαμπάς» άκουσα από το τηλέφωνο ξημέρωμα Παρασκευής. Κι ύστερα, η ησυχία. Αυτή η αμείλικτη που συνοδεύει τον αποχαιρετισμό. Τότε κατάλαβα ότι έλειπες – ότι πια πάντα θα έλειπες μπαμπά. Σάββατο βράδυ πια το συνειδητοποίησα. Τότε που σε φιλήσαμε και σε χαϊδέψαμε για τελευταία φορά. Τότε που έφυγαν όλοι. Δε θα ξαναρχόσουν πια κάθε βράδυ πρώτος να μου πεις καληνύχτα. Δε θα ξαναπίναμε κυριακάτικο καφεδάκι με καλαμπούρια κι ιστορίες από τα καράβια. Θα έψαχνα πια να βρω το μπλε των ματιών σου σε φωτογραφίες. Τότε το κατάλαβα. Όταν έφυγαν όλοι. Και τότε έκλαψα. Και κλαίγοντας με πήρε ο ύπνος.
   Τότε βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε κάτι σαν ανοιχτό, ιπτάμενο ελικόπτερο – εγώ και ο αόρατος κυβερνήτης του – κι ήταν λέει μέρα και καλοκαίρι. Και πετούσαμε πάνω από μια αφρισμένη αλλά ακύμαντη θάλασσα – κι ένιωθα δροσιά στα μάγουλά μου και μυρωδιά θάλασσας στα ρουθούνια μου, κι αυτό μου άρεσε και με παρηγορούσε. Κι από κάτω μας ξαφνικά ένα ολοκαίνουργιο, κάτασπρο καράβι – άγνωστο αν ήταν εμπορικό ή επιβατικό, πάντως ήταν πανέμορφο – κι έτρεχε σαν παπί πάνω στη θάλασσα. Και στο κατάστρωμα κόσμος που πηγαινοερχόταν, καθάριζε και σημαιοστόλιζε το καράβι – κι από τα μεγάφωνα ακουγόταν ολοκάθαρα η μουσική και σε λίγο η φωνή του Miguel Aceves Mejía «Vamonos…» - αγαπημένο σου.. Και σε βλέπω ολοζώντανο, στη μέση – ένα νέο παιδί, με ξανθά κυματιστά μαλλιά, ροδοκόκκινο, γερό, γελαστό – με άσπρο μακό, άσπρο τζην, αθλητικά παπούτσια – ίδιο ναυτάκι – που ωστόσο φαινόσουν να κυβερνάς το όμορφο πλεούμενο και να δίνεις σε όλους οδηγίες – και προπάντων χαρά, ήσουν γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό κι όλοι γύρω σου σε έβλεπαν στα μάτια και γέμιζαν και κείνοι χαρά. Δε με κοίταξες, δεν άκουγα καθαρά τη φωνή σου μπαμπά – όμως ένιωσα τη χαρά σου. Κατάλαβα. Και χαμογέλασα και ξύπνησα μ’ ένα χαμόγελο.
   Μπαμπά μου σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Τώρα ξέρω.