A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, η προτομή του Παπαδιαμάντη και ο Φιλοκλής Γεωργιάδης

Από τα πιο όμορφα κείμενα που έχουν γραφτεί για τον Παπαδιαμάντη και τη Σκιάθο του, αλλά και  για έναν ακόμα σπουδαίο που αγάπησε τη Σκιάθο - τον Φιλοκλή Γεωργιάδη - είναι κι αυτό του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, που παραβρέθηκε μαζί με άλλους "επώνυμους" και μη στα αποκαλυπτήρια της προτομής του μεγάλου Σκιαθίτη το Σεπτέμβρη του 1925. Μαζί με τον (όχι τόσο γνωστό) λογοτέχνη Σπύρο Ματσούκα αλλά και τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, τον μόνο εκπρόσωπο που αξιώθηκε να στείλει το ελληνικό κράτος για να τιμήσει τον Παπαδιαμάντη, ο Δροσίνης αφού έκανε έναν ενδιάμεσο σταθμό στη Σκόπελο, για να δει κάποιους εξ αγχιστείας συγγενείς που είχε εκεί, επιβιβάζεται ξανά στο πλοίο του "Τόγια" με προορισμό τη Σκιάθο. Μαζί του, θα επιβιβαστούν και αρκετοί Σκοπελίτες για να παραβρεθούν στα αποκαλυπτήρια. Στη Σκιάθο ωστόσο, προς μεγάλη του έκπληξη, θα προσφερθεί να φιλοξενήσει τον ποιητή (κι όχι απλά να τον φιλοξενήσει, αλλά να του παραχωρήσει το σπίτι του για όσο θα μείνει στο νησί) ένας σεβάσμιος γηραιός κύριος, που όπως θα μάθει αργότερα ο Δροσίνης, είχε διατελέσει και δήμαρχος του νησιού: ο Φιλοκλής Γεωργιάδης.

Εκτός από το πολυτονικό (που για πρακτικούς λόγους ήταν αδύνατο να τηρηθεί, εκτός από το απόσπασμα του Παπαδιαμάντη που αντιγράφηκε αυτούσιο) η ορθογραφία του κειμένου του μεγάλου ποιητή τηρήθηκε μέχρι κεραίας.


Άπαντα Γ. Δροσίνη, Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, τόμος 8ος (απόσπασμα):

"...Ο Μωραϊτίδης ζούσε ακόμα στα 1925. Δεν είχε φύγη από την Αθήνα, και δεν είχε φορέση το καλογερικό ράσο στη Σκίαθο. Συνομήλικος του Παπαδιαμάντη, επέθανε στα 1929. Ο Παπαδιαμάντης είχε πεθάνη από το 1911. Κάποτε, γλήγορα ή αργά, θα ξεπληρώση βέβαια και σ' αυτόν το χρέος της η πατρίδα του και θα στήση στο ωραίο Νησάκι την πανάγαθη όψη του, για ν' αδελφώση μαρμαρωμένους, όπως ήταν και στη ζωή, τους δυο Αλεξάνδρους της.

   Με τον άλλον Αλέξανδρο, τον Παπαδιαμάντη, γνωρισθήκαμε αργότερα, αφού επήρα την Εστία από τον Κασδόνη, στα 1889, και προσπάθησα να συγκεντρώσω γύρω της όλους όσοι κρατούσαν άξια την πέννα. Ένας από τους πρώτους ήτον και ο Παπαδιαμάντης. Και δημοσιεύθηκε στην Εστία πρώτα πρώτα η "Μαυρομαντηλού" του και πολλά άλλα κατόπιν. Αλλά σε στενή γνωριμία μαζί του δεν ήρθα ποτέ. Κουμπωμένος ως το λαιμό, με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια κάτω, σαν να προσκυνούσε, ακόμα και με τα χέρια χωμένα το ένα στο μανίκι του άλλου χεριού, σαν να μην είχε διάθεση να χαιρετήση κανέναν, έμενε πάντα σε κάποια απόσταση. Και όσοι τον εγνώρισαν μπορούν να ομολογήσουν, πως ποτέ δεν κατώρθωσαν να τον ιδούν καταπρόσωπο κι ούτ' έμαθαν το χρώμα των ματιών του.
   Για τα Αποκαλυπτήρια της προτομής του Παπαδιαμάντη πολλοί ελογάριαζαν να πάνε στο Νησί του, αλλά καθώς συμβαίνει πάντα, δεν επήγαν. Επίσημα αντιπροσωπεύθηκε μόνον το Υπουργείον της Παιδείας με τον Γενικόν Γραμματέα του, που έφερνε κ' ένα στεφάνι δάφνης - Υπουργός ήτον ο Τσιριμώκος. Κ' ενώ επρόσμενα να βρω κόσμο γνώριμο στο βαπόρι του Τόγια από τον κύκλο των ανθρώπων των Γραμμάτων και των άλλων, που είχαν τάχα διαβάση και θαυμάση τη "Φόνισσα" και τη "Χρυσή Καδένα", και, και, και... είδα μόνον τον Ματσούκα και τον αντιπρόσωπο του Υπουργείου, που τον εγνώριζα από πρίν βουλευτή, και φίλο πιστό του Βενιζέλου.

                                                                                   [...] 

