A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Μια πιατοθήκη ιστορίες

   Είπα ν’ αφήσω λίγο τα θλιβερά που μας περιστοιχίζουν – και που θα τα φάμε και πάλι σε λίγο στη μάπα ούτως ή άλλως. Ο καθένας τα δικά του κι όλοι μαζί ολωνών. Είπα λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας ένα από τα πολλά μικρά, όμορφα και γοητευτικά που συμβαίνουν πολλές φορές κάτω απ’ τη μύτη μας και δεν τα παίρνουμε χαμπάρι.
   Σε πολλές από τις καθημερινές βόλτες στη θάλασσα με την τετράποδη κόρη μου ανακαλύπτουμε μικρούς φυσικούς «θησαυρούληδες»: κοχύλια, γυαλάκια, κομμάτια από κεραμεικά και σπαράγματα από παλιά πιάτα. Με χρωματιστά σχέδια απαράμιλλης τέχνης, πολλές φορές και με κάποια στάμπα ή λογότυπο που μαρτυράει την καταγωγή τους.
   Πάντα πίστευα ότι τα παλιά πιάτα ήταν ανέκαθεν είδος σε αφθονία σ’ αυτό το νησί. Δίνω μια εξήγηση που ίσως έχει μια βάση. Σ’ όλες τις φάσεις της ιστορίας της, η Σκιάθος ζούσε από τη ναυτοσύνη. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε καπετάνιο ή έστω ναύτη. Και οι ξενιτεμένοι έφερναν πολλές φορές είδη προίκας, δηλαδή είδη σπιτιού, όπως υφάσματα, ραπτικά είδη, κουζινικά και φυσικά πιάτα. Ντουζίνες. Και πάντα πιάτα φερμένα συνήθως από την Ευρώπη. Εκλεκτές πορσελάνες, χάρμα οφθαλμών – πραγματικά έργα τέχνης. Έρχονταν μετά φανών και λαμπάδων, έβγαιναν από το ναυτικό μπαούλο κι έμπαιναν ευλαβικά στο μπαούλο του νοικοκυριού. Γιατί συνήθως προορίζονταν για τις «καλές» περιστάσεις: για καθημερινή χρήση συνήθως υπήρχαν πήλινα, τσίγκινα ή άλλα σκεύη πιο απλά (ανάλογα πάντα και με τον προϋπολογισμό και την κοινωνική θέση του σπιτιού, ε;) Κάποιοι έτρωγαν καθημερινά στο πλουμιστό εγγλέζικο πιάτο τους με μαχαίρι και πηρούνι, κάποιοι άλλοι – οι πολλοί – ό, που βόλευε, πολλές φορές στο πόδι γιατί το μεροκάματο έτρεχε. Με δυο λόγια, το παλιό πλουμιστό πιάτο θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κάτι σαν συνώνυμο της αφθονίας, του πολιτισμού (αν σκεφτεί κανείς και την ευρωπαϊκή καταγωγή του), της «κοινωνικής ανόδου»..
   Δεν είναι λίγες επίσης οι φορές που βλέπει κανείς τέτοια πιάτα να στολίζουν τους εξωτερικούς τοίχους των εξωκκλησιών.
   Δεν ξέρω από πού κληρονομήσαμε αυτή τη συνήθεια. Κάποτε άκουσα ότι οι χτίστες που δούλευαν στα νέα εξωκκλήσια – και που κουβαλούσαν κάθε μέρα το κολατσιό τους, μαζί και το πιάτο τους – όταν τέλειωναν το σοβάτισμα κολλούσαν συμβολικά το πιάτο τους στον τοίχο του εξωκκλησιού.
