A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Allen Gingsberg-Ουρλιαχτό

Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση, χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας, που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό κάτω απ' τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν
αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές του πολέμου, που διώχτηκαν απ' τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο μέσ' απ' τον τοίχο ...
... ... ...
... Ω Καρλ, όσο εσύ δεν είσαι ασφαλής δεν είμαι ούτε εγώ, και τώρα είσαι
στ' αλήθεια μέσα στη ζωική σούπα του χρόνου -
και όποιος εν τέλει έτρεξε μέσα στους παγωμένους δρόμους
κυριευμένος από την ξαφνική αναλαμπή της αλχημείας της χρήσης της γεωμετρικής έλλειψης του καταλόγου του μέτρου και του δονητικού πεδίου, που ονειρεύτηκε και δημιούργησε ενσαρκωμένα χάσματα στον Χώρο και τον Χρόνο μέσα από εικόνες συγκρινόμενες, και παγίδεψε τον αρχάγγελο της ψυχής ανάμεσα σε δύο οπτικά είδωλα και συνένωσε τα βασικά ρήματα και έβαλε το ουσιαστικό και την παύλα της
συνείδησης μαζί αναπηδώντας με την αίσθηση του
Pater Omnipotens Aeterna Deus
για να δημιουργήσει πάλι το μέτρο
και την σύνταξη της φτωχής ανθρώπινης πρόζας
και να σταθεί μπροστά σου άφωνος και ευφυής και
τρεμάμενος από ντροπή, απορριμμένος μα εξoμολογώντας
την ψυχή για συμπόρευση με τον ρυθμό της σκέψης μες στο
γυμνό του και ατέλειωτο κεφάλι,
ο τρελός αλήτης και άγγελος μπιτ μέσα στον Χρόνο, άγνωστος,
θέτοντας όμως εδώ αυτό που ίσως αξίζει να ειπωθεί
στον χρόνο μετά τον θάνατο,
και αναστήθηκε μετενσαρκωμένος με τα φασματικά ρούχα της τζαζ μέσα στον χρυσοκέρατο ίσκιο της μπάντας και έπαιξε τον πόνο του
γυμνού μυαλού της Αμερικής για την αγάπη μ' ενός σαξόφωνου την κραυγή ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί που ρίγησε
τις πόλεις ως το τελευταίο ραδιόφωνο,
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη βγαλμένη απ' τα κορμιά τους τροφή καλή για χίλια χρόνια.




Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Κάθε άνθρωπος που φεύγει αξίζει μια προσευχή. Το μόνο που μπορεί να δεχτεί και το μόνο που χρειάζεται. Αυτό, και να μην ξεχνάμε πως ήταν ένας από μας: ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος. Μια προσευχή και τίποτ' άλλο. Για να μη μοιάσουμε με αρπακτικά που μαλώνουν πάνω από πτώματα.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Αναπάντητη απουσία

Με είδες από μακριά
να κοιτάζω αλλού, να βυθίζομαι σε λήθαργο,
να κοιμίζω την απουσία με μικρές χαρές
με δακρυσμένα χαμόγελα στους αγαπημένους
Κι άρχισες να με κοιτάς σαν νέο εύρημα,
σαν αξιοθέατο, δεν ξέρω
μέχρι που τελικά τράβηξες το βλέμμα μου
κι άρχισα τώρα να κοιτάζω εγώ, να ξυπνάω, να ανακαλύπτω
και πίστεψα ότι ερχόσουν,
και βιάστηκα κι ήρθα πρώτη εγώ
μέχρι που είπες "δεν ήταν για σένα το βλέμμα μου, κάποια μου θύμισες
κάποια προσπαθώ να ξεχάσω
μην έρχεσαι ακόμα
μην έρχεσαι..."
και μου ζητάς τι; να ξαναπέσω στο λήθαργο της απουσίας; να ξαναβυθιστώ;
τότε γιατί με ξύπνησες;

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Θησαυρός από τα παλιά: Ο "Θησαυρός της Βαγίας"...

Η αγαπημένη σειρά των παιδικών μας χρόνων (για όσους μεγάλωσαν στα ένδοξα...'80s!):
 o "Θησαυρός της Βαγίας"... Σίγουρα οι σημερινοί "30 και κάτι" (και όχι μόνο) θα συγκινηθούν...
Την οφείλω σ' ένα πρόσωπο που αγαπώ ιδιαίτερα-και του την αφιερώνω...

"Ο θησαυρός της Βαγίας"
Διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος της Ζορζ Σαρρή από τον Δημήτρη Δημογεροντάκη
Παιδική περιπετειώδης σειρά 6 επεισοδίων
Πρεμιέρα από την ΕΡΤ το 1985
Μουσική του Σταμάτη Σπανουδάκη
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Δημήτρης Δημογεροντάκης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Άννα Γεραλή , Γιώργος Γεωγλερής , Τέλης Ζώτος , Ειρήνη Κουμαριανού , Νίκος Κούρος , Ελένη Μαυρομάτη, Ουρανία Μπασλή , Γιάννης Χειμωνίδης , Νίκος Ζερβόπουλος , Ευγενία Μάνδραλη , Γιώργος Παππάς , Μαρία Σκυλογιάννη , Κατερίνα Σώλου

Ο θησαυρός της Βαγίας (Επεισόδιο 1ο) from Paraskevi Koutouba on Vimeo.

Ο θησαυρός της Βαγίας (Επεισόδιο 2ο) from Paraskevi Koutouba on Vimeo.

Ο θησαυρός της Βαγίας (Επεισόδιο 3ο) from Paraskevi Koutouba on Vimeo.

Ο θησαυρός της Βαγίας (Επεισόδιο 4ο) from Paraskevi Koutouba on Vimeo.

Ο θησαυρός της Βαγίας (Επεισόδιο 5ο) from Paraskevi Koutouba on Vimeo.

Ο θησαυρός της Βαγίας (Επεισόδιο 6ο-τελευταίο) from Paraskevi Koutouba on Vimeo.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Νίκου Τσιφόρου: Κονόμι Συνταγματικό

Το πούρο γιατί τόπανε πούρο; Κι αφού να πούμε το σωστό του όνομα είναι «τσιγκάρ» ή «σιγκαρίλος» άμα είναι μικρό, τζουράκι στενό κι αχαμνό και δυσκοίλιο; Το ρωτάνε λοιπόν τα μαγκάκια στον αρχιμάγκα τον κυρ Σταμάτη και παίρνουνε την απόκριση.
-Το οποίον μόρτες μια βολά κι έναν καιρό ήταν ο Δεληγιάννη κι ο Τρικούπης, καλά παιδάκια και εκλογικά. Το οποίον για να καλοπιάσουνε τον ψήφο που μπουκάρηζε να τους πετάξη μια καλημέρα, είχανε κουβαλήσει εξ του εξωτερικού κουτιά με πουράκια. Το οποίον δεν το ήξερες το πουράκι και σε θάμπωνε. Πώς; Το οποίον πάνου στις κούτες έγραφε πούρο» που θα πει στην εξήγηση «αγνό», καπνός να πούμε αχαρμάνιαστος. Το οποίον κάποιος γνωρίζων ανάγνωσιν και γραφήν τόκοψε και είπε πούρο ρε μάγκες. Το οποίον απόμεινε στη γλώσσα του πούρο. Σακουλευτήκατε;
Και βεβαίως σακουλευτήκανε οι μάγκες διότι ο κυρ Σταμάτης είναι πολύ παλιά ιστορία και κυκλοφορεί από τον καιρό που τα αλόγατα τραβάγανε τα τράμια στην οδός Σταδίου. Καλή εποχή αδερφέ μου, είχε να πούμε πέσει ο μακαρίτης ο Μπαϊραχτάρης και τη ρήμαξε τη μαγκιά, έρριξε καρπαζά στους βαριούς με την ψυχάρα του και τους αλώνισε τους κούτσαβους, αλλά όσο να πεις της μείνανε κάτι θερινά υπόλοιπα με το θάνατό του και δε χάθηκε η σπορά.
Τζαφέρης, Βέγκα, Περίαντρος, όλα καλά παιδάκια, που κρατάγανε ακόμα το παλιό το παλληκαρίστικο. Μπαίνανε σε καφενέ με μάγκες στην Ομόνοια, κουσουμάρανε την μπιστόλα και παραγγέλνανε «ν’αδειάσει το κατάστημα καθ’όσο γουστάρω να πιω ένα καφέ με την ησυχία μου και μονάχος μου, και κάντον με φούσκες περικαλώ». Κι άμα άδειαζες καφενέ ρε μάγκες στην Ομόνοια, γινόσουνα αμέσως αρχιπαλληκαράς και καλός και σε ζυγιάζανε πια στη μεγάλη ζυγαριά, διότι είχε και στρίτζους που δε βγαίνανε και τότες πάγαινες για φόνο Παλιά Στρατώνα ή πάγαινες και σε θάβανε «ηρωικά» σ’έτρωγε να πούμε ο άλλος και καθάριζες από τους λεκέδες της παρούσης κοινωνίας της αχάριστης και της μπαγάσικης.
Μέσα στο γκεζί ο κυρ Σταμάτης να πούμε. Ολόκληρος Νάτος. Βάρος καντάρια τέσσερα και μουστάκα πατημένη στ’αλάτι καντάρια οχτώ. Ο σημερινός μάγκας δεν έχει ιδέα περί μουστάκι καθόσον αφήνει ένα ποντικοκούραδο στ’απάνω τ’αχείλι ή το ξουρίζει και μοιάζει αδερφέ μου με Μαρίκα. της όπερας. Κι όξω από το βάρος και τη μουστάκα καβουράκι με «χλίψη» ο κυρ Σταμάτης από κείνο που συνηθιζότανε στο παλιό Ψυρή πούβαζες τη «χλίψη», το πένθος να πούμε κορδέλλα για τους φόνους που έκανες.