Το βαπόρι "Κωστάκης Τόγιας"


   Με το πρώτο σφύριγμα του βαποριού, μήνυμα πως θα φύγη, οι δυο σύντροφοί μου κ' εγώ κατεβήκαμε βιαστικά στη βάρκα, για να μη μας αφήση το βαπόρι. Και όμως κανένας άλλος δεν είχε την ίδια ανησυχία. Όσοι ήταν έτοιμοι για να φύγουν, κόσμος πολύς, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, γύριζαν απάνω κάτω στο μώλο, κράζοντας τους καθυστερημένους με γέλια, με φωνές - σωστοί πανηγυριώτες - ενώ το βαπόρι σφύριζε και ξανασφύριζεν ανυπόμονα, γιατί νύχτωνε πιά. Κατά την ελληνική συνήθεια, την τελευταία στιγμή, όταν άκουσαν το βαπόρι να σηκώνη την άγκυρά του, πατείς με πατώ σε, σωριάσθηκαν στις βάρκες για να προφθάσουν. Όλοι ήταν όχι σαν να ξεκινούσαν για ταξίδι θαλασσινό, αλλά σαν να πήγαιναν καλεσμένοι σε γειτονικό πανηγύρι. Οι γυναίκες, με φαντακτερά κοντομάνικα φορέματα, με βραχιόλια και δακτυλίδια στα χέρια, με χάντρες στο λαιμό, μ' εσάρπες στο κεφάλι, με σκαρπινάκια ψηλοτάκουνα στα πόδια. Οι άνδρες με φρεσκοσιδερωμένα καλοκαιρινά κοστούμια, με κολλαριστά κολλάρα, με καλοδεμένους λαιμοδέτες. Μερικοί κρατούσαν ένα βαλιτσάκι, ένα τσαντάκι, ένα καλαθάκι στο χέρι και σπάνια τα επανωφόρια και σπανιώτερα τα σαλάκια και τα ζακετάκια των γυναικών. Τί να τα φορτωθούν άδικα; Καλοκαίρι ήτον ακόμα, ταξιδάκι δυό τριών ωρών, θάλασσα λάδι.
   Τον ύπνο τον είχαν εξασφαλισμένον όλοι σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Για το βραδινό τραπέζι ήταν ξένοιαστοι: ήξεραν πως θα το βρουν έτοιμο και πλούσιο στη Σκιάθο από την Επιτροπή του εορτασμού για τους καλεσμένους και... για τους ακάλεστους, καθώς όλα τα πανηγυρικά δείπνα στην Ελλάδα.
   Ζωηρότης λοιπόν και αφροντισιά! Φωνές χαρούμενες και δυνατά γέλια συντάραζαν την έρημη κι άλαλη σάλα του βαποριού. Πού να ήξεραν τί τους ετοίμαζαν για το γυρισμό του Ποσειδώνος η τρίαινα και οι αεροθάλαμοι του Αιόλου!...

Η Σκιάθος στις αρχές του 20ού αιώνα



Ο  ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

   Μαζί με τους δυο συνταξιδιώτες μου πήγαμε στου Παπαδιαμάντη το σπίτι. Εκεί βρήκα ανάμεσα σε πολύ κόσμο το νοικοκύρη του σπιτιού που με πρόσμενε να να πιούμε μαζί καφέ. Με ρώτησε πώς πέρασα τη νύκτα και αναγκάσθηκα να του πω τη μισή αλήθεια. Δεν μπορούσα να του κρύψω πως δεν κοιμήθηκα στο κρεβάτι της κάμαρας, γιατί θα το έβλεπε και ο ίδιος ανέγγικτο. Του έκρυψα όμως την αιτία, που μ' έκαμε να προτιμήσω από τα μαλακά στρώματά του το σκληρό χαμόστρωτο κρεβάτι του σαλονιού, και είπα πως ήμουν συνηθισμένος στα σκληρά και χωρίς κουνουπιέρα. Θέλησα να του δώσω το κλειδί, αλλά δεν το πήρε:
   - Το σπίτι δεν είναι δικό μου όσο θα μείνετε εδώ. Μπορείτε και το απόγευμα να πάτε να ησυχάσετε. Θα το έχετε και την αποψινή νύκτα, αφού θα φύγετε αύριο το απομεσήμερο.
   Ανεβαίνομε την ξύλινη παλιόσκαλα. Ένας χαρβαλωμένος ξύλινος εξώστης, στεφανωμένος με κληματαριά, και παραμέσα δυο καμαράκια φτωχικά σαν κελλιά μοναστηριού με δυο καλόγριες, τις αδελφές του Παπαδιαμάντη.
   Να το το τζάκι, που ζέσταινε για ύστερη φορά τα χέρια του τρεμάμενα και ανίκανα να κρατήσουν πια το κοντύλι της "Φόνισσας" και των "Χαλασοχώρηδων". Να την κ' η γυμνή γωνίτσα δίπλα στο τζάκι, που απόγερνε κατάχαμα το λιγόζωο κορμί.
Το τζάκι του Παπαδιαμάντη (φωτ. αρχείο ΕΛΙΑ)


   Σ' ένα παλιό σανιδένιο τραπεζάκι παρέκει μονάκριβο βιβλίο πρασινοδεμένο τραβά τα μάτια. Δεν είναι ούτε Ευαγγέλιο ούτε Ψαλτήρι. Τί να είναι; Ποιός να το μαντέψη; Τα δράματα του Σαίξπηρ στην έκδοση  Macmillan με χρονολογία 1878. Και η μια από τις δυο πιστές αδελφές του θυμάται, πως λίγο πριν κλείση τα μάτια, της ζήτησεν από τη γωνιά του να του φέρη το βιβλίο αυτό για να διαβάση. Μα του κάκου: δεν μπορούσε πια να ξεχωρίση τα γράμματα.
   - Δεν μπορώ να διαβάσω, της είπε, βάλε το στη θέση του.
   Και, πριν της το δώση, το χάιδεψε με τρυφερότητα, σαν κάτι αγαπημένο, που αποχαιρετούσε.
   Έτσι, χωρίς να το θέλη, ο Παπαδιαμάντης ξεπλήρωνε το χρέος μας στο Σέλλεϋ και στο Ρούπερτ Μπρουκ: για τη λατρεία και των δυο προς την ελληνική ποίηση. Στην τσέπη του Σέλλεϋ, όταν τον ξέβρασε πνιγμένον η θάλασσα, βρήκαν το Σοφοκλή, και στου Μπρουκ το νεκρικό προσκέφαλο τον Αριστοφάνη. Και ήτον από τη μοίρα γραφτό το πανηγυρικό ξεσκέπασμα της μαρμαρωμένης μορφής του Παπαδιαμάντη να τιμήση η πατρίδα του Σαίξπηρ με την παρουσία ενός ναυάρχου της και τους ήχους της αγγλικής μουσικής.