   Γιατί όμως οι αμμουδιές – κυρίως όσες βρίσκονται κοντά στον οικισμό – είναι γεμάτες από τέτοια σπαράγματα; Μου φάνηκε παράξενο να φαντάζομαι γιαγιάδες, θείες και γειτόνισσες, που φύλαγαν ως κόρη οφθαλμού αυτούς τους πορσελάνινους θησαυρούς και τους κρατάνε μέχρι σήμερα, να τα σπάνε και να τα πετάνε έτσι απλά εδώ και κει. Κι όμως η μητέρα μου θυμάται πολύ καλά ότι σαν κοριτσάκι έπαιζε συνήθως με τις φίλες της με τέτοια χρωματιστά κομματάκια, που βρίσκονταν άφθονα σκορπισμένα στα χώματα, στα παρτέρια και στις ακρογιαλιές κοντά στο σπίτι τους. Ο κόσμος μετά τον πόλεμο είχε γεμίσει σπασμένα πιάτα.
   Μα γιατί; Κι όμως, υπήρχε εξήγηση: ήταν κι αυτό ένα θλιβερό απομεινάρι της κατοχής. Τα σπασίματα ήταν μια από τις πολλές καθημερινές συνήθειες των κατακτητών. Οι Γερμανοί όποτε γούσταραν έκαναν ξαφνικές εφόδους και επιθεωρούσαν. Έψαχναν – ποιος ξέρει τί – ή απλά ήθελαν να τρομοκρατήσουν και να φανούν κυρίαρχοι. Έμπαιναν, ψαχούλευαν, έκαναν πάντα και μερικές ζημιές – για να σπάσουν τον τσαμπουκά του νοικοκύρη – και στην καλύτερη περίπτωση απλώς έφευγαν. Πριν φύγουν όμως έδιναν συνήθως και μια αποχαιρετιστήρια κοντακιά – με το πίσω μέρος του όπλου – στην πιατοθήκη, αν έβλεπαν να υπάρχει τέτοια. Μπουκάρισαν μια μέρα στο σπίτι της νεόνυμφης τότε γιαγιάς μου, της συνονόματης, είδαν τα πιάτα να στολίζουν την πιατοθήκη, είδαν και τη φωτογραφία του προπάππου με την περήφανη μουστάκα – κι έδωσαν μερικές γερές της πιατοθήκης, κι άλλη μια στο τζάμι της φωτογραφίας, και τα διέλυσαν – και τότε πρόσεξαν τη γριά ψυχομάνα της που έτρεμε από φόβο, είδαν και το νυφικό απλωμένο ακόμα σε μια καρέκλα – «νύφη, νύφη» μούγκρισε ο ένας Γερμαναράς – και τότε αποφάσισαν να γκρεμοτσακιστούν και να φύγουν.
   Γιατί όμως τα πιάτα; Μα νομίζω για όλα τα παραπάνω: τα πιάτα – και μάλιστα, τέτοια πιάτα – ήταν συνώνυμο της αφθονίας, της καλοπέρασης, της χαράς της ζωής. Αυτό ειδικά το τελευταίο ήταν αυτό ακριβώς που ήθελαν να καταπνίξουν στη συνείδηση του Έλληνα οι κατακτητές. Ήταν ένα ειρωνικό «δεν τα χρειάζεστε αυτά!...».
   Μετά από αυτά, είδα με ακόμα πιο πολλή αγάπη αυτά τα σκορπισμένα κομματάκια. Και τα άφησα να μου πουν την ιστορία τους.
   Αυτό – το να διαβάσεις την ιστορία ενός σπαράγματος – δεν είναι εύκολη δουλειά. Ειδικά αν δεν ξέρεις τί σου γίνεται. Τα πράγματα βέβαια αλλάζουν, αν έχεις την τύχη να ανακαλύψεις κάπου ένα σημάδι διαφωτιστικό. Μια χρονολογία, μια σφραγίδα, κάτι.
   Να μερικά. Μοναδικά και υπέροχα όλα. Ένα έμπειρο μάτι μπορεί και να καταλάβαινε περισσότερα.
Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω, ξεχώρισα αυτά τα τρία κομματάκια που είχαν πάνω τους κάποιο λογότυπο, μήπως και βρω μια άκρη.
Τα τρία λογότυπα ήταν περίπου τα εξής: 1. SUOMI FINLANDIA, 2. DAVENPORT, 3. …OCH (BOCH ίσως; Ή κάτι τέτοιο).

Επιστράτευσα λοιπόν το ψαχτήρι του διαδικτύου. Και τί δε βρήκα..

Πάμε για το πρώτο:
SUOMI FINLANDIA

“Suomi” γενικά σημαίνει «Φινλανδία» ή «φινλανδική γλώσσα»: είναι σήμα κατατεθέν δηλαδή της χώρας αυτής. Το κομματάκι όπως έδειξε το ψαχτήρι ήταν τμήμα του λογοτύπου της εταιρείας ARABIA SUOMI FINLANDIA, που ολόκληρο ήταν κάπως έτσι:
Το λογότυπο άλλαξε κατά καιρούς, ενώ στα χρόνια μεταξύ 1932 – 1949 είχε τη μορφή στην οποία το βρήκαμε – άρα να και η ηλικία του κομματιού…
   Η εταιρεία Arabia ιδρύθηκε στη Φινλανδία κοντά στην πρωτεύουσα, το Ελσίνκι, το 1873 από τη σουηδική εταιρεία Rörstrand. Οι Σουηδοί επέλεξαν την Φινλανδία λόγω της εγγύτητας με τη Ρωσία, γιατί ήθελαν να επεκτείνουν και κει το εμπόριό τους. Σε λίγα χρόνια η Arabia παρήγαγε τα μισά πιατικά της Φινλανδίας – πήγε καλά δηλαδή. Τη διηύθυνε ο Σουηδός Gustav Herlitz. Έφτασαν να παράγουν έργα κεραμεικής, είδη σπιτιού και υγιεινής, μέχρι και τούβλα οικοδομής.
   Κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο η Arabia πέρασε σε φινλανδικά χέρια, και μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου είχε γίνει η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής και εξαγωγής πορσελάνης σε όλη την Ευρώπη. Μετά απ’ αυτά, η τότε μητρική εταιρεία Rörstrand επιδίωξε και πέτυχε τη συνεργασία με την άλλοτε θυγατρική της Arabia.
   Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η Arabia παραδοσιακά συνεργάζεται με καλλιτέχνες και κορυφαίους σχεδιαστές, όπως με τον Kaj Franck τη δεκαετία του ΄40, ο οποίος σχεδίασε τη σειρά ειδών πορσελάνης «Kilta», τον Ulla Procopé (1921-1968) που σχεδίασε μερικά από τα πιο δημοφιλή κομμάτια εφυαλωμένης κεραμεικής της εποχής, όπως τα «Valencia» (1960) και τα «Ruska» που βγήκαν αργότερα (1978-79), και τον Birger Kaipiainen (1970). Στη δεκαετία του ΄90 η Arabia θα βγάλει μερικές συλλεκτικές κούπες, τις Moomin Mugs, από το ομώνυμο καρτούν. Σήμερα η εταιρεία ανήκει στον όμιλο Iittala.
   Για να δούμε τώρα το δεύτερο κομματάκι..

DAVENPORT

   Εδώ έχει πολύ ψωμί. Καταρχάς, καταλάβατε ότι μπλέξαμε με τη μαμά Αγγλία. Πασίγνωστα τα εγγλέζικα πιάτα απ’ την εποχή του Παπαδιαμάντη. Αποικιοκρατία κάργα. Εξ ου και τα λιονταράκια και οι κορώνες και όλα τα τζάτζαλα και μάτζαλα που θυμίζουν ότι οι εκλεκτοί μας σύμμαχοι από τα παλιά πάντα ένιωθαν λίγο «αυτοκράτορες». Τέλος πάντων: εδώ έχουμε δύο σφραγίδες. Μία τυπωμένη με μελάνι και με όλα τα σέα και τα μέα, και μία εγχάρακτη (που έγινε πιθανότατα προτού πήξει το υλικό του κεραμεικού). Παρατηρώντας καλύτερα την εγχάρακτη σφραγίδα, εκτός από την όρθια άγκυρα και το ημικυκλικό λογότυπο, βλέπει κανείς στην κορυφή τον αριθμό 6, άλλο ένα 5(;) αριστερά της άγκυρας, κι από κάτω γράφει… Έλα μου ντε, τί γράφει; Άμα το βρείτε, θα σας δώσω το μισό.
   Τέλος πάντων. Για να δούμε μερικά ιστορικά κι αυτής της εταιρείας:

   Ο John Davenport, γεννημένος το 1765, ξεκίνησε να δουλεύει σε αγγειοπλαστείο σαν εργάτης το 1785 και σαν συνέταιρος αργότερα με τον Thomas Wolfe of Stoke. Απέκτησε το δικό του αγγειοπλαστείο στο Longport το 1794, όπου έφτιαχνε πήλινα σκεύη. Το 1830 ο John αποσύρθηκε, οπότε ανέλαβαν τα βλαστάρια του Henry και William μέχρι το 1835 – που ο ένας υιός, ο Henry, πεθαίνει. Τότε η φίρμα γίνεται William Davenport and Company. Ο William με τη σειρά του ζει και βασιλεύει ως το 1869, οπότε αναλαμβάνουν οι δικοί του γιοι. Αυτοί θα κρατήσουν την εταιρεία στην οικογένεια Davenport ως το 1887.
   Γενικά η Davenport παρασκεύαζε διάφορα πήλινα είδη, πορσελάνες και γυαλικά. Εδώ βέβαια όταν λέμε «πήλινα», δε σημαίνει ντε και καλά ότι μιλάμε για αγγεία που θυμίζουν αρχαίους ελληνικούς αμφορείς με το γνωστό χωμάτινο χρώμα – ή τους τρόπους και τις τεχνοτροπίες που είχαν αναπτύξει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να τα διακοσμούν. (Σόρι, ντίαρ, αλλά σ’ αυτό τουλάχιστον δε μπορέσατε να μας αντιγράψετε). Πάντως, χοντρικά, τα κεραμεικά χωρίζονται σε είδη ανάλογα με τη θερμοκρασία ψησίματος: σήμερα, ας πούμε, τα απλά πήλινα (earthenware) ψήνονται στους 1000 με 1200 βαθμούς Κελσίου, τα λεγόμενα stoneware στους 1100 με 1300, ενώ οι πορσελάνες στους 1200-1400. Σε αντίθεση με τον ταπεινό πηλό που μπορεί να βγει απλά από τη γη, η πορσελάνη αποτελείται αποκλειστικά από τον υαλοποιημένο καολίνη, ένα λευκό αργιλοπυριτικό ορυκτό που μας ήρθε από την Κίνα (κάο λιν στα κινέζικα σημαίνει «ψηλό βουνό»). Και βέβαια είναι πολύ πιο ακριβή.
   Κι εδώ έρχεται να κάνει το θαύμα του το εγγλέζικο εμπορικό δαιμόνιο: η αριστοκρατική πορσελάνη δε θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς σε είδη καθημερινής χρήσης. Επινοήθηκε λοιπόν μια μέση λύση, που εξασφάλιζε ωραία εμφάνιση αλλά και προσιτή τιμή. Για πρώτη φορά οι Άγγλοι αγγειοπλάστες εισάγουν στην αγορά τα κεραμικά τύπου «ironstone»: ο όρος «ironstone» ή «ironstone ware» ή «ironstone china» σήμαινε αντικείμενο πήλινο μεν εσωτερικά, αλλά με επιπλέον εξωτερική εφυάλωση, μια επικάλυψη δηλαδή ειδικής αδιαφανούς υαλόμαζας, που το έκανε να μοιάζει πολύ με φίνα πορσελάνη. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ επιτυχημένη «απομίμηση» πορσελάνης. Ο «πατέρας» αυτής της πατέντας ήταν ο Charles James Mason (όχι ο ηθοποιός) που την εισήγαγε το 1813 στο Staffordshire και τον ακολούθησαν και πολλοί άλλοι. Σύντομα, υπήρχαν καμιά 200αριά κατασκευαστές κεραμεικών, ανάμεσά τους βέβαια και η Davenport, που – εκτός από πορσελάνη – παρασκεύαζαν επίσης κεραμεικά τύπου ironstone, σε κάθε μορφή: από πιάτα και λεκάνες μέχρι σουπιέρες, τσουκάλια και σαλτσιέρες. Ακόμα και δοχεία νυκτός, μετά συγχωρήσεως.
   Για να επανέλθουμε όμως στη φίρμα Davenport και στο επίμαχο κομματάκι: για να δούμε πώς εξελίχθηκαν με την πάροδο των χρόνων οι σφραγίδες και τα λογότυπα της εταιρείας πάνω στα διάφορα κεραμεικά.




   Άρα λοιπόν έχουμε ένα κομμάτι «iron stone», μας το λέει η σφραγίδα άλλωστε… Για να προσπαθήσουμε τώρα να χρονολογήσουμε το κομματάκι μας, μάλλον θα μας βοηθήσει το εγχάρακτο λογότυπο με την άγκυρα: αν υποθέσουμε ότι ο αριθμός στα αριστερά της είναι 5, άρα μάλλον αντιστοιχεί στη χρονολογία 185…
   Κι ένα άλλο κεφάλαιο, μάλλον το γοητευτικότερο στην ιστορία των παλιών κεραμεικών: έχετε αναρωτηθεί αλήθεια τί παριστάνουν όλες αυτές οι παραμυθένιες εικόνες στα παλιά πιάτα; Ένα ενδιαφέρον, πρωτότυπο βιβλίο με τέτοιο θέμα είναι της Elizabeth Collard, The Potters' View of Canada: Canadian Scenes on Nineteenth-Century Earthenware. Εκεί θα δει κανείς ότι ακόμα και στα κεραμεικά της εποχής αποτυπώνονταν κομμάτια ιστορίας, όπως πχ η σταδιακή κατάκτηση – «αποικιοποίηση» του Νέου Κόσμου από τους Άγγλους (κι όχι μόνο), στην προκειμένη περίπτωση η περιοχή του Καναδά. Σε κομμάτια της Davenport απεικονίζεται η «Παναγία των Παρισίων», η «Notre Dame» με τους πύργους της να ανατέλλουν από τον ουρανό του Μόντρεαλ. Μιλάμε βέβαια για το αντίγραφο της Παρισινής «Παναγίας», που άρχισε να οικοδομείται στο Μόντρεαλ του Καναδά από τους ρωμαιοκαθολικούς το 1657. Άλλες, «ανώνυμες» σκηνές που συναντάμε συνήθως εκτός από τα πανταχού παρόντα ανθάκια και λουλουδάκια ήταν και σκηνές εξοχής, σεμνών ερωτικών… περιπτύξεων, αλλά και θρησκευτικής κατάνυξης.
   Γενικά ήθελε χρόνο για να παραχθεί ένα νέο σχέδιο. Δεν υπάρχουν σίγουρες ενδείξεις ότι η Davenport διέθετε «σχεδιαστήριο» στις εγκαταστάσεις της. Υπήρχαν ωστόσο «εξωτερικοί συνεργάτες» γι’ αυτή τη δουλειά, όπως οι γνωστοί Bentley, Wear & Bourne, στους οποίους ανήκουν τα περισσότερα σχέδια που εμφανίστηκαν πάνω στα κεραμεικά της παραγωγής του Staffordshire. Τα σχέδια ήταν αρχικά μονόχρωμα: γαλάζια, ροζ, καφέ, γκρι, μωβ ή μαύρα (όπως το δικό μας). Μάλιστα το απαλό γαλάζιο, όπως συνηθιζόταν αρχικά, στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στο έντονο μπλε – που θεωρούνταν της μόδας τη δεκαετία του 1820 και το προτιμούσε η πελατεία του Καναδά. Στα μονόχρωμα κεραμεικά το περιθώριο αποτελούνταν συνήθως από άνθη, διακοσμητικές ταινίες και διάφορα άλλα «κοσμήματα» όπως λέγονται συνήθως, ενώ η κυρίως «παράσταση», το κυρίως «θέμα» έμπαινε στη μέση. Εκτός από τα μονόχρωμα σχέδια, εμφανίστηκαν αργότερα και τριχρωμίες και τετραχρωμίες. Η Davenport τουλάχιστον παρήγαγε πολύχρωμα κεραμεικά ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1830. Ένα τέτοιο πιάτο της εταιρείας με τυπωμένη χρονολογία, 1836, περιέχει μια σκηνή από τη νουβέλα «Waverley» του Sir Walter Scott. Άλλη σειρά της Davenport του 1835 που περιλαμβάνει σερβίτσιο δείπνου, πάλι με πολύχρωμα σχέδια, περιγράφεται στους καταλόγους ως «Coloured Muleteer», κάτι σαν «Έγχρωμος Ημιονηγός» δηλαδή… Η ονομασία της σειράς, Muleteer, εμφανίζεται συχνά στα λογότυπα της εποχής. Δεν ξέρω τί σήμαινε πραγματικά η εικόνα του συμπαθούς μουλαρά για τους καλοφαγάδες της εποχής, αλλά σίγουρα ομόρφαινε το δείπνο τους.

Και πάμε στο τρίτο κομματάκι:



…OCH

   Αυτό πραγματικά ήταν το τρίτο και φαρμακερό. Με το μεγαλύτερο μέρος του λογότυπου κατεστραμμένο, αυτό το κομματάκι το ρημάδι μ’ έκανε να πονοκεφαλιάσω μέρες. Με μόνιμο σύμμαχο το ψαχτήρι του διαδικτύου, άρχισα να προσπαθώ να συνδυάσω τα ελάχιστα στοιχεία που μου έδινε μαζί με μπόλικη φαντασία και πολλή τύχη. Όταν δεν έχεις στοιχεία, τι κάνεις; Απλά αυτοσχεδιάζεις. Άρχισα λοιπόν να δοκιμάζω ποια θα μπορούσε να είναι η υποθετική φίρμα του μυστηριώδους κομματιού, αλλάζοντας απλά το πρώτο γράμμα – με την προϋπόθεση ότι δεν προηγούνται άλλα γράμματα, έτσι;... Άρχισα λοιπόν: DOCH; POCH; TOCH; LOCH; BOCH;
BOCH!!!
Στη στιγμή το ψαχτήρι μου έδωσε την παρακάτω εικόνα:

    Αποκάλυψη! Να λοιπόν πού ανήκε το κομματάκι. Ολόκληρη η επωνυμία της εταιρείας λοιπόν: η γνωστή VILLEROY& BOCH (που εμένα μου έπεσε μόνο το …OCH και με παίδεψε τόσο) κι από δίπλα κάπου σφήνα και κάποια METTLACH... Κι ένα «Made in Germany» φαρδύ πλατύ.
      Για να πειστείτε, δείτε καλύτερα δίπλα δίπλα το επίμαχο κομματάκι και τη μορφή που είχε το       λογότυπο της VILLEROY& BOCH μεταξύ 1874 και 1909:

  

Να και το περίγραμμα γύρω από το BOCH, να και τα φιδάκια γύρω από το ραβδί του Ερμή... Θεός του εμπορίου ο Ερμής, δε θα μπορούσε να λείπει από το σήμα μιας επιτυχημένης εταιρείας. Να λοιπόν που το κομματάκι μας είναι και υπεραιωνόβιο. Γιατί αν το συγκρίνει κανείς με τις διάφορες παραλλαγές του λογότυπου στις διάφορες χρονικές φάσεις, μ’ αυτήν εδώ μοιάζει εκπληκτικά.
   Αλλά για να τα δούμε όλα από την αρχή.

VILLEROY& BOCH

   Η ιστορία της εταιρείας ξεκινά στο μικρό χωριό Lorraine της κοινότητας Audun-le-Tiche, στην περιοχή Moselle στο βορειοανατολικό άκρο της Γαλλίας – στα σύνορα με τη Γερμανία και το Λουξεμβούργο. Για την ιστορία: το όνομα Audun προέρχεται από το Awedeux, σαν φωνητική μετεξέλιξη του λατινικού Aquaeducta (υδραγωγείο), και το δεύτερο μέρος του ονόματος, le Tiche, μια μετεξέλιξη του Thieux, που σημαίνει «ο Γερμανός» - προφανώς λόγω της γειτονίας με την πατρίδα των συμπαθών Γερμανών... Εκεί λοιπόν ο πεπειραμένος αγγειοπλάστης François Boch μαζί με τους τρεις γιους του ίδρυσαν μια εταιρεία κεραμοποιίας το 1748. Το 1766 οι Boch έλαβαν άδεια να ανοίξουν νέα επιχείρηση στο Septfontains, στο γειτονικό Λουξεμβούργο, η οποία παρασκεύαζε πορσελάνες. Να το λοιπόν το συνθετικό BOCH...
   Για να δούμε τώρα και το VILLEROY... Το 1785 ο επίσης Γάλλος παρασκευαστής κεραμεικών Nicholas Villeroy γίνεται ο μοναδικός ιδιοκτήτης εργοστασίου πορσελάνινων ειδών στο Wallerfangen της Γερμανίας. Στο μεταξύ, ο 1812 ο νεαρός Jean – François Boch ξεκίνησε την κατασκευή καμίνων κεραμοποιίας στη γειτονική πόλη Mettlach – πολύ κοντά στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο. Το 1824 ο Boch ξεκίνησε τη μεταφορά εγχάρακτων παραστάσεων από χάλκινες πλάκες σε πορσελάνινες επιφάνειες με εκτύπωση. Στις 14 Απριλίου του 1836 ο νεαρός Boch και ο «κοντοχωριανός» ανταγωνιστής του, Villeroy, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συγχώνευση – κι έτσι προέκυψε η φίρμα Villeroy & Boch (V & B, ή απλά VB...)
Στο εξής, λοιπόν, η κύρια δράση της εταιρείας μεταφέρεται στη Γερμανία – και συγκεκριμένα στο Mettlach. Σε τρεις τομείς επεκτείνεται η δραστηριότητά της: πορσελάνες οικιακής χρήσης, πλακάκια και υδραυλικά.

   Οι εγκαταστάσεις στο Mettlach στήθηκαν στο χώρο ενός πρώην αββαείου των Βενεδικτίνων, κοντά στον ποταμό Saar της δυτικής Γερμανίας. Αν και ήταν ένα από τα πολλά εργοστάσια της Villeroy & Boch, ωστόσο κατείχε τα πρωτεία σε αξία και ποιότητα. Ο τοπικός προσδιορισμός «METTLACH» πάνω στα κεραμεικά της V & B προσέδιδε επιπλέον πόντους ποιότητας.

 

   Το 1886 το εργοστάσιο του Mettlach άρχισε να χρησιμοποιεί μια τεχνική διακόσμησης μικρότερου κόστους, βασισμένη σε μια διαδικασία που επινόησαν οι Άγγλοι. Αυτή περιλάμβανε τη χρήση λιθογραφημένων σχεδίων πάνω σε μεταλλικές πλάκες, από τις οποίες κατόπιν το σχέδιο με όλα του τα χρώματα μεταφερόταν σε χαρτί. To κεραμεικό τότε δεχόταν πρώτα την ειδική εφυάλωση, ψηνόταν, κατόπιν τοποθετούνταν επάνω το τυπωμένο χαρτί με το πλήρες σχέδιο, οπότε ακολουθούσε δεύτερη διαφανής εφυάλωση και τελικό ψήσιμο. Αυτή ήταν η τεχνική P.U.G. (Print Under Glaze). Υπήρχαν και περιπτώσεις που εκτυπωνόταν με λιθογραφία ένα αρχικό πρόχειρο σχέδιο στο χαρτί, κι όταν αυτό τοποθετούνταν πάνω στο κεραμεικό τα χρώματα προστίθονταν με το χέρι. Επειδή γενικά αυτή η τεχνική περιλάμβανε πολύ λιγότερη χειρωνακτική δουλειά, η τελική τιμή πώλησης του κεραμεικού έπεφτε μέχρι και στο 1/3 της αρχικής. Εξάλλου, αυτός ο τρόπος επέτρεπε και την παραγωγή μεγάλου αριθμού «ακριβών αντιγράφων» του αρχικού σχεδίου.
   Ανάμεσα στις καινοτομίες που επιτεύχθηκαν στο Mettlach στο τέλος του 19ου αιώνα, ήταν και η παρασκευή του υλικού phanolith (φανόλιθος), ενός είδους ημιδιαφανούς πορσελάνης που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της «καμέας», που συνήθιζαν οι γλύπτες των ελληνιστικών χρόνων, και της τεχνικής «pâte-sur-pâte» - που ήδη είχαν επινοήσει οι Γάλλοι κατά λάθος, προσπαθώντας να αντιγράψουν μια τεχνική των Κινέζων αγγειοπλαστών. Ο φανόλιθος δηλαδή δεν ήταν παρά μια τεχνητή απόδοση της «καμέας» των αρχαίων. Η καμέα ήταν μια τεχνική μικρογλυπτικής που εκμεταλλευόταν τη χρωματική διαστρωμάτωση φυσικών ορυκτών, όπως ο όνυχας και ο ίασπις. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: λευκές συνήθως ανάγλυφες μορφές, πάνω σ’ ένα σκούρο φόντο άλλου χρώματος αναλόγως του χρησιμοποιούμενου υλικού. Τώρα, στην εποχή του φανόλιθου, υπήρχε ήδη το χρωματιστό υπόβαθρο, αλλά οι μορφές δεν σκαλίζονταν, αλλά «χτίζονταν» σιγά σιγά με πινέλο και με λευκό υγρό άργιλο.
    Δημιουργός της «πατέντας» του φανόλιθου ήταν ο Jean Baptiste Stahl, ο επικεφαλής του τομέα σχεδιασμού της Villeroy & Boch. Η τεχνική αυτή κέρδισε για πρώτη φορά τη γενική αποδοχή στην έκθεση Exposition Universelle του Παρισιού το 1900...

   Πραγματικό ταξίδι στην Ευρώπη του 1900. Σε μια εποχή αναταραχών, πολέμων, περιπέτειας, αλλά και δραστηριότητας, προόδου, καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με αφορμή μόνο και μόνο αυτά τα τρία ταπεινά κομματάκια πορσελάνης – που ταξίδεψαν, ήρθαν στο νησί, στολίστηκαν, καμάρωσαν, είδαν γάμους και γλέντια, είδαν θανάτους και ερήμωση, είδαν πολέμους, φωτιές και κατακτητές, έσπασαν, τρίφτηκαν, έπεσαν στη θάλασσα κι ανακατεύτηκαν μαζί με τα ταπεινά βοτσαλάκια της αμμουδιάς. Κουβαλάνε όμως ακόμα κάτι από την παλιά τους ομορφιά. Τα ευχαριστώ και τ’ αγαπώ που μου είπαν τη συναρπαστική ιστορία τους.
   Κι ακόμα τα ευχαριστώ για κάτι ακόμα: που μου έμαθαν ότι ο άνθρωπος ό, τι έχει αυτό δίνει. Άλλος παράγει ομορφιά και τέχνη, άλλος μόνο καταστροφή.

Παρασκευή Κουτούμπα Σκιάθος




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου