A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

...προσοχή γιατί λερώνει...


   Σαν να τους βλέπω όλους: τύποι καθημερινοί, γνωστοί. Κυκλοφορούν όλοι εκεί έξω στο πεδίο της μάχης. Στο οδόστρωμα δηλαδή. Οι πολλοί και διάφοροι τύποι οδηγού, ίδιοι πάνω κάτω σ’ όλη τη σύγχρονη ελληνική επικράτεια. Για να τους δούμε έναν έναν:

Ο «του άντρα του πολλά βαρύ»
Βαρύς κι ασήκωτος – όσο και η τριχωτή χερούμπα που κρέμεται μονίμως απ’ το παράθυρο του οδηγού. Καθ’ ό,τι ο τυπάρας είναι και δεινή οδηγάρα ναούμ και οδηγάει το ίδιο καλά μ’ ένα χέρι. Έχει πάντα προτεραιότητα εννοείται κι έχει γραμμένες κανονικά τις διαβάσεις πεζών, τα σήματα, τα φανάρια και τον τροχονόμο μαζί. Εννοείται πως δεν έχει ποτέ μαζί του δίπλωμα κι ουαί και αλλοίμονο αν βρεθεί ένστολο θρασίμι να τον σταματήσει για έλεγχο. Θα ειδοποιηθεί πάραυτα το ξαδερφάκι του ο υπουργός συγκοινωνιών κι ο ένστολος θα το φυσάει και δε θα κρυώνει. Α μα δα.

Η «οι κυρίες προηγούνται»
Περίπου η γυναικεία εκδοχή του ασήκωτου. Το καθρεφτάκι για βάψιμο – καλέ δεν πρόσεξα ότι φαίνονται και τα πίσω αμάξια. Το κινητό σκουλαρίκι. Η δυναμική κι ανεξάρτητη – έτσι πιστεύει – που ανακαλεί τις αρχές της ισότητας των δύο φύλων όποτε τη συμφέρει κι άλλες φορές βάζει σε εφαρμογή το γνωστό κλισέ περί προτεραιότητας των κυριών – μόνο που ο εμπνευστής του δεν είχε υπόψη του τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Ορμάει λοιπόν η κυρία να περάσει πάντα πρώτη, γιατί πιστεύει ότι ως κυρία προηγείται – προκαλώντας τη γενική αγανάκτηση, αρκετά «μπουκέτα» καθ’ οδόν – και στη χειρότερη, ακόμα και τράκα. Κι άμα στριμωχτεί κι ο τροχονόμος άντρας, του κάνει μέχρι και καμάκι για να γλιτώσει. Και βέβαια κηλιδώνει ανεπανόρθωτα τη φήμη της γυναίκας οδηγού.

Ο «μπαμπά μην τρέχεις»
Ένα από τα καλύτερα είδη οδηγού. Με ένα ή περισσότερα κουτσούβελα στην αγκαλιά ή στην πλάτη, ο καλός πατέρας είναι πάντα και καλός οδηγός. Πρώτον γιατί σκέφτεται τα σπλάχνα του και δεύτερον γιατί κι αυτά του μαθαίνουν χωρίς να το ξέρουν να είναι το ίδιο καλός και στη συμπεριφορά του στο οδόστρωμα. Είναι αυτός που θα σταθεί να περάσουν οι πεζοί, που θα πάει αργά αν έχει νερά ο δρόμος για να μη σε πιτσιλίσει, που θα σταματήσει να πάρει την ηλικιωμένη γειτόνισσα ή να της κουβαλήσει τα ψώνια. Αν είναι και ταξιτζής, ακόμα καλύτερα. Ένας καλός ταξιτζής.

Η «γυναίκα λάστιχο»
Συνήθως, καλή μαμά κι αυτή – κι αν δεν είναι ακόμα μαμά, θα γίνει σίγουρα καλή μαμά αν γίνει μαμά. Είναι η μικρομεσαία εργαζόμενη που τα προλαβαίνει ως διά μαγείας όλα: και δουλειά, και ψώνια, και φροντίδα για τους δικούς της, και σπίτι, και βόλτες, και δραστηριότητες. Άψογη κι αυτή στο οδηγικό σαβουάρ βιβρ – κι αν έχεις την τύχη να τη γνωρίσεις και ως ταξιτζού, θα έχεις πια να το λες. Κορίτσια, εσείς μας κάνετε υπερήφανες.

Ο ταρίφας
Μεγάλη κατηγορία αυτή. Μεγάλη και μπερδεμένη. Διότι εάν δεν πέσεις σε κείνο το μικρό ποσοστό όπου ταρίφας και «μπαμπά μην τρέχεις» ή «γυναίκα λάστιχο» συμπίπτουν, τότε τα πράματα είναι μάλλον ζόρικα. Άμα δε ο ταξιτζής συνδυάζει ολίγον από ταρίφα κι από «άντρα βαρύ κι ασήκωτο» ή «κυρία που προηγείται», τότε την έκατσες. Μπες στο πίσω κάθισμα, βιδώσου, δώσε τελικό προορισμό και βούλωστο. Τώρα το λόγο – και το πρόσταγμα – έχει ο ταρίφας. Εκείνος αποφασίζει πότε και πώς θα πας εκεί που θα πας. Και με πόσα θα πας, εννοείται. Δε θα του καις εσύ τζάμπα τη βενζίνη, αναιδέστατε. Θα την πληρώσεις. Τέντωσε τ’ αυτιά σου καλά και άκου σοφία. Ομιλεί ο παντογνώστης ναούμ.

Ο κλαρινογαμπρός
Εξαιρετικό ταλέντο στο να τρώει τα λεφτά των άλλων – εν προκειμένω, του πατέρα και της μάνας του. Σκάει μύτη στην πλατεία του χωριού με 4 επί 4 τζιπάρα αεροδυναμική και απαστράπτουσα για να πάει απ’ το σπίτι μέχρι το περίπτερο του μπαρμπα – Μήτσου για φιλτράκια. Κι οπωσδήποτε πρέπει να μάθουμε τα μουσικά του γούστα: σταθερά κάτι ανάμεσα σε τουρκομπαρόκ και μέταλ τσιφτετέλι. Όπα σινανάι νάι.

Ο μπάρμπας
Ένα από τα πιο ύπουλα και επικίνδυνα όντα που κυκλοφορούν στο οδόστρωμα: συνήθως ανάμεσα στα προτελευταία και τελευταία «-ήντα», ο μπάρμπας καβαλάει συνήθως ένα κατασκεύασμα αμφιβόλου προελεύσεως, ηλικίας και προορισμού ύπαρξης. Είναι κάτι ανάμεσα σε πειραγμένο τρίκυκλο, προϊστορική βέσπα ή αρχαϊκή μοτοσικλέτα με τη συρόμενη οβίδα στο πλάι, σαν αυτές που οδηγούσαν οι Γερμανοί στην κατοχή. Όπως είναι φυσικό, αδυνατεί να αναπτύξει ταχύτητα πάνω από 20 περίπου χιλιόμετρα την ώρα, αλλά παρ’ όλα αυτά επιμένει να οδηγεί περίπου στο κέντρο του δρόμου. Ένα εκκωφαντικό «πρρρρρρρ» και ντουμάνι το καυσαέριο – πιθανόν το όχημα να καίει και κλάρες. Από το στόμα του εκλύεται εσάνς τσίπουρου. Και φυσικά δε σ’ αφήνει να τον προσπεράσεις. Κι αν τελικά τα καταφέρεις, σου επιφυλάσσει ελληνικότατο μπουκέτο μαζί με μια εγκάρδια ευχή.

Ο «Ν»
Θα μπορούσε να σημαίνει «νεοφώτιστος». Ο έρμος ο νέος οδηγός, παιχνίδι και παραμάζωμα του ταρίφα, του ασήκωτου, της «ανεξάρτητης» - που του κορνάρουν αλύπητα επειδή αργεί ο φουκαράς και τον στολίζουν με φάσκελα και χάχανα πίσω από το κόκκινο «νι» που κουβαλάει σαν άδικη κατάρα. Κουράγιο φίλε, κάνε υπομονή και θα παλιώσεις και συ.

Μαθαίνει πολλά κανείς πίσω απ’ το παρμπρίζ. Για να μη μπείτε λοιπόν και σεις και μπω και γω σε καμιά κατηγορία που δε μας αρέσει, ας φοράμε όλοι τη ζωνίτσα μας σαν καλά παιδιά, ας κάνουμε κι ένα σταυρό να βρίσκεται κι ας αφήνουμε για λίγο τα νευράκια στην άκρη, όσο οδηγούμε. Καλά γκάζια!