   Όταν τέλειωσαν τα πανηγύρια και κόπασε η οχλοβοή, απόμερα προσμένοντας ως τότε, κάτω από τα πεύκα, της ακρογιαλιάς σηκώθηκα και πήγα να δώσω το χέρι στις δυο μαυροφόρες αδελφές καθισμένες στο μαρμαρένιο βάθρο της προτομής σα Μαυροφόρες στου Χριστού τον Τάφο.
   Τί καλοδιαλεγμένη αλήθεια η θέση του! Ανάμεσα σε θαλασσόλουστα και αναμόσειστα πεύκα, στο χαριτωμένο Νησάκι, που γεφυρώνει με το νησί στενός μώλος, αντικρύζει ο μαρμαρωμένος την αγαπημένη του Σκίαθο. Και παραπάνω, στο ψηλότερο μέρος, σαν ειρηνικό κάστρο, θρονιασμένο το σχολείο. Έτσι κάθε πρωί τα παιδιά της Σκιάθου περνώντας από κει θα καλημερίζουν τον Παπαδιαμάντη, καθώς καλημερίζουν τα παιδιά της Γενεύης τον Πεσταλότση.

Η προτομή του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, 1936 (φωτ. αρχείο ΕΛΙΑ)

   Και άξαφνα μια παράξενη σκέψη μου ήρθε στο νου:
   - Άν μπορούσε να πάρη το μάρμαρο αυτό τη ζωή εκείνου, που δείχνεται σκαλισμένος, και την ψυχή του μαζί, την περασμένη νύχτα και πριν ξημερώση του πανηγυριού η ημέρα, θα είχε ξεθεμελιωθή από το χώμα, θα είχε μπαρκαρισθή στην πρώτη βάρκα, που θα βρίσκουνταν εκεί στο μώλο, και θα πήγαινε να πέση, να χαθή μεσοπέλαγα, πέρα από τα Μυρμήγκια και από τα Αραπάκια, εκεί που χάθηκαν ο Μπαμπούκος του, ο Νιόγαμπρος και ο Καλούμπας, "ο ξακουστός ψαράς με το ένα χέρι". Και βέβαια θα το προτιμούσεν αυτό, παρά να βρεθή τριγυρισμένος από τόσον κόσμο, ν' ακούση λόγους εγκωμιαστικούς και να φορτωθή βαριά στέφανα θαυμασμού. Πού θα τα δέχουνταν ποτέ αυτά τα μάταια και εγκόσμια ο ερημίτης και ο ασκητής της Σκιάθου!

   Δεν μπορούσα να λείψω από το επίσημο μεσημεριανό τραπέζι της Επιτροπής. Προσπάθησα όμως, αφού δεν είχα καμμιάν επίσημην αποστολή, να βρεθώ όσο το δυνατόν απόμερα και μακριά από τις προσφωνήσεις και τις προπόσεις και κατώρθωσα να ξεφύγω πρίν σηκωθούν οι άλλοι και να πάρω το δρόμο προς το σπίτι το φιλόξενο. Είχα μεγάλη ανάγκη να ησυχάσω και να κοιμηθώ ύστερα από την κακοΰπνωτη νύκτα και την κούραση της ημέρας. Έπεσα στο ίδιο κατάχαμο κρεβάτι και αποκοιμήθηκα βαθιά. Με ξύπνησεν το τρίξιμο των παραθύρων από τον άνεμο και το βογκητό της θάλασσας.



   Ως την ώρα εκείνη η μέρα ήτον εξαιρετικά ζεστή. Απανεμιά ασφυχτική, από τις προδοτικές εκείνες, που κρύβουν τη θαλασσοπνίχτρα φουρτούνα. Κ' η προδοσιά δεν άργησε να φανερωθή: Δυνατό μαϊστράλι άρχισε να κυλά τα κύματα στ' ακρογιάλι, πολύ καλόδεχτο για τους ταλαιπωρημένους πανηγυριώτες. Αλλά σιγά σιγά η θάλασσα αγρίευε, τα πεύκα τριζοβολούσαν. Οι δειλότεροι ανησυχούσαν για το γυρισμό. Όσοι είχαν έλθη από τα γύρω νησιά με καΐκια και βάρκες να μοιρασθούν φιλότιμα τη Σκιαθίτικη δόξα, έφευγαν βιαστικοί. Και οι δυο σύντροφοί μου, που τους τρόμαζεν η ιδέα να περάσουν το Καβοντόρο γυρίζοντας την αυριανή μέρα με το βαπόρι του ερχομού μας, ωφελήθηκαν από την ευκαιρία να γυρίσουν με το βαπόρι της γραμμής του Ευβοϊκού κ' έφυγαν για το Βόλο σαν κυνηγημένοι χωρίς να τους ιδώ.
   Ξαπλωμένος στο κρεβάτι της ψηλής καμαρούλας μου την πρώτη νύκτα, γύριζα με το νου στα πίσω, στον κύριο σκοπό που με είχε κάνη να ταξιδέψω και στις τόσες άλλες περιπέτειες άσχετες με τον κύριο σκοπό.
   Και περνούσε μπροστά από τα μισόκλειστα μάτια μου η Σκίαθος με τις απέραντες κορδέλες των γαλάζιων γιαλών της, με τα κάτασπρα, σαν ασπρόμαλλων προβάτων κοπάδια, σπίτια της, που ανηφορίζουν ήσυχα και αργά σαν να πηγαίνουν σε κάποια βουνήσια βοσκή...
   Με το γλήγορο πέρασμά μου δεν είχα προφθάση τίποτε να ιδώ και να χαρώ από κοντά. Σ' όλα απάνω σαν πεταλούδα φτερούγισεν η ματιά μου, και όλα μαζί μου είχαν αφήση μια σμικτή αξεδιάλυτην εντύπωση ομορφιάς, σαν την ευωδιά, που μας χαρίζει στο νυκτερινό διάβα μας αξεδιάλυτη και σμικτή απ' όλα τα άνθη του ένας ανθόκηπος τον Απριλομάη.


ΤΟ  ΝΗΣΙ  ΤΗΣ  ΑΓΝΩΣΤΗΣ  ΠΕΘΑΜΕΝΗΣ

   Ένα μήνα πριν - από τον Αύγουστο του 1925 - όλος ο ελληνικός τύπος, εφημερίδες και περιοδικά, διαλαλούσαν πως την ημέρα του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου, θα γίνουν στη Σκίαθο τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Παπαδιαμάντη, φιλοτεχνημένη σε πεντελικό μάρμαρο από τον γλύπτην Θωμάν Θωμόπουλον και παρώτρυναν για συμμετοχή τα λογοτεχνικά και επιστημονικά σωματεία και τους επισήμους και τους απλούς ιδιώτας, θαυμαστάς του μεγάλου διηγηματογράφου, να μη λείψουν από το προσκύνημα. Όταν όμως έφθασεν η ημέρα, άλλος για τον φόβο του Καβοντόρου, και άλλος για προσωπικές του υποθέσεις, δεν εσάλεψαν από τα σπίτια τους. Επίσημος αντιπρόσωπος της Κυβερνήσεως κανένας εκτός του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας, Β. Κυρέλλου, που τον έστειλεν αντιπρόσωπον μ' ένα βαρύ δάφνινο στεφάνι ο Υπουργός Γιάννης Τσιριμώκος, θαυμαστής του μεγάλου διηγηματογράφου. Εγώ επήγαινα σαν ιδιώτης, κ' έτσι εγλύτωνα από προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις. Μόνον η Σκόπελος έστειλε πολλούς προσκυνητάς και τα μικρονησάκια τα γειτονικά της Σκιάθου. Στο βαπόρι αντίκρυσα ξαφνικά τον πάντα ενθουσιασμένο και μεγαλόφωνο Σπύρο Ματσούκα και εγίναμε οι τρεις μια αχώριστη και εύθυμη συντροφιά με μπύρες και προσφάγια από τα οδοιπορικά έξοδα του Γενικού Γραμματέως.
   Στις δέκα φθάσαμε στη Σκίαθο, ενώ μας επρόσμεναν τρεις ώρες πριν. Βάρκες πολλές μας επήραν χωρίς να αντικρύσωμε τίποτε, ναυλωμένες από την Επιτροπή. Στα σκοτεινά, σαν τυφλομυίγα, δεν ξέρω πώς βρέθηκα στη βάρκα και ύστερα στη στεριά κρατημένος από κάποιο προνοητικό χέρι, που με οδηγούσε προς κάποια φώτα - τα φώτα του τραπεζιού της υποδοχής, στρωμένο στο ύπαιθρον.
   Η μεγάλη καθυστέρηση του βαποριού και ο περιορισμός των επισήμων και των ανεπισήμων, που πρόσμεναν από την Πρωτεύουσα, σαν εμάς τους τρεις, εκρύωσε τον ζήλον της Επιτροπής, αλλά και εσυγκέντρωσε σ' εμάς όλες τις φροντίδες για τη φιλοξενία μας.
   Και από την ώρα εκείνη αρχίζει για μένα το παραμύθι ή το φανταστικό διήγημα του Έδγαρ Πώ. Στο πλάγι μου, μόλις εκαθίσαμε στο μεγάλο τραπέζι, βρέθηκε κάποιος ηλικιωμένος άγνωστός μου, που με τη συμπαθητική του όψη και τους ευγενικούς του τρόπους, μ' έκαμε να τον προσέξω σαν εξαιρετικόν άνθρωπον. Και δεν απατήθηκα.
   Κυττάζοντάς με με μελαγχολικό χαμόγελο έσκυψε και μου είπε σιγαλά στο αυτί:
   - Εσείς δε με γνωρίζετε, βέβαια, και μου είπε τ' όνομά του - εγώ όμως σας γνωρίζω και σας παρακολουθώ από τον καιρό της Εστίας· και του περιοδικού και της εφημερίδας. Μη δεχθήτε να πάτε αλλού. Όσο μείνετε εδώ, το σπίτι μου είναι δικό σας, εντελώς δικό σας. Θα σας δώσω το κλειδί του.
   Τέτοια πρωτάκουστη φιλοξενία δεν την επρόσμενα. Θέλησα να τον ευχαριστήσω, να του πω πως είναι πάρα πολύ αυτό που κάνει. Μ' έκοψεν αμέσως:
   - Δεν έχετε να μ' ευχαριστήσετε καθόλου. Είναι πολύ μικρό αυτό και δεν ξεπληρώνει ούτε το χιλιοστό απ' ό,τι σας χρωστώ.
   - Μου χρωστάτε; είπα με απορία, από πού και πώς.
   - Σας χρωστώ τις ευτυχισμένες ώρες που πέρασα, διαβάζοντάς σας στα καλά μου χρόνια, και την παρηγοριά που μου δώσατε στη λύπη μου όταν έχασα τη γυναίκα μου.
   Και η φωνή του κόπηκε.
   Δεν αποκρίθηκα και του έσφιξα άφωνα το χέρι. Όταν σηκωθήκαμε από το τραπέζι και ήλθαν να με καλέσουν μέλη της Επιτροπής στα σπίτια τους, ζητώντας ο καθένας να τον προτιμήσω, είπα πως έχω προσκληθή από πριν. Ακούοντας ποιός με είχε προσκαλέση, παραιτήθηκαν όλοι:
   - Δεν μπορούμε να συναγωνισθούμε εμείς με τα καλά που θα βρήτε στο σπίτι που θα πάτε.
   Έμαθα τότε πως ο άγνωστος σ' εμένα ήτον μιά προσωπικότης του νησιού. Όχι εντόπιος, αλλά ξένος φερμένος από δουλωμένη πατρίδα, τη Μακεδονία. Είχεν αποκατασταθή στη Σκίαθο για να πατά ελεύθερη γη. Πλούσιος και γενναιόδωρος για κάθε εθνικό σκοπό και για κάθε τοπική ανάγκη και προστάτης των φτωχών και των δυστυχισμένων, από τότε μάλιστα που έχασε τη γυναίκα του. Αυτός ήτον ο χορηγός για τα Αποκαλυπτήρια, χωρίς να φανερώνεται. Τί χάρισμα της Τύχης ήτον να με φέρη στο πλάγι τέτοιου ανθρώπου!" 

(Ο Δροσίνης στα "Σκόρπια φύλλα" του δεν αναφέρει ονομαστικά τον Φιλοκλή Γεωργιάδη. Ο επιμελητής της δεύτερης έκδοσης (2001) Γιάννης Παπακώστας, πληροφορημένος από τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, σημειώνει: 
"Πρόκειται για τον Φιλοκλή Γ. Γεωργιάδη (18451936). Ο Γεωργιάδης διετέλεσε δήμαρχος της Σκιάθου κατά τις περιόδους: 1899-1903, 1907-1914, και πρόεδρος της ίδιας Κοινότητας από το 1929 μέχρι το 1934. Η γυναίκα του Μαρία, το γένος Φραγκίστα, πέθανε το 1907. Ο Γεωργιάδης συγκαταλέγεται στους ευεργέτες της Σκιάθου. Την πληροφορία οφείλω στη φιλική συνδρομή του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου".)

(Πηγή: "Φωτομνήμες που μας ταξιδεύουν", Μουσείο Ναυτικής και Πολιτιστικής Παράδοσης Σκιάθου, 2019)

   Δε θέλησε να μ' αφήση να κρατώ το οδοιπορικό τσαντάκι μου και μου το πήρε από το χέρι. Εκινήσαμε στα σκοτεινά. Πού πηγαίναμε και για πόσο δρόμο δεν ήξερα, και το περπάτημά μου ήτον σαν φυλαγμένο. Το παρατήρησε:
   - Πιασθήτε από το μπράτσο μου και μη σας μέλη. Ο δρόμος δεν έχει κακοτοπιές, όλο στο ακρογιάλι πηγαίνει... Νά, φθάσαμε.
   Σταθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα κατάκλειστη του κατασκότεινου σπιτιού. Έβγαλεν από την τσέπη του ένα βαρύ κλειδί και την άνοιξε. Μπήκε πρώτος:
   - Προσμένετε μια στιγμή ν' ανάψω το φως.
   Πολύ προνοητικά είχε πρόχειρο ένα κερί στο πλάγι της πόρτας και το κουτί με τα σπίρτα κοντά. Με το λιγοστό φως του κεριού βρεθήκαμε σ' ένα μεγάλο σαλόνι. Άναψα μια λάμπα πετρελαίου ακουμπησμένη σε μαρμαρένιο τραπεζάκι. Όλα τα έπιπλα του σαλονιού ήταν τραβηγμένα γύρω στους τοίχους, και στο κάτω, στο διπλανό πάτωμα, ήταν απλωμένα δυό στρώματα έτοιμα για ύπνο.
   - Μη σας ενοχλούν αυτά, τα είχα ετοιμάση για μιαν ανάγκη αν ήρχουνταν πολλοί από την Πρωτεύουσα. Δε μας αξίωσαν όμως. Εδώ είναι η κάμαρα η δική σας.
   Και μου άνοιξε την πόρτα μιας κάμαρας. Ήτον η κάμαρά μας, μου είπε με συγκίνηση, όσο ζούσε η γυναίκα μου. Από τότε δεν ξανακοιμήθηκα σ' αυτή. Έχω άλλη κάμαρα. Μα και πάλι πολλές νύχτες δεν έχω το θάρρος να αισθάνωμαι την ερημιά του σπιτιού και κοιμούμαι σ' ένα μικρό σπίτι, που το έχω παραχωρήσει στις ανιψιές μου.
   Καθίσαμε σ' ένα βελούδινο καναπέ.
   - Πρέπει να σας πω πώς πέθανε η καϋμένη η καλή γυναίκα μου. Όποτε είχα βαρύ το στομάχι από βραδινή πολυφαγία, ξάπλωνα στο έξω μέρος του κρεβατιού για να μην την ενοχλώ με την βαθυάν αναπνοή μου. Έτσι πλαγιάσαμε πλάτη με πλάτη, γιατί εκείνη ήτον πάντα γυρισμένη προς τον τοίχο. Την τραγική εκείνη νύχτα αισθάνθηκα ένα κρύωμα στην πλάτη μου σαν από πάγο. Η γυναίκα μου, χωρίς να σαλέψη καθόλου, είχε πεθάνη προ πολλής ώρας από εμβολή καθώς μου εξήγησε την άλλη ημέρα ξημερώματα, φερμένος ο γιατρός. Δεν πέθανε λοιπόν από αρρώστια. Ήτον καρδιακή χωρίς να προσέξη ούτε η ίδια. Το κρεβάτι ήτον αμόλυντο. Γι' αυτό και σας το παραχωρώ, άφοβα απόψε, αφού δεν μας ετίμησε κανένας επίσημος με τη γυναίκα του, όπως ελπίζαμε.
   Πριν φύγη με ωδήγησε με το κερί στα κατατόπια του σπιτιού.
   - Μπορείτε να κοιμηθήτε άφοβα. Είναι μεγάλη ασφάλεια στο νησί μας. Θα κλειδώσω και την εξώπορτα από μέσα και θα κρατήσετε το κλειδί δικό σας όσο θα μείνετε. Το πρωί θ' ανοίξετε, και όταν βγήτε θα κλειδώσετε απ' έξω. Θα με βρήτε στο καφενείον, στο μέρος που φάγαμε. Δε θα δυσκολευτήτε να πάτε. Ο δρόμος θα σας βγάλη εκεί. Καλή νύχτα σας!
   Κ' ενώ άνοιγε την εξώπορτα, ξαναγύρισε:
   - Μήν ανησυχήσετε, αν ακούτε την νύχτα κάτω από το παράθυρο ταραχή. Είναι απάνω στη θάλασσα και μουρμουρίζει από κάτω το νερό. Και το πρωί, άμα ανοίγετε τα παράθυρα, να ξέρετε πως θ' αντικρύσετε τα Ρ ό δ ι ν α  Α κ ρ ο γ ι ά λ ι α  του Παπαδιαμάντη.


   Δεν πίστευα στα μάτια μου!
   Η κάμαρα, που προωρίσθηκε για μένα τον περαστικό ταξιδιώτη, μπορούσε να δεχθή και μια βασίλισσα. Τίποτε δεν έλειπεν απ' όσα χρειάζονται σε μια γυναίκα του μεγάλου κόσμου για τον ύπνο της νύχτας και το πρωινό της ξύπνημα. 
   Απάνω σ' ένα τραπέζι με μεγάλο καθρέφτη αραδιασμένες μποτίλιες στο κεντητό και νταντελένιο σκέπασμα και μποτιλάκια, μυρωδιές της καλύτερης γαλλικής μάρκας και κρυσταλλένια κουτάκια με κρέμες και πάστες και πούδρες, και χτένια από ταρταρούγα και ψαλιδάκια και λίμες για τα νύχια. Όλα σαν ανέγγιχτα και αμεταχείριστα. Και στο πλάγι ένας μεγάλος νιπτήρας μαρμαρόστρωτος λαμποκοπούσε με τη λεκάνη και το κανάτι και τη σαπουνιέρα και τη βουρτσοθήκη. Όλα κάτασπρα από την πιο φίνα πορσελάνη. Και το κρεβάτι! Μεγάλο, βαρύ, διπλοκοιμησιάς, με χοντρές μπρούτζινες κολώνες και στρωσίδια όλα κατακέντητα, κλεισμένο μέσα σε κουνουπιέρα διάφανη σαν την πρωινή πάχνη.
   Είχε μείνη τάχα η κάμαρα εκείνη χρόνια κλειστή, και για μένα την άνοιξεν η Τύχη; Έτσι, όπως τη βρήκα, την είχεν αφήση πριν πεθάνη η νοικοκυρά του σπιτιού και τη διατήρησε σαν κάτι ιερό; Ή την είχαν τώρα ετοιμάση επίτηδες για τα Αποκαλυπτήρια, προσμένοντας καμμιά πολύ μεγάλη κυρία από την Πρωτεύουσα, άξια να φιλοξενηθή εκεί;
   Πιθανώτερο το πρώτο. Δεν ήτον πιστευτό, πως αποθηκεμένα όλα αυτά σε ντουλάπια και κασσέλες από χρόνια, θα τα ξανάβαζαν πάλι με τέτοια τάξη στις θέσεις, που είχαν τον καλό καιρό και θα ξαναγύριζαν, όπως την έβλεπα την ερημωμένη κάμαρα.
   Κ' ενώ άνοιγα το τσαντάκι μου για να πάρω ό,τι θα μου χρειάζουνταν για τον ύπνο και ανασήκωνα την κουνουπιέρα του κρεβατιού, μια αόρατη δύναμη τράβηξε τα χέρια μου πίσω κ' ένα στόμα αθώρητο μου έλεγε στο αυτί:
   - Με τί δικαίωμα θα πάρης τη θέση της άγνωστης πεθαμένης; Είναι ιεροσυλία.
   Έκαμα την απόφαση να μην αγγίξω τίποτε από την κάμαρα αυτή, να την αφήσω απαραβίαστη, και να περάσω τη νύχτα σ' ένα από τα δυο κατάχαμα στρώματα. Βγήκα στο σαλόνι ακροπατώντας με φόβο μην ταράξω την ιερή σιωπή κ' έγειρα την πόρτα. Χαμήλωσα το φως της λάμπας και την άφησα να καίη τις λίγες ώρες που έμεναν ως την αυγή. Δεν ένιωθα το θάρρος να μείνω στα σκοτεινά. Με τρόμαζε το Άγνωστο, που με τριγύριζεν. Άγνωστη η τοπογραφία του νησιού. Άγνωστη η θέση του σπιτιού. Άγνωστα τα εσωτερικά κατατόπια του. Αν κανένας ξαφνικός κίνδυνος μ' έκανε να πεταχθώ από τον ύπνο, δε θα ήξερα πού είμαι, τί να κάμω, πώς να σωθώ.
   Πλάγιασα στο ένα στρώμα μισοντυμένος και ο ύπνος είχε φύγη από τα κλειστά μου βλέφαρα. Πίσω από τη γυρτή πόρτα της παραμυθένιας κάμαρας έβλεπα με το νου ζωντανεμένο το παραμύθι: 
   Μια γυναίκα ασπροφόρα, με τα νυχτικά της, καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη της, σήκωνε προς το κεφάλι τα δυο χέρια της γυμνά ως τις μασχάλες και ξεχτένιζε τα μαλλιά της για να τα κάνη πλεξίδες πριν κοιμηθή... Και την έβλεπα με μια ιερή συγκίνηση που σβύστηκε με το αποκάρωμα του ύπνου κια αποκοιμήθηκα. Μα και πάλι ο ύπνος μου δεν ήτον βαθύς και ήσυχος. Μου τον τάραζεν η έννοια μη με προδώση και χάσω την ανατολή και τα  Ρ ό δ ι ν α  Α κ ρ ο γ ι ά λ ι α.  Άνοιξα τα μάτια και κύτταξα τα παράθυρα. Σκοτάδι ακόμα. Στύλωσα το αυτί και άκουσα κάποιο γλυκύτατο φλοίσβο, τρίλλιες βιολιού με ουρντινό τις δοξαριές έσερνε το θαλασσινό νερό μόλις σαλεμένο από το απόγειο αεράκι, παίζοντας με τα χαλίκια και τις σχισμάδες των βράχων. Η λάμπα σβυστή.
   Άπλωσα το χέρι από το κρεβάτι και ψηλαφώντας βρήκα και άναψα το κερί. Επήγα και άνοιξα τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα. Τα μάτια μου σιγά σιγά ξεκαθάριζαν μέσα στο σκοτάδι καΐκια και βάρκες ασάλευτες κάτω από τ' άστρα. Μακρύτερα δεν εφαίνουνταν, παρά ένας ήσκιος μαύρος σαν σύννεφο μπόρας, κάποια στεριά. Αυτά να ήταν τα  Ρ ό δ ι ν α  Α κ ρ ο γ ι ά λ ι α ;  Γιατί όχι; Μήπως και τα ρόδα των κήπων δε δείχνουνταν μαύρα στο σκοτάδι της νύχτας;...
   Ξαναπλάγιασα με ανοιχτό το ένα παράθυρο και ψευτοκοιμήθηκα. Με το δεύτερο άνοιγμα του ματιού μου ο ήλιος χρύσωνε την απαλόγραμμη κορυφή του αντικρινού βουνού και σε λίγο άνθιζαν όλοι οι ροδόκηποι της ακρογιαλιάς, πέρα ως πέρα, σωστά  Ρ ό δ ι ν α  Α κ ρ ο γ ι ά λ ι α :

"Ὦ αὐγή, γλυκεῖα αὐγή, ποὺ ἀνθεῖς καὶ ροδίζεις ἐκεῖ εἰς ὕψος, ἀλλὰ καὶ τόσον χαμηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ἐκείνην τὴν ράχιν τὴν ἀντικρινήν ― τῆς ἀκτῆς ποὺ κλείει τὸν λιμένα. Εὐτυχῆ τ᾿ ἀρνάκια τὰ βόσκοντα ἐκεῖ στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ, ποὺ φθάνουν ἕως τὴν κορυφὴν τῆς ράχης καὶ πηδοῦν καὶ χορεύουν, καὶ σὲ ἀπολαύουν ἐγγύθεν, καὶ μεθύουν, ὦ αὐγή, ἀπὸ τ᾿ ἀρώματά σου. Πλέον εὐτυχῆ τὰ πουλάκια, ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλῶνα εἰς κλῶνα, καὶ σκιρτοῦν καὶ ἀναγαλλιάζουν εἰς τὴν θείαν ἐπαφήν σου… Εὐτυχὴς κι ὁ βοσκός, ποὺ τὸν ἐξύπνησες τώρα ναρκωμένον ἀπὸ τὴν δροσιάν σου, καὶ πετᾷ τὴν κάπαν του, κι ἁρπάζει τὴν μαγκούραν του καὶ τρέχει νὰ σαλαγήσῃ τὰ πρόβατα, νὰ ἐνεργήσῃ τὸν πρωινὸν ἀμολγόν, σφυρίζων καὶ ἄφροντις, καὶ τόσον πολὺ εὐτυχής, ὥστε οὔτε τὸ ὑποπτεύει."

   Προσπάθησα να μην πειράξω τίποτε από το συγύρισμα της πλαγινής κάμαρας και προτίμησα να πλυθώ έξω, σε μια βρυσούλα της κουζίνας του σπιτιού. Συμμάζεψα τα λίγα πράματά μου στο τσαντάκι, έβαλα κάποια τάξη στο στρώμα, που κοιμήθηκα, και μπήκα πατώντας ελαφρά, καθώς μπαίνει κανείς σ' ερημοκκλήσι, στης Άγνωστης Πεθαμένης την κάμαρα. Βεβαιώθηκα πως τίποτε δεν είχε σαλέψη από τη θέση του. Ντύθηκα και βγήκα. Κλείδωσα και πήρα το μεγάλο κλειδί, σαν νοικοκύρης. Έβυγα με τη θλιβερή συγκίνηση που μου έφερνεν η σκέψη, πως δε θα ξαναγυρίσω ποτέ πια εκεί. Ο δρόμος μ' έφερε στα καφενεία και βρήκα το νοικοκύρη που με πρόσμενε να πιούμε καφέ. Ως την ώρα που ώριζε το πρόγραμμα για το ξεσκέπασμα της προτομής κάναμε ένα γύρο προς τα ψηλότερα του νησιού, περνώντας από δρόμους και δρομάκια και ανεβαίνοντας σκάλες και σκαλάκια. Ήτον η παραμονή της Υψώσεως του Σταυρού και εώρταζαν αύριο οι Σταύροι και Σταυρούλες. Θα είχαν βέβαια το όνομα αυτό και σε μερικά από τα σπίτια που περνούσαμε και συλλογιζόμουν πως, αν ζούσαν οι δυο μπεκρήδες ήρωες του Παπαδιαμάντη, θα τα είχαν σημαδέψη την παραμονή για να μην τα χάνουν ζαλισμένοι από τα κεράσματα και θα τα ξεχωρίζαμε και μεις στο διάβα μας.
   Ύστερα κατεβήκαμε στο μόλο, που είχε την όψη σκάλας μεγάλου λιμανιού. Πρώτα πρώτα με την αραγμένη μοίρα του Αγγλικού στόλου και την κίνηση των πληρωμάτων που πηγαινοέρχουνταν από τα πλοία στη στεριά. Και έπειτα με τα καΐκια και τις βάρκες, γεμάτες πανηγυριώτες, άνδρες και γυναίκες, με πολύχρωμες νησιώτικες φορεσιές, φερμένοι από τα γειτονικά νησάκια. Και ήτον αλήθεια πολύ γραφικό το ανακάτωμα των δύο φυλών, των ξανθών Βρεταννών και των ηλιοκαμμένων Αιγαιοπελαγιτών. Και το ανακάτωμα αυτό ήτον πολύ εγκάρδιο. Δεν τους θεωρούσαν σαν ξένους τους Άγγλους, γιατί κάθε τόσο ήρχουνταν στο λαμπρό λιμάνι της Σκιάθου μοίρες του Στόλου και τους δέχουνταν όπως θα δέχουνταν δικούς μας.

   Ημέρα του Σταυρού, νηστεία. Ο νοικοκύρης μου με είχε καλέση να νηστέψωμε το μεσημέρι μαζί στο μικρό του το σπίτι. Περνώντας άφησα εκεί το τσαντάκι μου. Θα το έπαιρνα το απομεσήμερο, την ώρα που θα ήρχουνταν ο  Τ ό γ ι α ς  από το Βόλο για να εξακολουθήση το δρόμο του γυρισμού: Σκόπελο, Σκύρο, Κύμη. Τις πρωϊνές ώρες πέρασα με τη συντροφιά του νοικοκύρη μου πρώτα στην εκκλησιά και ύστερα στο καφενείο και σε μικρούς γύρους. Δεν ήτον πια η χθεσινή πολυκοσμία. Μόνον η κίνηση των Άγγλων θαλασσινών, που πηγαινοήρχουνταν έδινε κάποια ζωή στην ακρογιαλιά. Ο άνεμος δυνάμωνεν όσο ψήλωνεν ο ήλιος και δεν ήτον ευχάριστο το ανέβασμα στις ανεμόδαρτες γειτονιές.
   Πολύ ορεκτικό το μεσημεριανό τραπέζι με τα φρέσκα και θαλασσομύριστα μύδια και κυδώνια και χιβάδες και την ακούραστη φροντίδα δυο κοριτσιών. Ήταν οι δυο ανεψιές του νοικοκύρη. Ήταν δυο δροσερές νησιωτοπούλες με μόνο στολίδι τα νιάτα τους, απλοντυμένες, με το πρόσωπο άβαφο και τα μαλλιά ριγμένα πλεξίδες στην πλάτη.
   Οι ώρες όμως αργούσαν να περάσουν, μου φαίνουνταν ατέλειωτες, όπως είναι πάντα της προσδοκίας οι ώρες. Έμπαινα και έβγαινα από το σπίτι στο δρόμο ως που ν' ακουσθή το σφύριγμα του  Τ ό γ ι α .  Και επί τέλους ακούσθηκε. Την τελευταία στιγμή φιληθήκαμε με τα δάκρυα στα μάτια. Ξέραμε πως ο αποχαιρετισμός εκείνος ήτον παντοτινός. Έβλεπα για τελευταίαν φοράν τον εξαιρετικόν εκείνον άνθρωπο που με τη δυστυχία του έπλαττε την ευτυχία των άλλων. Του Θεού χάρισμα!
   Βιαστικά βιαστικά βρέθηκα σε μια βάρκα με πολλούς άλλους και από κει στο βαπόρι. Και ξαφνικά μέσα από το σύθαμπο αυτό ξεχώριζε και ανέβαινε κάτι λευκό και αλαφρό σα σύννεφο: η οπτασία της Άγνωστης Πεθαμένης γυναίκας, που με είχε φιλοξενήση στο σπίτι της. Σκεπασμένη με το αδιαπέραστο πέπλο της Ίσιδος δεν έβλεπα την όψη της. Με τη φαντασία μόνον την έπλαθα νέα και ωραία, όπως φανταζόμαστε συμπληρωμένα τα αρχαία ακέφαλα αγάλματα. Κ' η οπτασία αυτή μου μένει ως τώρα τόσο σφιχτά δεμένη με της Σκιάθου τη θύμηση που δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Και το νησί των Αλεξάνδρων έχει γίνη για τον απόκρυφο κόσμο μου το Νησί της Άγνωστης Πεθαμένης."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου