A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023


Αγαπημένοι, λατρεμένοι, πολυτάλαντοι.

Κάπου εκεί στη δεκαετία του '60. 

Ντίνος Ηλιόπουλος, Μίμης Φωτόπουλος: σε καμαρίνι, κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης, χαλαρώνουν ζωγραφίζοντας. 

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

...προσοχή γιατί λερώνει...


   Σαν να τους βλέπω όλους: τύποι καθημερινοί, γνωστοί. Κυκλοφορούν όλοι εκεί έξω στο πεδίο της μάχης. Στο οδόστρωμα δηλαδή. Οι πολλοί και διάφοροι τύποι οδηγού, ίδιοι πάνω κάτω σ’ όλη τη σύγχρονη ελληνική επικράτεια. Για να τους δούμε έναν έναν:

Ο «του άντρα του πολλά βαρύ»
Βαρύς κι ασήκωτος – όσο και η τριχωτή χερούμπα που κρέμεται μονίμως απ’ το παράθυρο του οδηγού. Καθ’ ό,τι ο τυπάρας είναι και δεινή οδηγάρα ναούμ και οδηγάει το ίδιο καλά μ’ ένα χέρι. Έχει πάντα προτεραιότητα εννοείται κι έχει γραμμένες κανονικά τις διαβάσεις πεζών, τα σήματα, τα φανάρια και τον τροχονόμο μαζί. Εννοείται πως δεν έχει ποτέ μαζί του δίπλωμα κι ουαί και αλλοίμονο αν βρεθεί ένστολο θρασίμι να τον σταματήσει για έλεγχο. Θα ειδοποιηθεί πάραυτα το ξαδερφάκι του ο υπουργός συγκοινωνιών κι ο ένστολος θα το φυσάει και δε θα κρυώνει. Α μα δα.

Η «οι κυρίες προηγούνται»
Περίπου η γυναικεία εκδοχή του ασήκωτου. Το καθρεφτάκι για βάψιμο – καλέ δεν πρόσεξα ότι φαίνονται και τα πίσω αμάξια. Το κινητό σκουλαρίκι. Η δυναμική κι ανεξάρτητη – έτσι πιστεύει – που ανακαλεί τις αρχές της ισότητας των δύο φύλων όποτε τη συμφέρει κι άλλες φορές βάζει σε εφαρμογή το γνωστό κλισέ περί προτεραιότητας των κυριών – μόνο που ο εμπνευστής του δεν είχε υπόψη του τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Ορμάει λοιπόν η κυρία να περάσει πάντα πρώτη, γιατί πιστεύει ότι ως κυρία προηγείται – προκαλώντας τη γενική αγανάκτηση, αρκετά «μπουκέτα» καθ’ οδόν – και στη χειρότερη, ακόμα και τράκα. Κι άμα στριμωχτεί κι ο τροχονόμος άντρας, του κάνει μέχρι και καμάκι για να γλιτώσει. Και βέβαια κηλιδώνει ανεπανόρθωτα τη φήμη της γυναίκας οδηγού.

Ο «μπαμπά μην τρέχεις»
Ένα από τα καλύτερα είδη οδηγού. Με ένα ή περισσότερα κουτσούβελα στην αγκαλιά ή στην πλάτη, ο καλός πατέρας είναι πάντα και καλός οδηγός. Πρώτον γιατί σκέφτεται τα σπλάχνα του και δεύτερον γιατί κι αυτά του μαθαίνουν χωρίς να το ξέρουν να είναι το ίδιο καλός και στη συμπεριφορά του στο οδόστρωμα. Είναι αυτός που θα σταθεί να περάσουν οι πεζοί, που θα πάει αργά αν έχει νερά ο δρόμος για να μη σε πιτσιλίσει, που θα σταματήσει να πάρει την ηλικιωμένη γειτόνισσα ή να της κουβαλήσει τα ψώνια. Αν είναι και ταξιτζής, ακόμα καλύτερα. Ένας καλός ταξιτζής.

Η «γυναίκα λάστιχο»
Συνήθως, καλή μαμά κι αυτή – κι αν δεν είναι ακόμα μαμά, θα γίνει σίγουρα καλή μαμά αν γίνει μαμά. Είναι η μικρομεσαία εργαζόμενη που τα προλαβαίνει ως διά μαγείας όλα: και δουλειά, και ψώνια, και φροντίδα για τους δικούς της, και σπίτι, και βόλτες, και δραστηριότητες. Άψογη κι αυτή στο οδηγικό σαβουάρ βιβρ – κι αν έχεις την τύχη να τη γνωρίσεις και ως ταξιτζού, θα έχεις πια να το λες. Κορίτσια, εσείς μας κάνετε υπερήφανες.

Ο ταρίφας
Μεγάλη κατηγορία αυτή. Μεγάλη και μπερδεμένη. Διότι εάν δεν πέσεις σε κείνο το μικρό ποσοστό όπου ταρίφας και «μπαμπά μην τρέχεις» ή «γυναίκα λάστιχο» συμπίπτουν, τότε τα πράματα είναι μάλλον ζόρικα. Άμα δε ο ταξιτζής συνδυάζει ολίγον από ταρίφα κι από «άντρα βαρύ κι ασήκωτο» ή «κυρία που προηγείται», τότε την έκατσες. Μπες στο πίσω κάθισμα, βιδώσου, δώσε τελικό προορισμό και βούλωστο. Τώρα το λόγο – και το πρόσταγμα – έχει ο ταρίφας. Εκείνος αποφασίζει πότε και πώς θα πας εκεί που θα πας. Και με πόσα θα πας, εννοείται. Δε θα του καις εσύ τζάμπα τη βενζίνη, αναιδέστατε. Θα την πληρώσεις. Τέντωσε τ’ αυτιά σου καλά και άκου σοφία. Ομιλεί ο παντογνώστης ναούμ.

Ο κλαρινογαμπρός
Εξαιρετικό ταλέντο στο να τρώει τα λεφτά των άλλων – εν προκειμένω, του πατέρα και της μάνας του. Σκάει μύτη στην πλατεία του χωριού με 4 επί 4 τζιπάρα αεροδυναμική και απαστράπτουσα για να πάει απ’ το σπίτι μέχρι το περίπτερο του μπαρμπα – Μήτσου για φιλτράκια. Κι οπωσδήποτε πρέπει να μάθουμε τα μουσικά του γούστα: σταθερά κάτι ανάμεσα σε τουρκομπαρόκ και μέταλ τσιφτετέλι. Όπα σινανάι νάι.

Ο μπάρμπας
Ένα από τα πιο ύπουλα και επικίνδυνα όντα που κυκλοφορούν στο οδόστρωμα: συνήθως ανάμεσα στα προτελευταία και τελευταία «-ήντα», ο μπάρμπας καβαλάει συνήθως ένα κατασκεύασμα αμφιβόλου προελεύσεως, ηλικίας και προορισμού ύπαρξης. Είναι κάτι ανάμεσα σε πειραγμένο τρίκυκλο, προϊστορική βέσπα ή αρχαϊκή μοτοσικλέτα με τη συρόμενη οβίδα στο πλάι, σαν αυτές που οδηγούσαν οι Γερμανοί στην κατοχή. Όπως είναι φυσικό, αδυνατεί να αναπτύξει ταχύτητα πάνω από 20 περίπου χιλιόμετρα την ώρα, αλλά παρ’ όλα αυτά επιμένει να οδηγεί περίπου στο κέντρο του δρόμου. Ένα εκκωφαντικό «πρρρρρρρ» και ντουμάνι το καυσαέριο – πιθανόν το όχημα να καίει και κλάρες. Από το στόμα του εκλύεται εσάνς τσίπουρου. Και φυσικά δε σ’ αφήνει να τον προσπεράσεις. Κι αν τελικά τα καταφέρεις, σου επιφυλάσσει ελληνικότατο μπουκέτο μαζί με μια εγκάρδια ευχή.

Ο «Ν»
Θα μπορούσε να σημαίνει «νεοφώτιστος». Ο έρμος ο νέος οδηγός, παιχνίδι και παραμάζωμα του ταρίφα, του ασήκωτου, της «ανεξάρτητης» - που του κορνάρουν αλύπητα επειδή αργεί ο φουκαράς και τον στολίζουν με φάσκελα και χάχανα πίσω από το κόκκινο «νι» που κουβαλάει σαν άδικη κατάρα. Κουράγιο φίλε, κάνε υπομονή και θα παλιώσεις και συ.

Μαθαίνει πολλά κανείς πίσω απ’ το παρμπρίζ. Για να μη μπείτε λοιπόν και σεις και μπω και γω σε καμιά κατηγορία που δε μας αρέσει, ας φοράμε όλοι τη ζωνίτσα μας σαν καλά παιδιά, ας κάνουμε κι ένα σταυρό να βρίσκεται κι ας αφήνουμε για λίγο τα νευράκια στην άκρη, όσο οδηγούμε. Καλά γκάζια!

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Vamonos

«…Vamonos donde nadie nos juzgue 
donde nadie nos diga que hacemos mal 
vamonos alejados del mundo 
donde no haya justicia ni leyes ni nada 
nomas nuestro amor…»
   Το ίδιο βράδυ που σε αποχαιρετίσαμε ήρθες μπαμπά. Ήταν Σάββατο ήδη. Τελευταία φορά που σ’ άκουσα ήταν Τετάρτη – μας πήρες όλους έναν έναν τηλέφωνο, λες και το ήξερες. Στο’ χε υποσχεθεί πριν λίγες μέρες ο φίλος σου ο αη Νικόλας ότι σε λίγο θα σου περάσουν όλα. Έστελνα και ξαναέστελνα μηνύματα την Πέμπτη, είχες όμως ήδη βαρύνει. «Βούλα μου κουράγιο, κατέληξε ο μπαμπάς» άκουσα από το τηλέφωνο ξημέρωμα Παρασκευής. Κι ύστερα, η ησυχία. Αυτή η αμείλικτη που συνοδεύει τον αποχαιρετισμό. Τότε κατάλαβα ότι έλειπες – ότι πια πάντα θα έλειπες μπαμπά. Σάββατο βράδυ πια το συνειδητοποίησα. Τότε που σε φιλήσαμε και σε χαϊδέψαμε για τελευταία φορά. Τότε που έφυγαν όλοι. Δε θα ξαναρχόσουν πια κάθε βράδυ πρώτος να μου πεις καληνύχτα. Δε θα ξαναπίναμε κυριακάτικο καφεδάκι με καλαμπούρια κι ιστορίες από τα καράβια. Θα έψαχνα πια να βρω το μπλε των ματιών σου σε φωτογραφίες. Τότε το κατάλαβα. Όταν έφυγαν όλοι. Και τότε έκλαψα. Και κλαίγοντας με πήρε ο ύπνος.
   Τότε βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε κάτι σαν ανοιχτό, ιπτάμενο ελικόπτερο – εγώ και ο αόρατος κυβερνήτης του – κι ήταν λέει μέρα και καλοκαίρι. Και πετούσαμε πάνω από μια αφρισμένη αλλά ακύμαντη θάλασσα – κι ένιωθα δροσιά στα μάγουλά μου και μυρωδιά θάλασσας στα ρουθούνια μου, κι αυτό μου άρεσε και με παρηγορούσε. Κι από κάτω μας ξαφνικά ένα ολοκαίνουργιο, κάτασπρο καράβι – άγνωστο αν ήταν εμπορικό ή επιβατικό, πάντως ήταν πανέμορφο – κι έτρεχε σαν παπί πάνω στη θάλασσα. Και στο κατάστρωμα κόσμος που πηγαινοερχόταν, καθάριζε και σημαιοστόλιζε το καράβι – κι από τα μεγάφωνα ακουγόταν ολοκάθαρα η μουσική και σε λίγο η φωνή του Miguel Aceves Mejía «Vamonos…» - αγαπημένο σου.. Και σε βλέπω ολοζώντανο, στη μέση – ένα νέο παιδί, με ξανθά κυματιστά μαλλιά, ροδοκόκκινο, γερό, γελαστό – με άσπρο μακό, άσπρο τζην, αθλητικά παπούτσια – ίδιο ναυτάκι – που ωστόσο φαινόσουν να κυβερνάς το όμορφο πλεούμενο και να δίνεις σε όλους οδηγίες – και προπάντων χαρά, ήσουν γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό κι όλοι γύρω σου σε έβλεπαν στα μάτια και γέμιζαν και κείνοι χαρά. Δε με κοίταξες, δεν άκουγα καθαρά τη φωνή σου μπαμπά – όμως ένιωσα τη χαρά σου. Κατάλαβα. Και χαμογέλασα και ξύπνησα μ’ ένα χαμόγελο.
   Μπαμπά μου σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Τώρα ξέρω.


Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Για τον ήρωα Βασίλη Λάσκο

Οι Σκιαθίτες θυμούνται ακόμα τον αξέχαστο ποιητή και σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκο να απαγγέλλει με θέρμη και συγκίνηση, από το δεσποτικό των Τριών Ιεραρχών, το ποίημα που έγραψε ο ίδιος για τον ήρωα αδερφό του:
Ορέστης Λάσκος

"Μάνα μου χωριάτισσα, κυρα-Παμεινώνταινα, κυρα-Μαριγώ,

απ' τα τέσσερα σερνικά βλαστάρια σου
στα στερνά σου απόμεινα τώρα μόνο εγώ
Μάνα μου χωριάτισσα, κυρα-Παμεινώνταινα, κυρα-Μαριγώ,
κι αχ, εσείς, αλί μου, τρισαλί
του χωριού μοιρολογήστρες,
θεια-Μηλίτσα, θεια-Σμαρούλα, θεια-Καλή,
με πικρά τα λόγια σαν αλόη
τούτη την ατέλειωτη βραδιά
γύρετε τριγύρω μου, κι αντάμα με στηθοκοπήματα βαριά
αρβανίτικο να στήσουμε μοιρολόι
θεια-Μηλίτσα, θεια-Σμαρούλα, θεια-Καλή
κλάψτε πάλι το Λασκέικο το σόι
Τι στο πέλαγο κατάντικρυ,
στα Σκιαθίτικα ακρογιάλια 
του Σταυρού μιαν ήρεμη βραδιά 
αχ, ο Βάσος μας σκοτώθηκε
πολεμώντας σα λιοντάρι για τη λευτεριά
Αχ, ο Βάσος μας σκοτώθηκε!
Αχ, ο Βάσος πάει μας πια
Το μαντάτο τούτο το φριχτό
τ' άρπαξαν του πέλαγου τα κύματα
τ' άρπαξαν και οι γλάροι στον αγέρα
και το κάνανε τραγούδι θλιβερό
και το κάνανε τραγούδι και το σκόρπισαν
πέρα ως πέρα
κι έλεαν για το σκοτωμένο παλικάρι
και τα κύματα, και οι γλάροι,
και τ' ακούσαν τα παιδάκια που τον γνώριζαν
και τον αγαπούσανε σαν φίλο τους
και τον παίζαν πότε-πότε στο κρυφτό
κι έτρεξαν και κρύψανε τα κεφαλάκια τους
στης μητέρας τους τον κόρφο
κι αναλύθηκαν σ' αναφιλητό
τα παιδάκια, με τα αγνά καθάρια μάτια τους
που μαζί του παίζαν το κρυφτό...
Και τ' ακούσαν κι οι γυναίκες που τον λάτρεψαν
κι ως εικόνισμα ιερό λαμπρή φυλάγαν τη μορφή του
στην καρδιά τους σκαλιστή,
και σφαλίξανε τα σπίτια τους,
και μαυροφορέσανε, και κλαίγανε
για τη μοίρα τη φριχτή
οι γυναίκες που τον λάτρεψαν
ομορφάντρα, και λεβέντη, κι εραστή...
Και τ' ακούσαν και στα υδραίικα τ' ακρόγιαλα
μπουρλοτιέρηδες, ναυμάχοι του εικοσιένα
και ξαναζωντάνεψαν και πάλι,
και καμάρωσαν τη ράτσα τη ρωμαίικια,
οι Μιαούληδες, Τομπάζηδες, Σαχτούρηδες,
και σηκώσαν με περφάνια το κεφάλι,
και μια θέση του ετοιμάσαν στην παρέα τους
οι Μιαούληδες, Τομπάζηδες και οι άλλοι!
Θεια-Μηλίτσα, θεια-Σμαρούλα, θεια-Καλή
τα σπαρακτικά σας πάψτε λόγια!
Παλικάρι σαν το Βάσο μας
δεν του πρέπουν μοιρολόγια...
Το κλαρίνο, το λαγούτο, το βιολί 
φέρτε Ελευσινιώτες μου πατριώτες,
και στο κλέφτικο τραγούδι να το στήσουμε,
τούτη την ατέλειωτη βραδιά,
σαν και τότες, οπού ζούσε!
Σαν και τότες...
Μάνα μου χωριάτισσα, κυρα-Παμεινώνταινα, κυρα-Μαριγώ,
έτσι, σαν το Βάσο μας 
άμποτες να πέθαινα και γω!"

Ορέστης Λάσκος
Ορέστης Λάσκος










Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Μια πιατοθήκη ιστορίες

   Είπα ν’ αφήσω λίγο τα θλιβερά που μας περιστοιχίζουν – και που θα τα φάμε και πάλι σε λίγο στη μάπα ούτως ή άλλως. Ο καθένας τα δικά του κι όλοι μαζί ολωνών. Είπα λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας ένα από τα πολλά μικρά, όμορφα και γοητευτικά που συμβαίνουν πολλές φορές κάτω απ’ τη μύτη μας και δεν τα παίρνουμε χαμπάρι.
   Σε πολλές από τις καθημερινές βόλτες στη θάλασσα με την τετράποδη κόρη μου ανακαλύπτουμε μικρούς φυσικούς «θησαυρούληδες»: κοχύλια, γυαλάκια, κομμάτια από κεραμεικά και σπαράγματα από παλιά πιάτα. Με χρωματιστά σχέδια απαράμιλλης τέχνης, πολλές φορές και με κάποια στάμπα ή λογότυπο που μαρτυράει την καταγωγή τους.
   Πάντα πίστευα ότι τα παλιά πιάτα ήταν ανέκαθεν είδος σε αφθονία σ’ αυτό το νησί. Δίνω μια εξήγηση που ίσως έχει μια βάση. Σ’ όλες τις φάσεις της ιστορίας της, η Σκιάθος ζούσε από τη ναυτοσύνη. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε καπετάνιο ή έστω ναύτη. Και οι ξενιτεμένοι έφερναν πολλές φορές είδη προίκας, δηλαδή είδη σπιτιού, όπως υφάσματα, ραπτικά είδη, κουζινικά και φυσικά πιάτα. Ντουζίνες. Και πάντα πιάτα φερμένα συνήθως από την Ευρώπη. Εκλεκτές πορσελάνες, χάρμα οφθαλμών – πραγματικά έργα τέχνης. Έρχονταν μετά φανών και λαμπάδων, έβγαιναν από το ναυτικό μπαούλο κι έμπαιναν ευλαβικά στο μπαούλο του νοικοκυριού. Γιατί συνήθως προορίζονταν για τις «καλές» περιστάσεις: για καθημερινή χρήση συνήθως υπήρχαν πήλινα, τσίγκινα ή άλλα σκεύη πιο απλά (ανάλογα πάντα και με τον προϋπολογισμό και την κοινωνική θέση του σπιτιού, ε;) Κάποιοι έτρωγαν καθημερινά στο πλουμιστό εγγλέζικο πιάτο τους με μαχαίρι και πηρούνι, κάποιοι άλλοι – οι πολλοί – ό, που βόλευε, πολλές φορές στο πόδι γιατί το μεροκάματο έτρεχε. Με δυο λόγια, το παλιό πλουμιστό πιάτο θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κάτι σαν συνώνυμο της αφθονίας, του πολιτισμού (αν σκεφτεί κανείς και την ευρωπαϊκή καταγωγή του), της «κοινωνικής ανόδου»..
   Δεν είναι λίγες επίσης οι φορές που βλέπει κανείς τέτοια πιάτα να στολίζουν τους εξωτερικούς τοίχους των εξωκκλησιών.
   Δεν ξέρω από πού κληρονομήσαμε αυτή τη συνήθεια. Κάποτε άκουσα ότι οι χτίστες που δούλευαν στα νέα εξωκκλήσια – και που κουβαλούσαν κάθε μέρα το κολατσιό τους, μαζί και το πιάτο τους – όταν τέλειωναν το σοβάτισμα κολλούσαν συμβολικά το πιάτο τους στον τοίχο του εξωκκλησιού.
   Γιατί όμως οι αμμουδιές – κυρίως όσες βρίσκονται κοντά στον οικισμό – είναι γεμάτες από τέτοια σπαράγματα; Μου φάνηκε παράξενο να φαντάζομαι γιαγιάδες, θείες και γειτόνισσες, που φύλαγαν ως κόρη οφθαλμού αυτούς τους πορσελάνινους θησαυρούς και τους κρατάνε μέχρι σήμερα, να τα σπάνε και να τα πετάνε έτσι απλά εδώ και κει. Κι όμως η μητέρα μου θυμάται πολύ καλά ότι σαν κοριτσάκι έπαιζε συνήθως με τις φίλες της με τέτοια χρωματιστά κομματάκια, που βρίσκονταν άφθονα σκορπισμένα στα χώματα, στα παρτέρια και στις ακρογιαλιές κοντά στο σπίτι τους. Ο κόσμος μετά τον πόλεμο είχε γεμίσει σπασμένα πιάτα.
   Μα γιατί; Κι όμως, υπήρχε εξήγηση: ήταν κι αυτό ένα θλιβερό απομεινάρι της κατοχής. Τα σπασίματα ήταν μια από τις πολλές καθημερινές συνήθειες των κατακτητών. Οι Γερμανοί όποτε γούσταραν έκαναν ξαφνικές εφόδους και επιθεωρούσαν. Έψαχναν – ποιος ξέρει τί – ή απλά ήθελαν να τρομοκρατήσουν και να φανούν κυρίαρχοι. Έμπαιναν, ψαχούλευαν, έκαναν πάντα και μερικές ζημιές – για να σπάσουν τον τσαμπουκά του νοικοκύρη – και στην καλύτερη περίπτωση απλώς έφευγαν. Πριν φύγουν όμως έδιναν συνήθως και μια αποχαιρετιστήρια κοντακιά – με το πίσω μέρος του όπλου – στην πιατοθήκη, αν έβλεπαν να υπάρχει τέτοια. Μπουκάρισαν μια μέρα στο σπίτι της νεόνυμφης τότε γιαγιάς μου, της συνονόματης, είδαν τα πιάτα να στολίζουν την πιατοθήκη, είδαν και τη φωτογραφία του προπάππου με την περήφανη μουστάκα – κι έδωσαν μερικές γερές της πιατοθήκης, κι άλλη μια στο τζάμι της φωτογραφίας, και τα διέλυσαν – και τότε πρόσεξαν τη γριά ψυχομάνα της που έτρεμε από φόβο, είδαν και το νυφικό απλωμένο ακόμα σε μια καρέκλα – «νύφη, νύφη» μούγκρισε ο ένας Γερμαναράς – και τότε αποφάσισαν να γκρεμοτσακιστούν και να φύγουν.
   Γιατί όμως τα πιάτα; Μα νομίζω για όλα τα παραπάνω: τα πιάτα – και μάλιστα, τέτοια πιάτα – ήταν συνώνυμο της αφθονίας, της καλοπέρασης, της χαράς της ζωής. Αυτό ειδικά το τελευταίο ήταν αυτό ακριβώς που ήθελαν να καταπνίξουν στη συνείδηση του Έλληνα οι κατακτητές. Ήταν ένα ειρωνικό «δεν τα χρειάζεστε αυτά!...».
   Μετά από αυτά, είδα με ακόμα πιο πολλή αγάπη αυτά τα σκορπισμένα κομματάκια. Και τα άφησα να μου πουν την ιστορία τους.
   Αυτό – το να διαβάσεις την ιστορία ενός σπαράγματος – δεν είναι εύκολη δουλειά. Ειδικά αν δεν ξέρεις τί σου γίνεται. Τα πράγματα βέβαια αλλάζουν, αν έχεις την τύχη να ανακαλύψεις κάπου ένα σημάδι διαφωτιστικό. Μια χρονολογία, μια σφραγίδα, κάτι.
   Να μερικά. Μοναδικά και υπέροχα όλα. Ένα έμπειρο μάτι μπορεί και να καταλάβαινε περισσότερα.
Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω, ξεχώρισα αυτά τα τρία κομματάκια που είχαν πάνω τους κάποιο λογότυπο, μήπως και βρω μια άκρη.
Τα τρία λογότυπα ήταν περίπου τα εξής: 1. SUOMI FINLANDIA, 2. DAVENPORT, 3. …OCH (BOCH ίσως; Ή κάτι τέτοιο).

Επιστράτευσα λοιπόν το ψαχτήρι του διαδικτύου. Και τί δε βρήκα..

Πάμε για το πρώτο:
SUOMI FINLANDIA

“Suomi” γενικά σημαίνει «Φινλανδία» ή «φινλανδική γλώσσα»: είναι σήμα κατατεθέν δηλαδή της χώρας αυτής. Το κομματάκι όπως έδειξε το ψαχτήρι ήταν τμήμα του λογοτύπου της εταιρείας ARABIA SUOMI FINLANDIA, που ολόκληρο ήταν κάπως έτσι:
Το λογότυπο άλλαξε κατά καιρούς, ενώ στα χρόνια μεταξύ 1932 – 1949 είχε τη μορφή στην οποία το βρήκαμε – άρα να και η ηλικία του κομματιού…
   Η εταιρεία Arabia ιδρύθηκε στη Φινλανδία κοντά στην πρωτεύουσα, το Ελσίνκι, το 1873 από τη σουηδική εταιρεία Rörstrand. Οι Σουηδοί επέλεξαν την Φινλανδία λόγω της εγγύτητας με τη Ρωσία, γιατί ήθελαν να επεκτείνουν και κει το εμπόριό τους. Σε λίγα χρόνια η Arabia παρήγαγε τα μισά πιατικά της Φινλανδίας – πήγε καλά δηλαδή. Τη διηύθυνε ο Σουηδός Gustav Herlitz. Έφτασαν να παράγουν έργα κεραμεικής, είδη σπιτιού και υγιεινής, μέχρι και τούβλα οικοδομής.
   Κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο η Arabia πέρασε σε φινλανδικά χέρια, και μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου είχε γίνει η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής και εξαγωγής πορσελάνης σε όλη την Ευρώπη. Μετά απ’ αυτά, η τότε μητρική εταιρεία Rörstrand επιδίωξε και πέτυχε τη συνεργασία με την άλλοτε θυγατρική της Arabia.
   Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η Arabia παραδοσιακά συνεργάζεται με καλλιτέχνες και κορυφαίους σχεδιαστές, όπως με τον Kaj Franck τη δεκαετία του ΄40, ο οποίος σχεδίασε τη σειρά ειδών πορσελάνης «Kilta», τον Ulla Procopé (1921-1968) που σχεδίασε μερικά από τα πιο δημοφιλή κομμάτια εφυαλωμένης κεραμεικής της εποχής, όπως τα «Valencia» (1960) και τα «Ruska» που βγήκαν αργότερα (1978-79), και τον Birger Kaipiainen (1970). Στη δεκαετία του ΄90 η Arabia θα βγάλει μερικές συλλεκτικές κούπες, τις Moomin Mugs, από το ομώνυμο καρτούν. Σήμερα η εταιρεία ανήκει στον όμιλο Iittala.
   Για να δούμε τώρα το δεύτερο κομματάκι..

DAVENPORT

   Εδώ έχει πολύ ψωμί. Καταρχάς, καταλάβατε ότι μπλέξαμε με τη μαμά Αγγλία. Πασίγνωστα τα εγγλέζικα πιάτα απ’ την εποχή του Παπαδιαμάντη. Αποικιοκρατία κάργα. Εξ ου και τα λιονταράκια και οι κορώνες και όλα τα τζάτζαλα και μάτζαλα που θυμίζουν ότι οι εκλεκτοί μας σύμμαχοι από τα παλιά πάντα ένιωθαν λίγο «αυτοκράτορες». Τέλος πάντων: εδώ έχουμε δύο σφραγίδες. Μία τυπωμένη με μελάνι και με όλα τα σέα και τα μέα, και μία εγχάρακτη (που έγινε πιθανότατα προτού πήξει το υλικό του κεραμεικού). Παρατηρώντας καλύτερα την εγχάρακτη σφραγίδα, εκτός από την όρθια άγκυρα και το ημικυκλικό λογότυπο, βλέπει κανείς στην κορυφή τον αριθμό 6, άλλο ένα 5(;) αριστερά της άγκυρας, κι από κάτω γράφει… Έλα μου ντε, τί γράφει; Άμα το βρείτε, θα σας δώσω το μισό.
   Τέλος πάντων. Για να δούμε μερικά ιστορικά κι αυτής της εταιρείας:

   Ο John Davenport, γεννημένος το 1765, ξεκίνησε να δουλεύει σε αγγειοπλαστείο σαν εργάτης το 1785 και σαν συνέταιρος αργότερα με τον Thomas Wolfe of Stoke. Απέκτησε το δικό του αγγειοπλαστείο στο Longport το 1794, όπου έφτιαχνε πήλινα σκεύη. Το 1830 ο John αποσύρθηκε, οπότε ανέλαβαν τα βλαστάρια του Henry και William μέχρι το 1835 – που ο ένας υιός, ο Henry, πεθαίνει. Τότε η φίρμα γίνεται William Davenport and Company. Ο William με τη σειρά του ζει και βασιλεύει ως το 1869, οπότε αναλαμβάνουν οι δικοί του γιοι. Αυτοί θα κρατήσουν την εταιρεία στην οικογένεια Davenport ως το 1887.
   Γενικά η Davenport παρασκεύαζε διάφορα πήλινα είδη, πορσελάνες και γυαλικά. Εδώ βέβαια όταν λέμε «πήλινα», δε σημαίνει ντε και καλά ότι μιλάμε για αγγεία που θυμίζουν αρχαίους ελληνικούς αμφορείς με το γνωστό χωμάτινο χρώμα – ή τους τρόπους και τις τεχνοτροπίες που είχαν αναπτύξει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να τα διακοσμούν. (Σόρι, ντίαρ, αλλά σ’ αυτό τουλάχιστον δε μπορέσατε να μας αντιγράψετε). Πάντως, χοντρικά, τα κεραμεικά χωρίζονται σε είδη ανάλογα με τη θερμοκρασία ψησίματος: σήμερα, ας πούμε, τα απλά πήλινα (earthenware) ψήνονται στους 1000 με 1200 βαθμούς Κελσίου, τα λεγόμενα stoneware στους 1100 με 1300, ενώ οι πορσελάνες στους 1200-1400. Σε αντίθεση με τον ταπεινό πηλό που μπορεί να βγει απλά από τη γη, η πορσελάνη αποτελείται αποκλειστικά από τον υαλοποιημένο καολίνη, ένα λευκό αργιλοπυριτικό ορυκτό που μας ήρθε από την Κίνα (κάο λιν στα κινέζικα σημαίνει «ψηλό βουνό»). Και βέβαια είναι πολύ πιο ακριβή.
   Κι εδώ έρχεται να κάνει το θαύμα του το εγγλέζικο εμπορικό δαιμόνιο: η αριστοκρατική πορσελάνη δε θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς σε είδη καθημερινής χρήσης. Επινοήθηκε λοιπόν μια μέση λύση, που εξασφάλιζε ωραία εμφάνιση αλλά και προσιτή τιμή. Για πρώτη φορά οι Άγγλοι αγγειοπλάστες εισάγουν στην αγορά τα κεραμικά τύπου «ironstone»: ο όρος «ironstone» ή «ironstone ware» ή «ironstone china» σήμαινε αντικείμενο πήλινο μεν εσωτερικά, αλλά με επιπλέον εξωτερική εφυάλωση, μια επικάλυψη δηλαδή ειδικής αδιαφανούς υαλόμαζας, που το έκανε να μοιάζει πολύ με φίνα πορσελάνη. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ επιτυχημένη «απομίμηση» πορσελάνης. Ο «πατέρας» αυτής της πατέντας ήταν ο Charles James Mason (όχι ο ηθοποιός) που την εισήγαγε το 1813 στο Staffordshire και τον ακολούθησαν και πολλοί άλλοι. Σύντομα, υπήρχαν καμιά 200αριά κατασκευαστές κεραμεικών, ανάμεσά τους βέβαια και η Davenport, που – εκτός από πορσελάνη – παρασκεύαζαν επίσης κεραμεικά τύπου ironstone, σε κάθε μορφή: από πιάτα και λεκάνες μέχρι σουπιέρες, τσουκάλια και σαλτσιέρες. Ακόμα και δοχεία νυκτός, μετά συγχωρήσεως.
   Για να επανέλθουμε όμως στη φίρμα Davenport και στο επίμαχο κομματάκι: για να δούμε πώς εξελίχθηκαν με την πάροδο των χρόνων οι σφραγίδες και τα λογότυπα της εταιρείας πάνω στα διάφορα κεραμεικά.




   Άρα λοιπόν έχουμε ένα κομμάτι «iron stone», μας το λέει η σφραγίδα άλλωστε… Για να προσπαθήσουμε τώρα να χρονολογήσουμε το κομματάκι μας, μάλλον θα μας βοηθήσει το εγχάρακτο λογότυπο με την άγκυρα: αν υποθέσουμε ότι ο αριθμός στα αριστερά της είναι 5, άρα μάλλον αντιστοιχεί στη χρονολογία 185…
   Κι ένα άλλο κεφάλαιο, μάλλον το γοητευτικότερο στην ιστορία των παλιών κεραμεικών: έχετε αναρωτηθεί αλήθεια τί παριστάνουν όλες αυτές οι παραμυθένιες εικόνες στα παλιά πιάτα; Ένα ενδιαφέρον, πρωτότυπο βιβλίο με τέτοιο θέμα είναι της Elizabeth Collard, The Potters' View of Canada: Canadian Scenes on Nineteenth-Century Earthenware. Εκεί θα δει κανείς ότι ακόμα και στα κεραμεικά της εποχής αποτυπώνονταν κομμάτια ιστορίας, όπως πχ η σταδιακή κατάκτηση – «αποικιοποίηση» του Νέου Κόσμου από τους Άγγλους (κι όχι μόνο), στην προκειμένη περίπτωση η περιοχή του Καναδά. Σε κομμάτια της Davenport απεικονίζεται η «Παναγία των Παρισίων», η «Notre Dame» με τους πύργους της να ανατέλλουν από τον ουρανό του Μόντρεαλ. Μιλάμε βέβαια για το αντίγραφο της Παρισινής «Παναγίας», που άρχισε να οικοδομείται στο Μόντρεαλ του Καναδά από τους ρωμαιοκαθολικούς το 1657. Άλλες, «ανώνυμες» σκηνές που συναντάμε συνήθως εκτός από τα πανταχού παρόντα ανθάκια και λουλουδάκια ήταν και σκηνές εξοχής, σεμνών ερωτικών… περιπτύξεων, αλλά και θρησκευτικής κατάνυξης.
   Γενικά ήθελε χρόνο για να παραχθεί ένα νέο σχέδιο. Δεν υπάρχουν σίγουρες ενδείξεις ότι η Davenport διέθετε «σχεδιαστήριο» στις εγκαταστάσεις της. Υπήρχαν ωστόσο «εξωτερικοί συνεργάτες» γι’ αυτή τη δουλειά, όπως οι γνωστοί Bentley, Wear & Bourne, στους οποίους ανήκουν τα περισσότερα σχέδια που εμφανίστηκαν πάνω στα κεραμεικά της παραγωγής του Staffordshire. Τα σχέδια ήταν αρχικά μονόχρωμα: γαλάζια, ροζ, καφέ, γκρι, μωβ ή μαύρα (όπως το δικό μας). Μάλιστα το απαλό γαλάζιο, όπως συνηθιζόταν αρχικά, στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στο έντονο μπλε – που θεωρούνταν της μόδας τη δεκαετία του 1820 και το προτιμούσε η πελατεία του Καναδά. Στα μονόχρωμα κεραμεικά το περιθώριο αποτελούνταν συνήθως από άνθη, διακοσμητικές ταινίες και διάφορα άλλα «κοσμήματα» όπως λέγονται συνήθως, ενώ η κυρίως «παράσταση», το κυρίως «θέμα» έμπαινε στη μέση. Εκτός από τα μονόχρωμα σχέδια, εμφανίστηκαν αργότερα και τριχρωμίες και τετραχρωμίες. Η Davenport τουλάχιστον παρήγαγε πολύχρωμα κεραμεικά ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1830. Ένα τέτοιο πιάτο της εταιρείας με τυπωμένη χρονολογία, 1836, περιέχει μια σκηνή από τη νουβέλα «Waverley» του Sir Walter Scott. Άλλη σειρά της Davenport του 1835 που περιλαμβάνει σερβίτσιο δείπνου, πάλι με πολύχρωμα σχέδια, περιγράφεται στους καταλόγους ως «Coloured Muleteer», κάτι σαν «Έγχρωμος Ημιονηγός» δηλαδή… Η ονομασία της σειράς, Muleteer, εμφανίζεται συχνά στα λογότυπα της εποχής. Δεν ξέρω τί σήμαινε πραγματικά η εικόνα του συμπαθούς μουλαρά για τους καλοφαγάδες της εποχής, αλλά σίγουρα ομόρφαινε το δείπνο τους.

Και πάμε στο τρίτο κομματάκι:



…OCH

   Αυτό πραγματικά ήταν το τρίτο και φαρμακερό. Με το μεγαλύτερο μέρος του λογότυπου κατεστραμμένο, αυτό το κομματάκι το ρημάδι μ’ έκανε να πονοκεφαλιάσω μέρες. Με μόνιμο σύμμαχο το ψαχτήρι του διαδικτύου, άρχισα να προσπαθώ να συνδυάσω τα ελάχιστα στοιχεία που μου έδινε μαζί με μπόλικη φαντασία και πολλή τύχη. Όταν δεν έχεις στοιχεία, τι κάνεις; Απλά αυτοσχεδιάζεις. Άρχισα λοιπόν να δοκιμάζω ποια θα μπορούσε να είναι η υποθετική φίρμα του μυστηριώδους κομματιού, αλλάζοντας απλά το πρώτο γράμμα – με την προϋπόθεση ότι δεν προηγούνται άλλα γράμματα, έτσι;... Άρχισα λοιπόν: DOCH; POCH; TOCH; LOCH; BOCH;
BOCH!!!
Στη στιγμή το ψαχτήρι μου έδωσε την παρακάτω εικόνα:

    Αποκάλυψη! Να λοιπόν πού ανήκε το κομματάκι. Ολόκληρη η επωνυμία της εταιρείας λοιπόν: η γνωστή VILLEROY& BOCH (που εμένα μου έπεσε μόνο το …OCH και με παίδεψε τόσο) κι από δίπλα κάπου σφήνα και κάποια METTLACH... Κι ένα «Made in Germany» φαρδύ πλατύ.
      Για να πειστείτε, δείτε καλύτερα δίπλα δίπλα το επίμαχο κομματάκι και τη μορφή που είχε το       λογότυπο της VILLEROY& BOCH μεταξύ 1874 και 1909:

  

Να και το περίγραμμα γύρω από το BOCH, να και τα φιδάκια γύρω από το ραβδί του Ερμή... Θεός του εμπορίου ο Ερμής, δε θα μπορούσε να λείπει από το σήμα μιας επιτυχημένης εταιρείας. Να λοιπόν που το κομματάκι μας είναι και υπεραιωνόβιο. Γιατί αν το συγκρίνει κανείς με τις διάφορες παραλλαγές του λογότυπου στις διάφορες χρονικές φάσεις, μ’ αυτήν εδώ μοιάζει εκπληκτικά.
   Αλλά για να τα δούμε όλα από την αρχή.

VILLEROY& BOCH

   Η ιστορία της εταιρείας ξεκινά στο μικρό χωριό Lorraine της κοινότητας Audun-le-Tiche, στην περιοχή Moselle στο βορειοανατολικό άκρο της Γαλλίας – στα σύνορα με τη Γερμανία και το Λουξεμβούργο. Για την ιστορία: το όνομα Audun προέρχεται από το Awedeux, σαν φωνητική μετεξέλιξη του λατινικού Aquaeducta (υδραγωγείο), και το δεύτερο μέρος του ονόματος, le Tiche, μια μετεξέλιξη του Thieux, που σημαίνει «ο Γερμανός» - προφανώς λόγω της γειτονίας με την πατρίδα των συμπαθών Γερμανών... Εκεί λοιπόν ο πεπειραμένος αγγειοπλάστης François Boch μαζί με τους τρεις γιους του ίδρυσαν μια εταιρεία κεραμοποιίας το 1748. Το 1766 οι Boch έλαβαν άδεια να ανοίξουν νέα επιχείρηση στο Septfontains, στο γειτονικό Λουξεμβούργο, η οποία παρασκεύαζε πορσελάνες. Να το λοιπόν το συνθετικό BOCH...
   Για να δούμε τώρα και το VILLEROY... Το 1785 ο επίσης Γάλλος παρασκευαστής κεραμεικών Nicholas Villeroy γίνεται ο μοναδικός ιδιοκτήτης εργοστασίου πορσελάνινων ειδών στο Wallerfangen της Γερμανίας. Στο μεταξύ, ο 1812 ο νεαρός Jean – François Boch ξεκίνησε την κατασκευή καμίνων κεραμοποιίας στη γειτονική πόλη Mettlach – πολύ κοντά στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο. Το 1824 ο Boch ξεκίνησε τη μεταφορά εγχάρακτων παραστάσεων από χάλκινες πλάκες σε πορσελάνινες επιφάνειες με εκτύπωση. Στις 14 Απριλίου του 1836 ο νεαρός Boch και ο «κοντοχωριανός» ανταγωνιστής του, Villeroy, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συγχώνευση – κι έτσι προέκυψε η φίρμα Villeroy & Boch (V & B, ή απλά VB...)
Στο εξής, λοιπόν, η κύρια δράση της εταιρείας μεταφέρεται στη Γερμανία – και συγκεκριμένα στο Mettlach. Σε τρεις τομείς επεκτείνεται η δραστηριότητά της: πορσελάνες οικιακής χρήσης, πλακάκια και υδραυλικά.

   Οι εγκαταστάσεις στο Mettlach στήθηκαν στο χώρο ενός πρώην αββαείου των Βενεδικτίνων, κοντά στον ποταμό Saar της δυτικής Γερμανίας. Αν και ήταν ένα από τα πολλά εργοστάσια της Villeroy & Boch, ωστόσο κατείχε τα πρωτεία σε αξία και ποιότητα. Ο τοπικός προσδιορισμός «METTLACH» πάνω στα κεραμεικά της V & B προσέδιδε επιπλέον πόντους ποιότητας.

 

   Το 1886 το εργοστάσιο του Mettlach άρχισε να χρησιμοποιεί μια τεχνική διακόσμησης μικρότερου κόστους, βασισμένη σε μια διαδικασία που επινόησαν οι Άγγλοι. Αυτή περιλάμβανε τη χρήση λιθογραφημένων σχεδίων πάνω σε μεταλλικές πλάκες, από τις οποίες κατόπιν το σχέδιο με όλα του τα χρώματα μεταφερόταν σε χαρτί. To κεραμεικό τότε δεχόταν πρώτα την ειδική εφυάλωση, ψηνόταν, κατόπιν τοποθετούνταν επάνω το τυπωμένο χαρτί με το πλήρες σχέδιο, οπότε ακολουθούσε δεύτερη διαφανής εφυάλωση και τελικό ψήσιμο. Αυτή ήταν η τεχνική P.U.G. (Print Under Glaze). Υπήρχαν και περιπτώσεις που εκτυπωνόταν με λιθογραφία ένα αρχικό πρόχειρο σχέδιο στο χαρτί, κι όταν αυτό τοποθετούνταν πάνω στο κεραμεικό τα χρώματα προστίθονταν με το χέρι. Επειδή γενικά αυτή η τεχνική περιλάμβανε πολύ λιγότερη χειρωνακτική δουλειά, η τελική τιμή πώλησης του κεραμεικού έπεφτε μέχρι και στο 1/3 της αρχικής. Εξάλλου, αυτός ο τρόπος επέτρεπε και την παραγωγή μεγάλου αριθμού «ακριβών αντιγράφων» του αρχικού σχεδίου.
   Ανάμεσα στις καινοτομίες που επιτεύχθηκαν στο Mettlach στο τέλος του 19ου αιώνα, ήταν και η παρασκευή του υλικού phanolith (φανόλιθος), ενός είδους ημιδιαφανούς πορσελάνης που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της «καμέας», που συνήθιζαν οι γλύπτες των ελληνιστικών χρόνων, και της τεχνικής «pâte-sur-pâte» - που ήδη είχαν επινοήσει οι Γάλλοι κατά λάθος, προσπαθώντας να αντιγράψουν μια τεχνική των Κινέζων αγγειοπλαστών. Ο φανόλιθος δηλαδή δεν ήταν παρά μια τεχνητή απόδοση της «καμέας» των αρχαίων. Η καμέα ήταν μια τεχνική μικρογλυπτικής που εκμεταλλευόταν τη χρωματική διαστρωμάτωση φυσικών ορυκτών, όπως ο όνυχας και ο ίασπις. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: λευκές συνήθως ανάγλυφες μορφές, πάνω σ’ ένα σκούρο φόντο άλλου χρώματος αναλόγως του χρησιμοποιούμενου υλικού. Τώρα, στην εποχή του φανόλιθου, υπήρχε ήδη το χρωματιστό υπόβαθρο, αλλά οι μορφές δεν σκαλίζονταν, αλλά «χτίζονταν» σιγά σιγά με πινέλο και με λευκό υγρό άργιλο.
    Δημιουργός της «πατέντας» του φανόλιθου ήταν ο Jean Baptiste Stahl, ο επικεφαλής του τομέα σχεδιασμού της Villeroy & Boch. Η τεχνική αυτή κέρδισε για πρώτη φορά τη γενική αποδοχή στην έκθεση Exposition Universelle του Παρισιού το 1900...

   Πραγματικό ταξίδι στην Ευρώπη του 1900. Σε μια εποχή αναταραχών, πολέμων, περιπέτειας, αλλά και δραστηριότητας, προόδου, καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με αφορμή μόνο και μόνο αυτά τα τρία ταπεινά κομματάκια πορσελάνης – που ταξίδεψαν, ήρθαν στο νησί, στολίστηκαν, καμάρωσαν, είδαν γάμους και γλέντια, είδαν θανάτους και ερήμωση, είδαν πολέμους, φωτιές και κατακτητές, έσπασαν, τρίφτηκαν, έπεσαν στη θάλασσα κι ανακατεύτηκαν μαζί με τα ταπεινά βοτσαλάκια της αμμουδιάς. Κουβαλάνε όμως ακόμα κάτι από την παλιά τους ομορφιά. Τα ευχαριστώ και τ’ αγαπώ που μου είπαν τη συναρπαστική ιστορία τους.
   Κι ακόμα τα ευχαριστώ για κάτι ακόμα: που μου έμαθαν ότι ο άνθρωπος ό, τι έχει αυτό δίνει. Άλλος παράγει ομορφιά και τέχνη, άλλος μόνο καταστροφή.

Παρασκευή Κουτούμπα Σκιάθος




Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Ο κυρ Αλέξανδρος στην Πάτμο του Θεού (11 χρόνια πριν)

Στους φίλους - και εκλεκτούς δημοσιογράφους (αληθινούς δημοσιογράφους κι όχι "γιαλαντζί" - γεμίσαμε από δαύτους τελευταία) Γιώργο και Μίνα Πούλιου των "Βόρειων Σποράδων", που φιλοξένησαν αυτό το αρθράκι στην εφημερίδα τους - τότε που ήταν έντυπη, στην ακάματη Αθηνά Παπαγεωργίου - την Αθηνά της Σκιάθου - που της χρωστάω πολλά, και στον πολυτάλαντο και σεμνό αδερφούλη μου Κωστή Κουτούμπα. Και πάνω απ' όλα στα υπέροχα παιδιά της Πάτμου - που τώρα θα έχουν μεγαλώσει.
11 χρόνια πριν, τότε που ο κυρ Αλέξανδρος πήγε για προσκύνημα στην Πάτμο του Θεού.

   Περασμένες έντεκα, και το καράβι ρίχνει άγκυρα στο μοναδικό ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού: μπροστά μας, η νυχτερινή Σύρος. Επιβλητική, αρχοντική, με τα μέγαρα και με τους θόλους των εκκλησιών, η χώρα της Σύρου μας μπάζει σιγά – σιγά σε μια ατμόσφαιρα αλλιώτικη και μυστηριακή. Σαν ένας πρόλογος για αυτά που θα ακολουθήσουν… Πέντε – έξι καθολικές καλόγριες, με τα χαρακτηριστικά τους άσπρα κεφαλομάντηλα και με σανδάλια στα πόδια, που μας είχαν συνοδέψει στο ταξίδι από τον Πειραιά, τώρα βιαστικά κατεβαίνουν: η Σύρος είναι ο προορισμός τους. Μοναδική ανάμεσα στα ελληνικά νησιά, απομεινάρι αλλοτινών βαρβαρικών καιρών, η Σύρος μένει μέχρι σήμερα μοιρασμένη ανάμεσα σε δυο δόγματα, δυο κουλτούρες, δυο παραδόσεις.
  Σε δυο – τρία λεπτά, το καράβι σηκώνει και πάλι τη σκάλα: ξεκινάμε. Τα φώτα της Σύρου χάνονται γρήγορα στο σκοτάδι. Ο καιρός είναι γλυκός – αν και η νοτιά είναι ήδη δυνατή. Κι όμως, δεν είναι αρκετή για να σαλέψει, έστω, τον τεράστιο όγκο του καραβιού. Σκάφος καμωμένο για μεγάλες θάλασσες, δυνατό και καλοτάξιδο, ακολουθεί πειθήνια το θαλάσσιο δρόμο του: από τον Πειραιά ως τη Ρόδο, και πάλι Πειραιά.
   Είμαστε ήδη κουρασμένοι: από τη Σκιάθο, αξημέρωτα, βάλαμε πλώρη για την Πάτμο. Ταξίδι μακρύ και πολύωρο: σχεδόν, από τη μια άκρη του Αιγαίου στην άλλη. Καθαρή αποκοτιά… Κι όμως, ο σκοπός άξιζε κάθε κόπο, κάθε κούραση: ήταν απλά μια πρόσκληση, μια τρυφερή επιθυμία μερικών ανθρώπων, που από κει – από την άλλη άκρη του Αιγαίου – λαχτάρησαν να ζήσουν λίγη από τη μυστηριακή μαγεία που εμείς, οι τυχεροί, απολαμβάνουμε πλουσιοπάροχα. Η Πάτμος λαχτάρησε ν’ ακούσει – και να ζήσει – Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
   Ήταν μια από κείνες τις προσκλήσεις που δε μπορείς, δεν επιτρέπεται να πεις «όχι». Και που ξέρεις απ’ την αρχή ότι κάθε δυσκολία, κάθε ταλαιπωρία που σε περιμένει στην πορεία, στο τέλος ανταμείβεται: κι αυτή είναι η πιο γλυκιά ανταμοιβή. Η χαρά και η ευγνωμοσύνη στα μάτια των ανθρώπων.
   Επικεφαλής της «αποστολής», η Αθηνά – η γνωστή μας Αθηνά. Ακάματη εργάτρια του πολιτισμού, αμετανόητη τοπικίστρια, που δουλεύει ακούραστα με μπούσουλα την αγάπη της για τη Σκιάθο του Θεού και του Παπαδιαμάντη. Άπειρες φορές έχει δεχθεί παρόμοιες προσκλήσεις από τις πιο μακρινές γωνιές της Ελλάδας – και όχι μόνο. Και κάθε φορά έχει ανταποκριθεί: χρόνια τώρα, ταξιδεύει μεταφέροντας τη μαγεία του κυρ – Αλέξανδρου, ό, που υπάρχει εύφορη γη. Αυτή τη φορά, συνεργάτης στο ταξίδι της κι ο Κωστής – για να μεταφέρει με τη θέρμη της φωνής του τους ίδιους γλυκούς, μελωδικούς φθόγγους που ψιθύριζε κάποτε κι η άγια ψυχή του κυρ – Αλέξανδρου. Μαζί τους, και γω: όχι για να δώσω – δεν είχα τίποτα να δώσω. Να πάρω θέλησα: να κλέψω λίγη από τη μαγεία.  
   Η ώρα δύο τη νύχτα. Το καράβι μπαίνει στο λιμάνι της Πάτμου: φτάσαμε. Μισοκοιμισμένοι ακόμα, εγκαταλείπουμε θέλοντας και μη τη γλυκιά θαλπωρή του σαλονιού, και φορτωμένοι τα μπαγκάζια μας βγαίνουμε στην αποβάθρα. Μπροστά μας, η Σκάλα με τα νυχτερινά φώτα της. Το επίνειο της Πάτμου, η Σκάλα – η παραλία του νησιού – είναι ο ένας από τους βασικούς οικισμούς της Πάτμου. Με αρκετά ανεπτυγμένη τουριστική κίνηση, ακόμα και το χειμώνα, δε φαίνεται να ξεχωρίζει και πολύ από κάθε άλλη κλασική νησιώτικη παραλία. Αυτό που τραβά αμέσως την προσοχή είναι η χαρακτηριστική αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική: σε μας τους βορειοσποραδίτες, τουλάχιστον, που το μάτι μας έχει συνηθίσει να βλέπει κόκκινα κεραμίδια, κάνει αμέσως εντύπωση. Το κλασικό πατμιακό σπίτι, «πατινιώτικο» (όπως λένε οι ντόπιοι), είναι ένα τετράγωνο σχεδόν κτίσμα από πέτρα, ασβεστωμένο, με επίπεδη ταράτσα και μικρά ξύλινα παράθυρα – με τα παντζούρια από μέσα και τα τζαμωτά απ’ έξω. Πουθενά κεραμοσκεπή. Αντίθετα, παντού υπάρχουν καμάρες: στις εισόδους, στις βεράντες, ακόμα και στις στοές που πολλές φορές σκεπάζουν τα στενά σοκάκια.
   Μπροστά μας, στην είσοδο του λιμανιού, ξεχωρίζει ένας άσπρος, στρογγυλός θόλος: με την πρώτη ματιά νομίζεις ότι πρόκειται για κάποιο εκκλησάκι. Επίτηδες όμως έχει χτιστεί έτσι: δεν είναι παρά η οροφή του κτιρίου που στεγάζει το κέντρο πληροφόρησης της Εξαρχίας Πάτμου. Να που και η Πάτμος, με τη σειρά της, έχει τη δική της μοναδικότητα ανάμεσα στα ελληνικά νησιά. Η εκκλησία της Πάτμου αποτελεί εξαίρεση: διοικείται απ’ ευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο επικεφαλής – ο Έξαρχος της Πατμιακής εκκλησίας – είναι ο ηγούμενος της μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ηγούμενος – και ταυτόχρονα «διοικών» της τοπικής εκκλησίας: ο Αντίπας. Στο πρόσωπό του συγκεντρώνει όλα όσα αποτελούν την οντότητα και την ταυτότητα της Πάτμου. Και σοφά επέλεξε να δημιουργήσει το κέντρο πληροφόρησης μέσα στη μέση της Σκάλας, ώστε να είναι το πρώτο πράγμα που συναντά κανείς όταν πρωτόρχεται στην Πάτμο: ακόμα και για κείνον που έρχεται για πρώτη φορά, εντελώς ανυποψίαστος κι απληροφόρητος για το τι πρόκειται να δει και να γνωρίσει, το Κέντρο του παρέχει την ευκαιρία από την αρχή να μάθει και ν’ ακούσει σωστά, με λεπτομέρειες, όλα όσα είναι στην πραγματικότητα η Πάτμος. Κι έτσι, να τη δει και να τη  γνωρίσει πολύ καλύτερα.
   Η πρώτη ανθρώπινη φιγούρα που συναντάμε, είναι η κυρία Ζαχαρούλα: για μας, είναι η βασική «οικοδέσποινα», μιας και θα μείνουμε στο δικό της ξενοδοχείο. Έχει έρθει η ίδια να μας παραλάβει: γλυκιά, καλοσυνάτη και χαμογελαστή, αποτελεί την πρώτη ζωντανή απόδειξη ότι η ευγένεια και η φιλοξενία σ’ αυτό το νησί ακόμα υπάρχουν ολοζώντανες. Με το αμάξι της, μας πάει ως το ξενοδοχείο – αν και είναι πολύ κοντά στην αποβάθρα. Γρήγορα ανακαλύπτουμε ότι πρόκειται ουσιαστικά για μια μικρή, οικογενειακή βιλίτσα, που φέρει μάλιστα και το όνομα της οικοδέσποινας: «Βίλλα Ζαχάρω»… Η δεύτερη, ευχάριστη έκπληξη, είναι ο αέρας θαλπωρής που αποπνέει ο χώρος της βίλλας. Καμία σχέση με τα κρύα κι απρόσωπα ξενοδοχεία: εδώ νιώθουμε ότι ξανασυναντιόμαστε, μετά από πολύ καιρό, με κάποια αγαπημένη θεία ή ξαδέλφη, που είχαμε να δούμε χρόνια – και που τώρα έχουμε πολλά να πούμε. Κι ας μην έχουμε ξαναπατήσει το πόδι μας στην Πάτμο…


   Η ίδια αίσθηση θαλπωρής και οικειότητας μας συντροφεύει και το επόμενο πρωί. Η κυρία Ζαχαρούλα μας προσφέρει να δοκιμάσουμε το χαρακτηριστικό, πατινιώτικο γλύκισμα – το «πουγκί» – ένα μικρό, γλυκό «πιτάκι» με μαλακή ζύμη και γλυκιά γέμιση από καρύδι και μυρωδικά. Οι ντόπιοι το τηγανίζουν και το μελώνουν, ή το ψήνουν και το πασπαλίζουν άχνη. Το «πουγκί» μοιάζει αρκετά με το δικό μας «χαμαλί»: η βασική διαφορά βρίσκεται βέβαια στην αρχέγονη, σκιαθίτικη τέχνη του λεπτού φύλλου. Φυσικά, το κέρασμα της κυρίας Ζαχαρούλας γνωρίζει άμεση ανταπόδοση: η ακούραστη «πρέσβειρα» της σκιαθίτικης παράδοσης, η Αθηνά – ποιος άλλος; - έχει προνοήσει και γι’ αυτό. Τα σκιαθίτικα «χαμαλιά» κάνουν τη θριαμβευτική τους εμφάνιση στην τραπεζαρία της βίλλας «Ζαχάρω» της Πάτμου…
   Σε λίγο, έρχονται να μας παραλάβουν οι βασικοί οργανωτές της «αποστολής στην Πάτμο». Είναι ένα ζευγάρι: ο κύριος Γιάννης και η κυρία Μαρία. Γελαστοί και πρόσχαροι, μας καλωσορίζουν με πραγματική χαρά. Δεν υπάρχει προσποίηση: η χαρά είναι φανερή στα μάτια τους. Είναι εκπληκτικό το πώς σε κερδίζουν με την πρώτη ματιά: φανερό πως κάποια μυστική ευλογία κυβερνάει αυτό τον ήμερο τόπο. Και να σκεφτεί κανείς πως ούτε ο κύριος Γιάννης, ούτε η κυρία Μαρία κατάγονται από την Πάτμο… Κι όμως, ήρθαν, την αγάπησαν, δέθηκαν μαζί της κι έμειναν. Κι έγιναν κι αυτοί σιγά – σιγά ντόπιοι… Άνθρωποι με βαθιά κουλτούρα – μουσικοί κι οι δυο στο επάγγελμα – που έζησαν χρόνια στο εξωτερικό, κι όμως τώρα ρίζωσαν για τα καλά σ’ αυτή τη μικρή γωνιά του Αιγαίου. Και την αγάπησαν, και την έκαναν πατρίδα τους. Και πασχίζουν τώρα να της προσφέρουν ό, τι καλύτερο…
   Με το αμάξι τους, μας παίρνουν μαζί τους να μας δείξουν πρώτα – πρώτα αυτό που αποτελεί, ουσιαστικά, την ίδια την οντότητα αυτού του ιερού νησιού. Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου – τον ίδιο τον τόπο της Αποκάλυψης… Ό, τι είναι για μας τους Σκιαθίτες η Παναγία η Εικονίστρια, είναι και για τους Πάτμιους το μοναστήρι της Αποκάλυψης. Ο τόπος της μεγάλης επιστροφής, η μυστική πνευματική πατρίδα τους.
   Χτισμένη επάνω στην ψηλότερη κορυφή, η καστροπολιτεία της Πάτμου – η Χώρα – είναι ο μεγαλύτερος, αλλά και ο πιο παλιός οικισμός του νησιού. Στη μέση, το μεγάλο μοναστήρι – ένα πραγματικό «καστρομονάστηρο», με ψηλά, παμπάλαια τείχη, χτισμένα σε καιρούς βαρβαρικούς, για να προφυλάξουν απ’ τη μανία των κουρσάρων τα ιερά και τα όσια. Στις αρχές του δωδέκατου αιώνα ήταν που ο βυζαντινός αυτοκράτορας, ο Αλέξιος ο Κομνηνός, με δική του διαταγή – το θρυλικό «χρυσόβουλλο» - δώρισε ολόκληρο το νησί της Πάτμου στο μοναστήρι της Αποκάλυψης. Τα μικρά, πάλλευκα σπιτάκια της Χώρας, αγκιστρωμένα πάνω στα χοντρά τείχια του μοναστηριού, το περιτριγυρίζουν λες και ζητάνε προστασία. Και πράγματι – ουκ ολίγες φορές αυτά τα τείχια προστάτεψαν τους ντόπιους απ’ τις αμέτρητες βαρβαρικές επιδρομές. Κατάλοιπο αυτών των επιδρομών, το πιο χαρακτηριστικό ίσως – σήμα κατατεθέν κάθε αιγαιοπελαγίτικου νησιού, μέχρι και σήμερα – η συνήθεια ν’ ασβεστώνουν, συχνά – πυκνά, οι γυναίκες συνήθως, κάθε εξωτερικό τοίχο, πεζούλι και ταράτσα. Το πιο πρόχειρο, αλλά κι αποτελεσματικό μέσο απολύμανσης, αντίδοτο για τις κακές, μολυσματικές αρρώστειες που κουβαλούσαν συνήθως οι επιδρομείς απ’ τις μακρινές τους πατρίδες…
   Το μοναστήρι, χτισμένο από τον όσιο Χριστόδουλο, μοιράζεται ουσιαστικά σε δυο κτίσματα: στο κεντρικό μοναστήρι, στη μέση της Χώρας, και στο κτίσμα που περιβάλλει το σπήλαιο της Αποκάλυψης, λίγο χαμηλότερα. Υπάρχει ακόμα το παλιό, πλακόστρωτο μονοπάτι – εκτός απ’ τον καινούργιο αμαξιτό – που εύκολα, χωρίς πολύ κόπο, σε μεταφέρει απ’ τη Σκάλα στο Σπήλαιο, κι από κει στη Χώρα. Η νησιώτικη αψίδα, η «καμάρα», βασιλεύει παντού. Είναι ν’ απορεί κανείς πώς ο μικρός, αδύναμος άνθρωπος, μπορεί καμιά φορά να μεγαλουργήσει… Μπροστά μας, η θεόρατη πύλη της μονής ανοίγει και μας υποδέχεται. Μπαίνουμε στον αύλιο χώρο: ένα θαύμα αρχιτεκτονικής. Ένα κτίσμα – χάρμα οφθαλμών – με άπειρους, βοηθητικούς χώρους, ταράτσες, βεράντες, υπόγεια, στοές, λειτουργικό και φιλόξενο, μας τυλίγει κι αυτό με τη σειρά του σε μια ατμόσφαιρα κατάνυξης, αλλά και θαλπωρής… Αριστερά μας, καθώς μπαίνουμε, η είσοδος του καθολικού: ο κυρίως ναός της μονής. Μια μυστηριακή γαλήνη έρχεται να σε αγκαλιάσει και να σου γαληνέψει την ψυχή… Το σκήνωμα του ίδιου του κτήτορα, του οσίου Χριστοδούλου, αναπαύεται στο μικρό παρεκκλήσι στα δεξιά. Στη μέση, ο ναός: το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο, ένα εξαιρετικό έργο τέχνης, δουλεμένο από δώδεκα εκλεκτούς Χιώτες μαστόρους, μαγεύει για ώρα το βλέμμα σου.
   Ο ίδιος ο καθηγούμενος, ο Αντίπας, μας υποδέχεται. Πράος και μειλίχιος, αλλά και συνετός πνευματικός ηγέτης, μας κερδίζει με την πρώτη ματιά. Φιλόξενα μας προσκαλεί για φαγητό: η εμπειρία αυτού του γεύματος στο μοναστήρι, είναι η πρώτη ζωντανή απόδειξη του πόσο πιστά τηρείται η αγιορείτικη παράδοση σ’ αυτό τον ευλογημένο τόπο. Το αγιορείτικο τυπικό προβλέπει χωριστή τραπεζαρία για τις γυναίκες της συντροφιάς: οι άνδρες, μαζί και οι μοναχοί της αδελφότητας, αποσύρονται στην Τράπεζα. Οι γυναίκες συγκεντρωνόμαστε σε άλλο χώρο: μια μικρή, φιλική τραπεζαρία στα δεξιά της εισόδου. Το γεύμα είναι πλούσιο: μια καταπληκτική ψαρόσουπα. Χριστόψαρα, λιθρίνια, σκορπίνες, ως και «αμπαλάδες», που μυρίζουν ακόμα θάλασσα. Στις καράφες, ένα μυρωδάτο ρουμπινί κρασί από τη Ρόδο. Ο Θανάσης, ο μάγειρας της μονής, είναι δεινός ψαράς: ό, τι πιάνουν τα δίχτυα του το μαγειρεύει πάντοτε την ίδια μέρα. Ευγενικά, έρχεται να μας χαιρετίσει και να μάθει αν μας άρεσε η μαγειρική του. Ε, δεν εκπλήσσομαι πια: πάλι η ίδια ευγένεια κι η αρχοντιά, η καθαρά «πατινιώτικη». Από τι πάστα, αλήθεια, είναι φτιαγμένοι αυτοί οι άνθρωποι; Απ’ τον πρώτο ως τον τελευταίο, έχουν τον τρόπο να σε κάνουν να νιώσεις ξεχωριστός: και κυρίως, πως βρίσκεσαι σπίτι σου.
   Μετά το φαγητό, ο γέροντας Αντίπας μας παίρνει και μας ξεναγεί στους χώρους της μονής. Μας μπάζει στο συνοδικό – τη «σάλα υποδοχής», που ανοίγει στις μεγάλες λατρευτικές συνάξεις. Δίπλα στην είσοδο, μια παλιά ξύλινη βιτρίνα και μέσα ένα ολόκληρο σερβίτσιο: εγγλέζικη πορσελάνη. Δεκάδες οι ανώνυμοι δωρητές, που πρόσφεραν στη μονή κατά καιρούς ο, τιδήποτε διέθεταν, σαν ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης. Μπαίνουμε στην αίθουσα: γύρω – γύρω, τα πορτραίτα των προκατόχων του καθηγούμενου. Την προσοχή τραβάει αμέσως το παλιό, πανέμορφο ρολόι τοίχου – ποιος ξέρει ποιο αρχοντόσπιτο το χάρισε στο μοναστήρι, και πότε. «Τεργέστη» γράφει επάνω με καλλιγραφικά γράμματα.
   Καφές, και γλυκό του κουταλιού μήλο. Κατεβαίνουμε στο ισόγειο, στο εργαστήριο συντήρησης εικόνων. Μας υποδέχεται ο πατήρ Γρηγόριος – συντηρητής στο επάγγελμα. Γύρω του, παμπάλαιες βυζαντινές εικόνες – κειμήλια αμύθητης αξίας και σημασίας. Εκείνος υπομονετικά, με επιδεξιότητα αλλά και σεβασμό, αφαιρεί σιγά – σιγά από πάνω τους τα σημάδια του χρόνου και της φθοράς – αλλά και της βάρβαρης, κάποτε, ανθρώπινης επέμβασης…
   Μαζευόμαστε στο καθολικό της μονής: είναι ώρα εσπερινού. Στο δεξί ψαλτήρι, ο ηγούμενος – στο αριστερό αναλαμβάνει ο Κωστής. Καλλίφωνοι βεβαίως αμφότεροι… Ένας ηλικιωμένος μοναχός κανοναρχεί, πηγαίνοντας ακούραστα κάθε τόσο πέρα – δώθε στα δυο αναλόγια, σύμφωνα πάντα με το αγιορείτικο τυπικό. Σίγουρα, από κάποια γωνιά θα κρυφακούει χαμογελώντας μακάρια κι ο κυρ – Αλέξανδρος, ο Σκιαθίτης…
   Κατεβαίνουμε από τη Χώρα. Ο γέροντας μας συνοδεύει με δεύτερο αμάξι. Στην άλλη άκρη του κολπίσκου, απέναντι από τη Σκάλα, βρίσκεται ένα άλλο μοναστήρι – ένα «κάθισμα», όπως λένε στην «αγιορείτικη» γλώσσα. Είναι η Παναγία της Κουμάνας: μας υποδέχεται μια ηλικιωμένη μοναχή – η Φιλοθέη, μια μικροκαμωμένη και εύθραυστη γερόντισσα, με το πιο γλυκό πρόσωπο και τα πιο έξυπνα γαλανά μάτια που μπορεί κανείς να φανταστεί. Πίσω της, μισοκρύβεται ντροπαλά η τετράχρονη Σώζα – η κόρη του πατέρα Γρηγόριου, που εργάζεται ως συντηρητής στη μονή. Η πιο μικρή σε ηλικία – κι όμως, η πιο ενημερωμένη ξεναγός που έχω δει ποτέ στη ζωή μου… Θαρρετά, η Σώζα τραβάει την Αθηνά και μένα απ’ το χέρι. «Ελάτε να δείτε κάτι υπέροχο» μας λέει και μας οδηγεί στο εκκλησάκι της μονής. Μιλάει για την εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται εκεί: «Η των πάντων χαρά»…
   Βράδυ. Κατεβαίνουμε για μια χαλαρή βόλτα στη Σκάλα: σ’ ένα στενό μαγαζάκι, ένας ασπρομάλλης ξυλογλύπτης δουλεύει κάτω από μια λάμπα. Θέλω να τον φωτογραφίσω. Τελικά, γνωριζόμαστε. Μας συστήνεται: Αντώνης Μπαχάς, ο πολυτεχνίτης. Στην κυριολεξία πολυτεχνίτης: ο κυρ – Αντώνης κατασκευάζει νησιώτικες λύρες, βιολιά, ξυλόγλυπτα, είναι μαραγκός, σιδηρουργός, ραδιοτεχνίτης, ηλεκτρονικός, αλλά και μελισσοκόμος! Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι θα αναλάβει να φτιάξει το πρώτο ελαιοτριβείο της Πάτμου…


   Παρασκευή πρωί. Έχουμε λίγο ελεύθερο χρόνο: αποφασίζουμε να νοικιάσουμε αυτοκίνητο για να περιηγηθούμε μόνοι μας στα πέριξ. Σε λίγο βγαίνουμε από τη Σκάλα και κατευθυνόμαστε προς τη Χώρα. Ξεκινάμε για το Σπήλαιο της Αποκάλυψης… Το κτίσμα, που περιβάλλει τον ιερό βράχο, είναι στην ουσία ένα σύμπλεγμα από μικρά λευκά σπιτάκια και κελιά – μια μικρογραφία της καστροπολιτείας που περιβάλλει το μοναστήρι της Χώρας. Κατεβαίνουμε: παντού ασβεστωμένοι τοίχοι και θεριεμένοι ιβίσκοι, με πελώρια κόκκινα, κίτρινα και λευκά λουλούδια. Ξαφνικά, μπροστά μας, η είσοδος του ναού της Αποκάλυψης. Πάνω, ψηλά, το χαρακτηριστικό καμπαναριό – μπροστά μας, η θολωτή είσοδος. Σχεδόν πάντοτε, στους ναούς της Πάτμου σκύβεις για να μπεις: το εγώ υποκλίνεται μπροστά στο μεγαλείο της θυσίας. Το θόλο του νάρθηκα διαδέχεται η ανισόπεδη οροφή του σπηλαίου. Μπροστά, το παρεκκλήσι: λόγω της ιδιορρυθμίας του χώρου, παραδόξως είναι μεγαλύτερο από τον κυρίως ναό. Ο κυρίως ναός – ο ναός της Αποκάλυψης – βρίσκεται στα δεξιά. Και πάλι, για να μπεις πρέπει να σκύψεις: ο βράχος της οροφής χαμηλώνει απότομα. Το παλιό, ξυλόγλυπτο τέμπλο θυμίζει έντονα το Χριστό στο Κάστρο. Στη μέση, η εικόνα με το όραμα του Ιωάννη: στα δεξιά, μια στρογγυλή, μεγάλη οπή στο βράχο – το σημείο όπου ο Ευαγγελιστής ακουμπούσε το κεφάλι του για να προσευχηθεί, ή και ν’ αναπαυθεί... Λίγο πιο ψηλά, μια οπή μικρότερη – από κει πιανόταν για να σηκωθεί. Ακριβώς δίπλα, ένα χρυσόδετο Ευαγγέλιο είναι ακουμπισμένο στο βράχο, που σχηματίζει ένα φυσικό αναλόγιο. Είναι το σημείο όπου ο Πρόχορος – ο μαθητής του Ιωάννη – ακουμπούσε στο βράχο κι έγραφε, όσα φοβερά του υπαγόρευε ο «ηγαπημένος μαθητής»…
   Ο χρόνος μας πιέζει: τώρα ανεβαίνουμε για να βγούμε στο δρόμο. Ξανά στο αυτοκίνητο: ο Γροίκος, με τις νεόχτιστες ξενοδοχειακές μονάδες, τώρα είναι έρημος. Στο βάθος ξεχωρίζει ο βράχος της Καλικατσούς. Διασχίζουμε σχεδόν το νησί και φτάνουμε στο βόρειο άκρο: μπροστά μας, η παραλία της Λάμπης με τα ονομαστά πολύχρωμα βότσαλα. Πρέπει να είμαστε το μεσημέρι στον Κάμπο – κάπου εκεί βρίσκεται και η αίθουσα του πολιτιστικού συλλόγου, που θα φιλοξενήσει την εκδήλωση… Γεύμα στην ταβέρνα του Πανάγου: πικάντικα ρεβύθια με κόκκινη σάλτσα.
   Σε λίγο, βρισκόμαστε στην αίθουσα: η κυρία Μαρία είναι ήδη εκεί, το ίδιο και εννιά από τους μαθητές της μουσικής σχολής. Γιατί μεταξύ όλων των άλλων δραστηριοτήτων τους, η κυρία Μαρία και ο κύριος Γιάννης διδάσκουν μουσική και καλές τέχνες στα παιδιά της Πάτμου. Τα παιδιά προβάρουν για τελευταία φορά τα κείμενά τους: αποσπάσματα από τη «Φόνισσα», και το «Πατέρα στο σπίτι». Διαβάζουν καταπληκτικά… Και να σκεφτεί κανείς ότι το μεγαλύτερο είναι δώδεκα – δεκατριών χρονών, και το μικρότερο μόλις εννιά… Ποιος είπε ότι η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι στρυφνή, δύσκολη και ακατάλληλη για διδασκαλία; Ας ακούσει πρώτα τα λόγια του κυρ – Αλέξανδρου ζωντανεμένα μοναδικά από τα χείλη των παιδιών της Πάτμου, κι ύστερα είναι σίγουρο ότι θα αναθεωρήσει πολλά πράγματα…
   Σούρουπο: ο κύριος Γιάννης μας παίρνει με το αμάξι για μια ακόμα βόλτα. Φτάνουμε στο Λιβάδι των Καλογέρων: μια ακρογιαλιά, που θυμίζει πολύ τη δική μας Κρυφή Άμμο… Στο βάθος αχνοφαίνεται η γη της Ικαρίας. Ένα μικρό λιμανάκι στην άκρη, και πέντε – έξι ψαρόβαρκες. Εκεί είναι κι ο Θανάσης: ετοιμάζεται να πάει για καλαμάρια. Πάλι μας υποδέχεται η Σώζα! Σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, μερικές πετρόχτιστες στάνες για τα κατσίκια. Τα ζώα έχουν ανέβει ψηλά – στο μισοσκόταδο ακούγονται τα κουδουνάκια στο λαιμό τους. Τα βότσαλα της αμμουδιάς τα διαδέχεται το κοκκινόχωμα της εξοχής: πέφτει δροσιά. Στο βάθος, ο ναός της Κοίμησης: δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φέρνει στο νου τον άη Γιάννη στον Πύργο. Οι νεοσυντηρημένες εικόνες του τέμπλου είναι εξαιρετικές – αν και μόλις φαίνονται στο σκοτάδι. Τις θαυμάζουμε στο φως ενός κεριού…
   Τρώμε βραδινό στο «Χιλιομόδι», την ψαροταβέρνα του Θεολόγου, που – μετά το Θανάση – δηλώνει κορυφαίος ψαράς. Και είναι… Για επιδόρπιο, κολοκύθι γλυκό του κουταλιού… Μετά το φαγητό, βόλτα με τα πόδια μέχρι τα σύνορα της Σκάλας. Το μέρος εδώ δεν έχει απότομες ανηφόρες και κατηφόρες: το περπάτημα είναι τόσο ευχάριστο, που δε συνειδητοποιούμε ότι ήδη έχουμε διανύσει μεγάλη απόσταση… Παντού κήποι με τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Κι από πάνω, ένα τεράστιο φεγγάρι…

   Σάββατο, πέντε το απόγευμα. Είμαστε στον Κάμπο, στην αίθουσα του συλλόγου. Η αίθουσα είναι ήδη κατάμεστη… Εδώ, που νυχτώνει νωρίς, όταν λένε πέντε, είναι πέντε… Παρόντες είναι ήδη και ο γέροντας, ο πατήρ Γρηγόριος, ο συντηρητής της μονής, αλλά και ο εφημέριος του ναού της Αποκάλυψης, ο πατήρ Συμεών…
   Η κυρία Μαρία προλογίζει την εκδήλωση. Ο γέροντας Αντίπας, αφοπλιστικά φιλικός, απλός και σύντομος, απευθύνει ένα χαιρετισμό. Η Αθηνά παίρνει τη θέση της στο βήμα… Πίσω της, η οθόνη προβολής. Δεξιά κι αριστερά, τα παιδιά της Πάτμου – απλά ντυμένα σε άσπρο μαύρο – περιμένουν κρατώντας τον τόμο του Παπαδιαμάντη στα χέρια. Βλέπω με έκπληξη, ανάμεσα στο κοινό που έχει γεμίσει την αίθουσα, πολλά παιδιά – όλων των ηλικιών – αλλά και αρκετές μητέρες με μωρά στα χέρια. Κι όμως, δεν ακούγεται τσιμουδιά…
   Ένα εισαγωγικό βίντεο, με την ατμοσφαιρική μουσική του Τσιαμούλη: εικόνες οικείες για μας τους τυχερούς. Ο «άγιος των γραμμάτων» σε μια από τις λιγοστές φωτογραφίες του, παλιά σκιαθίτικα τοπία, πρόσωπα από το παρελθόν, εναλλάσσονται με φωτογραφίες που δείχνουν τα προσωπικά του αντικείμενα, τα χειρόγραφά του, τις δημοσιεύσεις του. Όλα αυτά που ήταν ο κόσμος του – όλα όσα μας τον θυμίζουν.
   Η Αθηνά παίρνει το λόγο. Ξέρω από πριν ότι δεν πρόκειται ν’ ακούσω στερεότυπα, χιλιοειπωμένα. Και επιβεβαιώνομαι: κάθε φορά έχει κάτι καινούργιο να πει. Κάθε φορά φωτίζει μια διαφορετική πλευρά των πραγμάτων. Τώρα, το θέμα της περιστρέφεται γύρω από ένα γενικότερο θεματικό άξονα: τη μάνα, τη γυναίκα, την οικογένεια. Φανερό ότι η Αθηνά αγαπάει αυτό που κάνει: ο Παπαδιαμάντης δε σου φανερώνεται, εκτός αν τον αντικρύσεις με καρδιά καθαρή. Τότε μόνο θα σου αποκαλύψει τις αλήθειες του – και θ’ ανακαλύπτεις καινούργιες, κάθε φορά που θα καταπιάνεσαι μαζί του…
   Κι άλλη προβολή. Ο Παπαδιαμάντης σε κινηματογραφική απόδοση… «Ο γάμος του Καραχμέτη» της Λένας Βουδούρη. Η απιστία του άνδρα, η άνομη επιθυμία για μια άλλη γυναίκα, κρυμμένη πίσω από το πρόσχημα της ανάγκης για απόκτηση απογόνου. Και η αποστομωτική απάντηση της γυναίκας… Η Σεραϊνώ η Κουμπίνα, η προσωποποίηση μιας ακραίας αγάπης, πέρα και πάνω απ’ τ’ ανθρώπινα όρια. Η υπέρτατη θυσία του εγώ: «Τα κόκκαλά της είχον ευωδιάσει…».
   Έρχεται η σειρά των παιδιών. Διαβάζουν αποσπάσματα από τη «Φόνισσα». Ένα – ένα, με τη σειρά, παίρνει στα χέρια του τον τόμο, διαβάζει ένα μικρό απόσπασμα, κι ύστερα ήσυχα, ευλαβικά, προσφέρει τον τόμο στο επόμενο. Ο παπαδιαμαντικός λόγος, πάντα διαχρονικός και ολοζώντανος, γίνεται τώρα δυο φορές πιο συγκλονιστικός – τώρα που ζωντανεύει από στόματα παιδιών. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον» φαίνεται να λέει με τη σειρά του κι ο κυρ – Αλέξανδρος…
    Ο Κωστής, με το μαύρο ράσο του ψάλτη, αποδίδει εκφραστικά εκκλησιαστικούς ύμνους, τα κείμενα των οποίων έγραψε κατά καιρούς ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης. Παθιασμένη φύση, ανίατα ερωτευμένος με τη ζωή, και συνάμα τόσο πολύ ζυμωμένος με την ορθόδοξη λατρεία, «ο δούλος του Θεού Αλέξανδρος»… Ξέρει πως ο αφέντης του Χριστός δε θ’ απαρνηθεί ποτέ την ανθρώπινη φύση του δούλου του: αντίθετα, θα τη λυτρώσει, θα τη γιατρέψει, θα την καθαγιάσει. Το ίδιο πάθος που διακρίνεται στα διηγήματά του, το ίδιο πάθος βασιλεύει και στα εκκλησιαστικά του μελωδήματα…
   Δεύτερη ανάγνωση. Τα παιδιά διαβάζουν τώρα το «Πατέρα στο σπίτι»… Να’ σαι καλά, Μαρία Βλαχοπούλου – άξια κυρία Μαρία – που μπόρεσες να κάνεις τους μαθητές σου να βιώσουν έτσι τον Παπαδιαμάντη. Τι ηχηρή απάντηση σ’ όλους αυτούς τους ανόητους και ημιμαθείς, που κρατάνε στα ανάξια χέρια τους την τύχη της ελληνικής παιδείας! Που διατείνονται και υποστηρίζουν με πάθος ότι η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι «αντιπαιδαγωγική»! Αντιπαιδαγωγική, ή μήπως επικίνδυνη; Όπως και κάθε τι που ξυπνάει συνειδήσεις, γι’ αυτό και φροντίζουμε εγκαίρως να το χαρακτηρίσουμε «απαγορευμένο» και «ακατάλληλο»; Κι όμως: τα παιδιά της Πάτμου, τουλάχιστον, σας ξέφυγαν. Δεν πρόκειται να τα κάνετε σαν τα μούτρα σας…
   Η ανάγνωση τελειώνει. Η Αθηνά παίρνει ξανά το λόγο: οι τελευταίες στιγμές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Την ίδια ώρα, το μηχάνημα προβάλλει στην οθόνη φωτογραφίες του σπιτιού του: να το εικονοστάσι, το τζάκι, το ντιβάνι όπου ξάπλωσε άρρωστος, για να μην ξανασηκωθεί. Άρρωστος κι αδύναμος ο ακάματος εραστής της ζωής και του ονείρου… Να η γωνιά όπου παρέδωσε την άγια ψυχή του…
   Τα φώτα σβήνουν. Μονάχα ένα κεράκι φωτίζει την αίθουσα. Ο Κωστής, με το μαύρο ράσο του, ερμηνεύει υποβλητικά τον τελευταίο ύμνο, που βγήκε από τα χείλη «του δούλου του Θεού Αλεξάνδρου». Λίγο πριν ξεψυχήσει: «Την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου…». Ο  αγαπημένος ύμνος του Παπαδιαμάντη. Μ’ αυτόν διάλεξε να ξεπροβοδίσει ο ίδιος την ψυχή του, στο πέρασμά της στον άλλο κόσμο… Τα λόγια του απευθύνονται στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, το Βαπτιστή – που αξιώθηκε με το χέρι του ν’ ακουμπήσει την κορυφή του ίδιου του Θεού του. Αυτό το ίδιο χέρι ζητάει ο ετοιμοθάνατος, ν’ απλωθεί προς το μέρος του – αλλά σαν χέρι βοήθειας, τώρα που ετοιμάζεται να δρασκελίσει το κατώφλι του ουρανού…  
   Τα φώτα ανάβουν. Η βραδιά έχει τελειώσει… Ταράζομαι. Βλέπω δεκάδες μάτια δακρυσμένα. Ενθουσιασμένοι, μας γεμίζουν με ευχαριστώ… Ευχαριστούν και μένα. Γιατί; Δεν έκανα απολύτως τίποτα… Ωστόσο, αυτά τα δακρυσμένα μάτια νιώθω τελικά πως θ’ άξιζαν κάθε κόπο, κάθε ταλαιπωρία. Το να τα βλέπεις και μόνο είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή…

 ♦
 
   Κυριακή πρωί: λειτουργία στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης. Η ασκητική μορφή του πατέρα Συμεών, ανάμεσα στα βράχια και με το παλιό επιχρυσωμένο τέμπλο πίσω του, θυμίζει έντονα τους παλιούς ιερείς, τους «παπαδιαμαντικούς» παπάδες «του Καστριού», που ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης περιέγραφε συχνά με τόση αγάπη στα διηγήματά του. Σα φιγούρα που ξεπήδησε απ’ το χθες ο σεμνός παπα – Συμεών, λειτουργεί με τα μάτια χαμηλωμένα. Κάπου εκεί, δεξιά, το σημείο όπου ακουμπούσε συχνά το κεφάλι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Το ίδιο κεφάλι, που έγειρε με φόβο κάποτε πάνω στο στήθος του Διδασκάλου. Κι αργότερα, τη φοβερή ώρα της Σταύρωσης, ήταν ο μόνος απ’ τους Δώδεκα, που τόλμησε να σταθεί κάτω απ’ το σταυρό Του…
   Νιώθουμε ανανεωμένοι. Ξεκινάμε ν’ ανέβουμε με τα πόδια στη Χώρα. Σε λιγάκι, προχωράμε εκστατικοί ανάμεσα στα πάλλευκα πατινιώτικα αρχοντικά. Τόση ομορφιά, πώς μπόρεσε να’ ρθει να κρυφτεί σ’ αυτά τα καλντερίμια… Μπαίνουμε στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Μια καλόγρια, η Καλλινίκη, μας υποδέχεται και μας μπάζει στο ναό. Μπροστά μας, η τοιχογραφία της Παναγίας της Ελεούσας. Όλες οι τοιχογραφίες, με τα λιτά χρώματά τους, είναι συγκλονιστικά ρεαλιστικές: η αποτομή της κάρας του Προδρόμου, ο λιθοβολισμός του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, η αγία Παρασκευή να κρατά στα χέρια την κάρα της…
   Η Χώρα είναι μαγευτική. Φτάνουμε στο αρχοντικό Σημαντήρη – το παλιότερο αρχοντικό της Πάτμου. Στην είσοδο μας υποδέχεται η αεικίνητη – παρά τα ογδοντατρία χρόνια της – Μόρφω Σημαντήρη, η όγδοη απόγονος του κτήτορα, που συντηρεί μέχρι σήμερα ολόκληρο το οίκημα και εκτελεί ακόμα και χρέη ξεναγού. Τα χάνουμε μπροστά σε τόση ομορφιά… Τεράστιοι χώροι, τοξωτά χωρίσματα, πέτρινα δάπεδα, βελούδινες πολυθρόνες και σερβίτσια από την Οδησσό, μπρούτζινα σαμοβάρια για το τσάι, το χαρακτηριστικό πατινιώτικο κέντημα, το «αγκαθάκι» - ένα σχέδιο σαν άνθος αγγινάρας, που δεν έχει «καλή» και «ανάποδη», όπως κι αν το δεις είναι κανονικό κέντημα… Παλιά πορτραίτα που θυμίζουν Αναγέννηση, λεπτεπίλεπτα κρύσταλλα πάνω στο τραπέζι, που κουδουνίζουν καθώς περπατάς δίπλα τους… Το απέναντι σπίτι, μας λέει η κυρία Μόρφω, είχε αγοραστεί απ’ τον Αγά Χαν. Δωμάτια, δωμάτια… Λαβομάνα από πορσελάνη, στην κρεμάστρα μια κάπα με φτερά, μπουκάλια σε σχήμα μιναρέ με αρώματα αγορασμένα απ’ τη Σμύρνη. Τζάκι; Πουθενά τζάκι… Μας κάνει φοβερή εντύπωση. Σπίτι χωρίς τζάκι; «Τι να το κάνω το τζάκι;» φωνάζει η κυρία Μόρφω. Μια φορά όλη κι όλη έχει δει χιόνι στη ζωή της. Ποτέ δεν έκανε κρύο στην Πάτμο…
   Η κυρία Μόρφω μας αποχαιρετά γελαστή. Φεύγουμε γρήγορα: ο γέροντας μας καλεί για φαγητό στο μοναστήρι… Πρώτα, όμως, επισκεπτόμαστε το μουσείο. Να το πρώτο το θρυλικό χρυσόβουλλο. Μ’ αυτό ο Αλέξιος, ο πρώτος των Κομνηνών, χάρισε το νησί της Πάτμου στον όσιο Χριστόδουλο… Να και δυο φύλλα του Πορφυρού Κώδικα: χειρόγραφο το κείμενο της Καινής Διαθήκης, γραμμένο με ασήμι πάνω σε φύλλα χαρτιού βαμμένα με πολύτιμη πορφύρα, ενώ κάθε αρχίγραμμα έχει σχεδιαστεί με χρυσό… Να και η εικόνα του αγίου Νικολάου: σε μέγεθος μικρού βιβλίου, κι όμως – απίστευτο: είναι ψηφιδωτή… Με ψηφίδες μικρές σαν το κεφάλι της καρφίτσας… Στεκόμαστε εκστατικοί μπροστά στο Χριστό του Ελ Γκρέκο. Η πιο συγκλονιστική απεικόνιση του πόνου και της εγκαρτέρησης… Πιο κει, άλλη εικόνα του Χριστού – το «Μανδήλιον» – που χάρισε κάποτε η Πάτμια Ειρήνη Κουντούρη στο μοναστήρι. Φαίνονται ακόμα τα σημάδια των δακρύων πάνω στις παρειές του προσώπου. Κι όμως, κάποτε η εικόνα παρά λίγο να πουληθεί από ανάγκη…
   Γεύμα στη μονή: αυτή τη φορά, ο Θανάσης μας ετοίμασε ξιφία σουβλάκι. Παρέα με το άλικο Ροδίτικο κρασί, η γαστρονομική τέρψη φτάνει στο ζενίθ… Τώρα μας αναλαμβάνει ο πατήρ Πολύκαρπος, ο υπεύθυνος της βιβλιοθήκης. Κατεβαίνουμε σ’ ένα δροσερό υπόγειο: το ιδανικό μέρος για να προστατέψει αυτό το θησαυρό χειρογράφων. Στην είσοδο, το πορτραίτο του Ιουστινιανού: δίπλα, ένα πανέμορφο εκκρεμές από το Άμστερνταμ. Το μεγαλύτερο μέρος του Πορφυρού Κώδικα βρίσκεται εδώ… Ο πατήρ Πολύκαρπος ακουμπάει ένα μαξιλαράκι στο τραπέζι. Φορά χοντρά, μάλλινα γάντια. Με προσοχή, κατεβάζει ένα κουτί απ’ το ράφι. Το ανοίγει: ένας μικρός, δερματόδετος τόμος. Δωδέκατος αιώνας... Με προσοχή, βγάζει τον τόμο απ’ το κουτί και τον ακουμπάει στο μαξιλαράκι. Τον ανοίγει μπροστά μας: είναι ένα ευαγγέλιο. Κάθε σελίδα, κι ένα ξεχωριστό έργο τέχνης…
   Πρέπει να φύγουμε. Ο γέροντας μας προσφέρει τον τελευταίο καφέ: «έκαστος στο είδος του», λένε, και στην περίπτωση αυτή «ειδικός» στον καφέ είναι ο Σώζος – κλασικός Πατινιώτης κι αυτός, με μια ευγένεια και μια αρχοντιά που φαίνονται στο πλατύ χαμόγελό του. Ο γέροντας Αντίπας μας ξεπροβοδίζει μέχρι έξω – τι παράξενο! Ξαφνικά, συνειδητοποιούμε ότι σε λίγες ώρες φεύγει το καράβι μας για Πειραιά. Κι όμως, μέσα σε λίγες μέρες συνηθίσαμε τόσο πολύ, που νιώθουμε ότι θ’ αποχωριστούμε δικούς μας ανθρώπους.
   Μια τελευταία βόλτα στα Λουκάκια: είναι το μοναστήρι του αγίου Νεκταρίου, με μια και μοναδική καλόγρια – τη Μαρία. Γεμάτη ζωή, μας προσφέρει καφέ και χορτόπιτα, ενώ μας διασκεδάζει με τις διηγήσεις της. Σε λίγο εμφανίζεται κι ο παπα – Ιουστινιανός, ένας λεβέντης Κρητικός καλογερόπαπας. Μαζί κι οι δυο είναι απολαυστικοί… Δεν καταλαβαίνουμε για πότε περνάει η ώρα…
   Έτοιμοι, με τα μπαγκάζια μας στην προκυμαία. Μεσάνυχτα… Η κυρία Ζαχαρούλα μας φιλάει σταυρωτά και μας αποχαιρετάει. Τι παράξενο… Πάλι η ίδια αίσθηση. Νομίζεις, όχι ότι επιστρέφεις σπίτι σου, αλλά ότι φεύγεις απ’ το σπίτι σου…
   Δεν έχω άλλα να πω. Τι θα πάρω όμως μαζί μου φεύγοντας; Σίγουρα, ένα πράγμα. Μια εικόνα: εκεί κάπου σ’ ένα μακρινό νησί του Αιγαίου, μια αίθουσα γεμάτη παιδιά, που μαζεύτηκαν για να διαβάσουν, να νιώσουν και να βιώσουν λίγη από τη μαγεία του δικού μας Αλέξανδρου: του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.