Ζουνάρι πεντάμεσο μάλλινο. Παντελονάκι τζογέ μαύρο, να περσέουνε και πέντε πόντοι για τσάκα. Κερασέα στο χέρι, εφόσον και απαγορεύεται η οπλοφορία και δε σ’αφήνουνε σήμερα μήτε νυχόλιμα να κάνεις τη δουλειά σου ως άνθρωπος. Παίχτης με χάντρες δεκατρείς βαρειές και κίτρινες κοντά στη μαγκούρα. Τσιγάρο σέρτικο Λαμίας που να το φούμαρης και να στέκεσαι πολύ ντούρος λες κι έπαθες αγκύλωση. Βαρειά φωνή, ομιλία με ραλεντί, κούνημα στον τελβέ του καφέ, στη ζούλα καμιά δοντιά «χασίσι» μέσα στις φούμες σου για να κάνεις «κεφάλι», λίγο περιφρονητικό ύφος στους πιτσιρήδες, συμβουλή πώς να παίξουνε το μουλτεζίμ στο τάβλι τ'ατζαμάκια, χαμόγελο, στεναγμός για το χτες έτσι και περάση καμιά σταράτη γκόμενα, τέσσερις καρέκλες για ξάπλα, κι όλο ιστορίες για την καλή εποχή του χτες, που πέρασε και ήσουνα νέος και σ'έτρεμε το ταράφι και σε λογάριαζε το σύμπαν και τάσπαγες στου Μπογράκου στη «Νεράιδα» Χαλάνδρι ή έκανες τον καυγά σου τον καλό στον «Κόκκινο Μύλο», έτσι και σοου βεντούζιαζε κανένας του ντούκου με την ψεύτικη κούνηση...
Ε ρε καλά χρόνια, να ξέρης που τάπαιρνες από όλες τις μεριές και κουνιόσουνα μπρατσεράτος στην Ομόνοια και τα περίχωρά της. Ήτανε οι μπαρμπουτιέρες, Αγίου Κωνσταντίνου και τα «πονηρά σπίτια» οδός Σωκράτους, ήτανε τα μαγαζάκια τα μικρά, τα κουτούκια, οδός Αθηνάς και τα παιδιά που «φέρνανε» πράμα από την Ανατολή και οι πονηροί και οι κλέφτες οι λαχανάδες και οι μανιταρτζήδες και οι παπατζήδες και τα ρεμαλάκια και τα φυντάνια, όλοι σ'αναγνωρίζανε και σε καλοπιάνανε και σου ρίχνανε πέντε δέκα είκοσι κουτσουράκια αναλόγως πώς τα κανόνιζες και πόσα τους διατίμαγες «πιάστα κυρ Σταμάτη νάμαστε φίλοι», καθόσον πέντε-δέκα ήτανε οι μεγάλοι μόρτες στην πιάτσα και ο καθένας είχε τον κύκλο του και τον κόσμο του και δεν ανακατευότανε με τον άλλον, άμα ανακατευότανε και είχανε διαφορές, ανταμώνανε στο καφενείο και λέγανε δύο λόγια.
-Είσαι;
-Είμαι.
-Τόχεις;
-Δεν τόχω απάνω μου.
-Εν τάξει. Πάρτο και έλα, σε περιμένω στις τρεις στου Θων.
Έπαιρνε λοιπόν το σίδερο ο άλλος ο αρχίμαγκας κι ανταμώνανε στις τρεις στου Θων, πίνανε παρέα καφέ ως φίλοι και μετά τραβάγανε για πιο όξω, κατά το Γεροκομείο, πίσω μεριά. Με το «εν τάξει» τα βγάζανε, ρίγνανε κι όποιος φάει τον άλλονε. Τον καθάριζες; Πολύ ωραία και τον θάβανε σαν κύριο. Εσένα σε μαγκώνανε τα μπασκίνια και σε τραβάγανε για την κολλαροκόλληση. Έτρωγες τα πέντε σου, τα εφτά σου, τα δέκα σου, στο εξάμηνο απάνω, έπεφτε ο βουλευτής, ο πολιτευτής, ο υπουργός να πούμε και την έφτιανε την σπανακόπιτα. «Βούλευμα απαλλακτικό» να πούμε, να’ σου πάλε στην πιάτσα «καλώς τον κυρ Σταμάτη». Μήτε γάτος μήτε ζημιά κι είχες και το παράσημο ότι έφαγες τον Αράπη να πούμε τον Σκληρό.
Με τα τέτοια, - δίχως φόνο στην αλήθεια καθόσουν αρκουδόμαγκας κι όλο μόστρα – την έβγαλε ο κυρ Σταμάτης ο γέρο μάγκας. Κι’επειδή τότες είχανε πέσει ακριδάτοι και φάγανε κάτι κόπεδα κάτου στο Βοτανικό, άνευ αξία εκείνη την εποχή, δεν κατάφερε να τα κάνη ρευστό και βρέθηκε με τα κόπεδα ο κυρ Σταμάτης. Κύττα τώρα η τύχη τ’ανθρώπου! Έγιν’ένα εργοστάσιο κι ήθελε επέκταση και τα πήρε τα οικόπεδα. Νάσου τον με χρήμα ο γερόμαγκας, αγόρασε πέντε διαμερίσματα –μάλιστα! –και τώρα την γαζώνει ωραία και πλούσια. Κι επειδής να πούμε τότε στην Μικρασία τον ντύσανε χακί και τον στείλανε να γαμπρίζει στην Σμύρνη, πάλε τα κατάφερε στην αναμπουμπούλα και πήρε σύνταξη παθόντος εν πολέμω – κι έχει και σύνταξη…
Είναι λοιπόν μεγάλη κερία η Σταμάταινα, η Καλλιοπάρα με τ’ όνομα όποιος θυμάται, και τώρα στα εβδομήντα του, πολύ εν τάξει, τακτοποιημένος ο γέρο μάγκας που την αράζει πάντα Ομόνοια και ζυγιάζει τα νέα μαγκάκια και λέει τις ιστορίες του.
Ωραίος καιρός, ζεστό το φθινώπορο, ξερή η άσφαλτος. Τώρα τρέχουνε νερά στην Ομόνοια, τότες τρέχανε μόνιππα με ρόδες καουτσουτέ και κάνανε στράτες οι αμαξάδες και κοπρίζανε τη σκόνη οι ντορήδες και παίζανε και μουσικές κατά πάνου μεριά, την «Ήβη» και το «Βασιλικόν» να πούμε, πέρα δώθε οι αξιωματικοί με τις σπαθάρες τους και οι γκόμενες του καλού κόσμου με τις καπελίνες τους και τα πουφ στον πισινό τους. Κι από τούτη, κατά πουνέντε μεριά, η μαγκιά με τον κόσμο της, με το βάρος της και με την υπόστασή της.
Κι ούτε που πειράζανε οι ανατολικοί τους δυτικούς, μήτε που ανακατευόντουσαν οι μόρτες με τους αγαθιάρηδες. Θα μου πης ήτανε κι οι χωροφύλακες. Μηδέν ανάμιξη. Διότι η μπασκίνα, άσπρη γκέττα, μπλε παντελόνι με ρίγα κόκκινη και ξίφος στη μέση, δεν είχε δουλειά με το ταράφι, εξόν πια κι αν γινότανε κάνας σαματάς της κακομοίρας και δεν μπορούσε να κάνη αλλιώς. Καθόσον όπισθεν από τον χωροφύλακαν στέκεται να πούμε ο πολιτευτής. «Άστε τον κόσμο να κυκλοφορήση!». Διατί; Διότι...
Ποιος κάνει τις εκλογές περικαλώ; Και ποιος φωνάζει υπέρ το κορδόνι και υπέρ την άγκυρα; Ο νοικοκύρης φωνάζει; Πριτς! Ο νοικοκύρης θα πάρει το βιβλιάριο του και θα πάη να ψηφίσει σαν κορόιδο που είναι στο τμήμα του. Αλλά τον σαματά και την διαδήλωση και τον καυγά και την φασαρία ποιος θα την κάνη; Εμείς οι «καλοί». Εμείς θα σταθούμε μπροστά, εμείς θα φωνάξουμε, εμείς θα ξηλώσουμε τις σανίδες, εμείς θα ρίξουμε πέντε πιστολιές στον αέρα να κωλώσει ο αντίπαλος. Κι εμείς θα μαζέψουμε τα μαγκάκια με το καλό και με τ' άγριο. «Πιάσε τάλλαρα δύο και ψηφίζεις εκεί που σου λέμε». Ή το αλλιώτικο. «Έτσι και δεν ψήφισες τον δικό μου απόθανες από την Ομόνοια».
Και τ’άλλα; Οι πεθαμένοι που ξαναζωντανεύουνε στους εκλογικούς καταλόγους; Και που τους κουβαλάς με τ’αμάξι από τμήμα σε τμήμα να ψηφίσουνε στ' όνομα του πεθαμένου και ν’ αυγατίζει η κάλπη; Και κάτι φτιάξες και κάτι πονηρά και κάτι κοροϊδίστικα, ποιος τα σοφιζότανε και ποιος τα εφάρμοζε; Το λοιπόν, ποιος τον έβγαλε τον πολιτευτή τότες; Ο αγαθός τον έβγαζε; Μένα μου λες;
Μεγάλη υπόθεση η εκλογή αδερφάκια και κονόμι στην πένα. Τι έχει ο πολίτης; Το συνταγματικό του δικαίωμα να ψηφίσει, ίσος ενώπιον του νόμου. Μάστα! Και πότε θα φάμε εμείς άμα δεν εμπορευτούμε το συνταγματικό δικαίωμα; Ανοίγανε οι κασόπορτες και ξεχυνόντουσαν οι Γεώργιοι Σταύροι. Φάτε μάγκες με την ψυχή σας. Κοσπεντάρικα, πενηντάρικα, κατοστάρικα, πεντακοσάρικα βροχή. Έτσι κι ήσανε δυνατός κι είχες τους ανθρώπους σου στο μαχαλά, κονόμαγες για χρόνια τρία. Σε φωνάζανε να κάνης και κουμάντο.
-Κυρ Σταμάτη!
Έτυχε λοιπόν τότες, θα πάνε και πενήντα χρόνια, νάχη το σεβντά του ο Σταμάτης, όχι με την Καλλιοπάρα. Όχι! Ήτανε μια Μαρίκα, οδός Ξούθου, Πατρινιά, γκόμενα πολύ στο εν τάξει με κρέατα μπουρεκάτα, με μάτια σφαχτηρίες, άλλο πράμα σου λέω! Την είχε φάει όλη την κρέμα με τους καημούς ο Σταμάτης, παιδί τότες, ζωηρός και αναγνωρισμένος, του’ χει ρίξει η Μαρίκα κάτι λούκια να τον αφήσει στον άσσο, στεγνό και της μεγάλης δίψας κι όλο ζητάει καινούργια, κι όλο στροφές περί δήθεν άλλους γκόμενους κι όλο σκέφτεται να την καθαρίσει ο Σταμάτης και να πάει να την κλάψει ύστερις στην Ακροναυπλία. Δύσκολες οι δουλειές, τι να κονομήσεις; Κάτι τάλλαρα άφηνε τότες η πιάτσα κι αυτά λειψά και καρμίρικα. «Να ζει κανείς ή να μη ζει» σου λέω.
Απάνω λοιπόν που ήτανε να σπάσει η βιτρίνα, να’ σου οι εκλογές. Τις ακούει ο Σταμάτης, «παράρτημα» ο «Αστέρας» του Μπουλαχάνη, γίνεται αδερφάκι κρεατόμυγα σβουριχτή. Μια σου και δυο σου στου Παπατάδε του υποψήφιου το σπίτι, οδός Αιόλου.
Στήνεται στο σαλόνι, γελαστός ο κύριος Παπατάδε, φωκόλ, μουστάκι της μαντέκας, κύριος σπουδάσας εν Εσπερία, φέρνει καφέ και γλυκό η δούλα, χαμογελάνε όλοι, μέχρι η Παπατάδαινα εκ Τριπόλεως, μεγάλη φαμίλια «πώς είσθε αγαπητέ» και τα τέτοια, ρίχνει την πετονιά ο Σταμάτης.
-Το οποίον να οργανώσουμε τα παιδιά;
-Μάλιστα.
-Διότι εμείς ως οπαδοί να πούμε, δια έναν Παπατάδε ζούμε, το οποίον ό,τι διατάξης και μέχρι να τα κάνουμε λίμπα προς χάρη σου.
Πολύ το χάρηκε ο Παπατάδε, άκουσε αριθμούς, άκουσε ονόματα, έτσι γινότανε τότες, είχανε πέραση οι «γκάνγκστερς» της εποχής, ανοίγει την συρτάρα και κουσουμάει χιλιάρικα δύο. Ζαλίστηκε ο Σταμάτης, δεν είναι μικρό αδερφέ μου, δύο σεντόνες στην ξεραΐλα, όταν είχε το κουστούμι το καλό, δραχμάς εβδομήντα, τα τσεπιάζει και λέει πολλά και ξαναλέει ότι έρχεται αύριο, μετά ματσωμένος κατεβαίνει στην πιάτσα.
Φωνάζει το Μήτσο.
-Μοίρασε στα παιδιά εξακόσα, πιάσε και δυο παππούδες για πάρτη σου και ψηφίζουμε Παπατάδε.
Έχει χίλια διακόσα και κάνει κάτι χαρές η Μαρικάρα σαν νάχε δέκα χρόνια να δη τον πατέρα της. Πέφτουνε λοιπόν στο βάζο με το μέλι οι ερωτευμένοι, τα χαλάνε έξυπνα, τα σκορπάνε πλούσια, σε πέντε μέρες νάσου τον πάλε φλούδα ο Σταμάτης.
Τώρα τι γένεται; Να ξαναπάη στου Παπατάδε δε σηκώνει καθόσον πολύ γρήγορα και θα την ανθιστή την φτιάξη. Σκέφτεται βαθιά, στενάζει και ρίγνει και τις κορώνες της η Μαρικάρα.
-Άντε κατακαημένε! Άμα δε φας τώρα που είναι εκλογές, πότε θα φας;
Πάνω στη στένεψη το λοιπόν, νάσου τον και σηκώνεται και πάει στου Παπαδείνα ο Σταμάτης. Τυχαίνει τώρα νάναι αντίπαλος με τον Παπατάδε και να τρώγουνται σαν τον Τούρκο με τον Πέρση. Ξέρει κι’ο Παπαδείνας ότι ο Σταμάτης είναι του Παπατάδε και απορεί.
-Πώς από δω;
Τον κερνάει όμως πουράκι, καφέ, χαμόγελα και ακούει.
-Διότι μου φέρθηκε σκάρτα.
Χαίρεται και ο Παπαδείνας και περνάει ένα ποταμάκι βρισιές τον Παπατάδε που είναι «πραγματικά» σκάρτος άντρας και τα τοιαύτα. Και τάσσεται υπέρ Παπαδείνα ο Σταμάτης, όστις Παπαδείνας είναι ο άνθρωπος που θα σώσει την Πατρίς από τον εξωτερικόν εχθρόν, και κλαίει από πατριωτισμό ο Παπαδείνας που τον έταξε η μοίρα «να ηγηθεί των τυχών του ενδόξου και πολυπαθούς τούτου Έθνους», λέει λοιπόν ο Σταμάτης ότι εχτός από τριακόσια κουκιά ζωντανά θα του βγάλη κι άλλα τόσα από τον Παράδεισο και ότι διαθέτει στην πιάτσα τον Μήτσο με την κλίκα του, όλα παιδιά της φωτιάς, χαίρονται συγκινητικά και οι δυο ντουέτο που θα βρει επί τέλους ο τόπος τον προορισμό του, πάει μέσα ο Παπαδείνας που το ξέρει το βιολί, τσεπώνει μια φούχτα πουράκια ο Σταμάτης, για προκαταβολή της αμοιβής του που θα σώσει τον τόπο, ξαναγυρίζει ο Παπαδείνας με χιλιάρικα περικαλώ πέντε, μεγάλη δουλειά και τον θερμοπαρακαλεί να του κάνη τη χάρι και να τα πάρη, μην το θεωρήση προσβολή, αλλά οι σωτήρες της πατρίδος πρέπει να αμοίβωνται - δε γίνεται ο άλλος σωτήρας με το αζημίωτο!
Και διστάζει –σαχλαμάρα - ο Σταμάτης και κάνει ότι το πιστεύει - σαχλαμάρα – ο Παπαδείνας που επαινεί την αφιλοκερδή φιλοπατρία του, στο τέλος τα παίρνει τα πέντε ο Σταμάτης και ξαναφωνάζει το Μήτσο.
-Μοίρασε χίλια στα παιδιά και πεντακόσια δικά σου, ποστηρίζουμε Παπαδείνα.
-Κι’ο Παπατάδες;
-Άσε να σωθούνε τούτα και βλέπουμε.
Τυχαίνει τώρα ο Ζαφείρης ο Βλογιοκομμένος νάναι άνθρωπος του Παπατάδε στην αγορά και ν’ανθιστή τη μηχανή. Θυμώνει ο Παπατάδες και μηνάει στον Παπαδείνα ότι «μου ξελογιάζεις τους ανθρώπους μου». «Κι ας είσαι άξιος να τους κρατήσεις» λέει ο Παπαδείνας και θα φαγωθούνε προεκλογικά οι δυο μεγάλοι σωτήρες του τόπου.
Πριν φαγωθούνε όμως οι σωτήρες, τρώει τα τριάμισυ η Μαρικάρα. Δεν είχανε βρεθή τα σιλό αδερφάκι και κατάπινε πιο άγρια από σιλό τα λεφτά τούτη εδώ. Πάλι στη στεγνή ο Σταμάτης, την ξέρει πια τη μηχανή και πάει στου Παπατρέχα.
-Παπαδείνας, Παπατάδες, είναι όλοι κερατάδες, λέει επιγραμματικά.
-Δηλαδή;
-Εγώ μαζί σου.
Γίνεται το ψηστήρι, είναι σκληρός ο Παπατρέχας και την ξέρει την πιάτσα, δύσκολα ξηλώνεται και δηλώνει.
-Εμένα δε με ρίχνεις να εξηγηθούμε.
-Τι λες κύριε Πρόεδρε;
Του δίνει χίλια και πεντακόσα δοκιμαστικά.
-Άμα είσαι εν τάξει θα σε βολέψω.
Τώρα τι γίνεται πούναι μέσα σε τρεις προέδρους ο Σταμάτης; Κι αν βγη κανένας από κείνους που πούλησε πάει την έβαψε. Φωνάζει το Μήτσο.
-Τι κάνουμε;
-Καιγόμαστε με το δαδί.
Όλα τα παιδιά στην πιάτσα έχουνε πάρει μια θέση να πούμε και δέρνονται και φωνάζουνε και κάνουνε τη φτιάξη τους καλά και ίσα, τούτος δω έχει μείνει ξέμπαρκος και δεν ξέρει τι του γίνεται. Με το κακό φεύγει και η Μαρικάρα μ’έναν καπετάνιο από το Γαλαξείδι, είναι όλα της ανάποδης καμιζόλας, έρχεται και η Κυριακή της εκλογής κι’ο Σταμάτης στην απόξω.
Πρωί με τ’αποτελέσματα έχουνε γίνει αραπάκια και οι τρεις. Και Παπαδείνας και Παπατάδες και Παπατρέχας. Ο Σταμάτης στο εν τάξει. «Δεν θα με κυνηγήσουνε, σώθηκα». Απάνου στο σώθηκα, Τρίτη πρωί ήτανε, έπινε καφέ στο «Βυζάντιο», να’ σου έξη παλληκαράκια μελαγχολικά.
-Μπορούμε να σου μιλήσουμε;
-Ν...ναι. Πώς;
Τον βάζουνε σ’ένα μόνιππο, οι τρεις μαζί του, οι άλλοι τρεις σ’ένα άλλο και τον πάνε κατά την Κολοκυθού. Κατεβαίνουνε στα χωράφια, τον προχωράνε και του ξηγιούνται.
-Εμείς οι δυο είμαστε άνθρωποι του Παπαδείνα, αυτοί οι δυο του Παπατάδε κι’εκείνοι οι δυο του Παπατρέχα. Λόγω να πούμε της αποτυχίας στις εκλογές κάνανε κόμμα και οι τρεις μαζί.
Οι έξη δεν ήτανε Αθηναίοι. Ήτανε παιδιά του βουνού, μυστήρια και ψωμωμένα.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή έχουμε να σου δώσουμε ένα μήνυμα.
Το άλλο πρωί μπλε με μελανιές βούλες συνήρθε στα χωράφια ο Σταμάτης. Και δεν είναι αυτό! Όχι! Είναι που σε επόμενες εκλογές, έγινε άνθρωπος του κόμματος των τριών και δεν του δώσανε φράγκο να πατσίσουνε τα παλιά και το χειρότερο, πάλε δεν ξαναβγήκανε.
Ωραίες εποχές σου λέω που έκανες κονόμι με το συνταγματικό δικαίωμα. Πάει. Χαθήκανε κι αυτές και χαλάσαμε όλοι. Τι περιμένεις; Την σήμερον να πούμε, με τα σκάρτα έθιμα που ψηφίζουνε μόνο οι ζωντανοί και κάνανε πέρα τους πεθαμένους! Γιατί σας λέω. Χάλασ’η πλάση...

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Φλέρυ Νταντωνάκη-"Η μπαλάντα της νύχτας" και της μοναξιάς...

"Η μπαλάντα της νύχτας"
Ένα συγκλονιστικό κομμάτι.................
Πολύτιμη παρακαταθήκη: η συνεργασία των "Τερμιτών" με τη Φλέρυ Νταντωνάκη.....
Στίχοι: Μιχάλη Μαρματάκης           Μουσική: Τερμίτες
(από το δίσκο Τσιμεντένια Τραίνα, 1986)


H τελευταία λέξη που βγήκε από το στόμα της Φλέρυς Νταντωνάκη, στο Νοσοκομείο Μεταξά, λίγο πριν η ανορθόγραφη λέξη «ΑΠΝΙΑ», καταγραφεί στον ιατρικό επίλογο της, σε τελευταίο στάδιο καρκινοπαθούς Ελευθερίας Παπαδαντωνάκη, ήταν η λέξη «Πούστηδες».
Αυτό μαρτυρούν οι συγγενείς ασθενούς, από το διπλανό κρεβάτι.
Δεν ήξεραν ποιά ήταν η Φλέρυ Νταντωνάκη. Δεν είχαν ακούσει ποτέ κανένα της τραγούδι.
«Ήταν μια που τραγουδούσε με τη Μάγια Μελάγια;»
«Τι λες ρε συ, αυτή ήταν η Μπέμπα Μπλάνς.»
«Α, δεν την ξέρουμε τότε αυτή.»
Στο κοινό νοσοκομειακό δωμάτιο, οι συγγενείς της διπλανής ασθενούς. είχαν ενοικιάσει μια τηλεόραση, που έπαιζε στη διαπασών όλες τις καλοκαιρινές επαναλήψεις των ιδιωτικών καναλιών. Η κόρη της Φλέρυς, επειδή ενοχλούσε την μητέρα της, ο ήχος στη διαπασών, είχε ζητήσει ευγενικά να χαμηλώνουν την ένταση, καθώς η μητέρα της δεν μπορούσε να κοιμηθεί – δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Η έκκληση της Ζωής, ερμηνεύτηκε μάλλον σαν επιθυμία απομάκρυνσης της συσκευής, η οποία το επόμενο κιόλας πρωί αντικαταστήθηκε από ένα φορητό τραντζίστορ, ακουμπισμένο δίπλα από το κρεβάτι της Φλέρυς, το οποίο έπαιζε επίσης στη διαπασών, έναν πειρατικό πειραϊκό ραδιοφωνικό σταθμό.
«Η Ντέλα από Κερατσίνι αφιερώνει τώρα στον Βασίλη από Κοκκινιά το τραγούδι της Άννας Βίσση-ς «Τρελλαίνομαι» και τον παρακαλάει να της τηλεφωνήσει στο σπίτι της ξαδέρφής της Χαρούλας για να πάνε για καφέ. Πάμε λοιπόν να ακούσουμε Άννα Βίσση από το χρυσό δίσκο με επιτυχίες του Νίκου Καρβέλα «Κλίμα τροπικό».»
Η Φλέρυ είναι όλη μέρα στο κρεβάτι της. Είναι υπέρβαρη και κοιμάται γυμνή. Είναι 60 χρονών και φαίνεται 80.
Κάποια μέρα επισκέπτεται το Νοσοκομείο Μεταξά, ο υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Σημίτη για εθιμοτυπικούς λόγους. Περνάει και από τα δωμάτια ασθενών. Κοντοστέκεται στις εισόδους των δωματίων κι απευθύνει χαιρετισμούς, όπου τονίζουν την συμπαράσταση της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και του πρωθυπουργού προσωπικά, στην καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών που εμπιστεύονται το δημόσιο σύστημα Υγείας.
(Σ.Σ ... Πεπονής, Γείτονας, Παπαδήμας, Παπαδόπουλος ή Στεφανής; ποιός απ όλους, κατά τη γνώμη σας, θα μπορούσε να είναι τόσο χυδαίος, ώστε να ξεστομίσει, αυτό που θα διαβάσετε, παρακάτω;)
«Όλοι μαζί, μπορούμε για ένα καλύτερο ΕΣΥ. Σας ευχαριστούμε.»
Η διευθύντρια ορόφου (που εκείνην την ώρα, χάνει από την τσέπη της το δεκαπενθήμερο του μηνός - που αν θυμάσαι, ω αναγνώστη, εισέπραταν μετρητοίς όλοι οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι στο ίδιο φακελάκι που όλοι οι Έλληνες πολίτες καλούνταν να τοποθετήσουν την κομματική λίστα με τον προσημειωμένο από το σπίτι δίπλα στον υποψήφιο «δικό» τους βουλευτή σταυρό- σε αντίθεση με τώρα που ο κομμένος δημόσιος μισθός καταβάλλεται στην ιδιωτική τράπεζα που εξυπηρετεί με μισθοδοτικούς λογαρισμούς, το εκάστοτε Υπουργείο ) σκύβοντας στα πόδια του Υπουργού, του ψιθυρίζει ότι από το δωμάτιο που μόλις πέρασε νοσηλευόταν η Φλέρυ Νταντωνάκη.
« Ποιά είναι αυτή; Δημοτική σύμβουλος;»
« Όχι, κύριε Υπουργέ, τραγουδίστρια.»
«Δεν την ξέρω. Ποιά λέτε;»
Γυρνάει πίσω στην πόρτα και βλέπει την μοναδική ασθενή του θαλάμου, να κοιμάται.
« Η χοντρή;»
Σε μια συνέντευξή της η Φλέρυ Νταντωνάκη το 1986 στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ είχε δημόσια πει ότι είναι ΠΑ.ΣΟ.Κ. Είχε υποστηρίξει με ουτοπικό σθένος τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Γεράσιμο Αρσένη.
Εκείνη η συνέντευξη, είχε θυμώσει όσο τίποτε άλλο τον Μάνο Χατζιδάκι.

Η Φλέρυ, αφήνει την τελευταία της πνοή τον Ιούλιο του 1998. Επί κυβερνήσεως Κώστα Σημίτη. Τα έξοδα της ταφής, αναλαμβάνει ο θετός γιός του Μάνου Χατζιδάκι και η Φλέρυ Νταντωνάκη, αναπαύεται δίπλα στον Μάνο Χατζιδάκι στο κοιμητήριο της Παιανίας. Στην τηλεφωνική συνομιλία που είχαν οι παραγγελιοδόχοι του μνήματος με τους μαρμαροτεχνίτες, κάποιος αντέγραψε λάθος το επίθετο.
Ακόμα και σήμερα, αν επισκεφθείς, ω αναγνώστη, τον τάφο της Φλέρυς στην Παιανία, το επίθετο που την συνοδεύει είναι ανορθόγραφο.
«ΦΛΕΡΥ ΑΤΑΝΤΩΝΑΚΗ»

Το 2000 σε ένα ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη, στην προθήκη ενός καταστήματος βινυλίων στο Soho, βλέπω τον δίσκο της Flery – Isles of Greece. Στοιχίζει πιο ακριβά, από όσο στοιχίζουν όλοι οι υπόλοιποι δίσκοι της προθήκης μαζί. 350 δολλάρια.
Μπαίνω μέσα. Τον αγοράζω. Χωρίς παζάρι. Φεύγοντας ρωτάω τον νεαρό Αμερικάνο ιδιοκτήτη του καταστήματος.
«Μα γιατί τον πουλάτε τον συγκεκριμένο δίσκο, τόσο ακριβά;»
« Μα είναι η μεγαλύτερη φωνή της Ελλάδας, man.»"


(Πηγή: Musicheaven. Αναδημοσίευση από mediasoup.gr, troktiko.blogspot.com)