A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, η προτομή του Παπαδιαμάντη και ο Φιλοκλής Γεωργιάδης

Από τα πιο όμορφα κείμενα που έχουν γραφτεί για τον Παπαδιαμάντη και τη Σκιάθο του, αλλά και  για έναν ακόμα σπουδαίο που αγάπησε τη Σκιάθο - τον Φιλοκλή Γεωργιάδη - είναι κι αυτό του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, που παραβρέθηκε μαζί με άλλους "επώνυμους" και μη στα αποκαλυπτήρια της προτομής του μεγάλου Σκιαθίτη το Σεπτέμβρη του 1925. Μαζί με τον (όχι τόσο γνωστό) λογοτέχνη Σπύρο Ματσούκα αλλά και τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, τον μόνο εκπρόσωπο που αξιώθηκε να στείλει το ελληνικό κράτος για να τιμήσει τον Παπαδιαμάντη, ο Δροσίνης αφού έκανε έναν ενδιάμεσο σταθμό στη Σκόπελο, για να δει κάποιους εξ αγχιστείας συγγενείς που είχε εκεί, επιβιβάζεται ξανά στο πλοίο του "Τόγια" με προορισμό τη Σκιάθο. Μαζί του, θα επιβιβαστούν και αρκετοί Σκοπελίτες για να παραβρεθούν στα αποκαλυπτήρια. Στη Σκιάθο ωστόσο, προς μεγάλη του έκπληξη, θα προσφερθεί να φιλοξενήσει τον ποιητή (κι όχι απλά να τον φιλοξενήσει, αλλά να του παραχωρήσει το σπίτι του για όσο θα μείνει στο νησί) ένας σεβάσμιος γηραιός κύριος, που όπως θα μάθει αργότερα ο Δροσίνης, είχε διατελέσει και δήμαρχος του νησιού: ο Φιλοκλής Γεωργιάδης.

Εκτός από το πολυτονικό (που για πρακτικούς λόγους ήταν αδύνατο να τηρηθεί, εκτός από το απόσπασμα του Παπαδιαμάντη που αντιγράφηκε αυτούσιο) η ορθογραφία του κειμένου του μεγάλου ποιητή τηρήθηκε μέχρι κεραίας.


Άπαντα Γ. Δροσίνη, Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, τόμος 8ος (απόσπασμα):

"...Ο Μωραϊτίδης ζούσε ακόμα στα 1925. Δεν είχε φύγη από την Αθήνα, και δεν είχε φορέση το καλογερικό ράσο στη Σκίαθο. Συνομήλικος του Παπαδιαμάντη, επέθανε στα 1929. Ο Παπαδιαμάντης είχε πεθάνη από το 1911. Κάποτε, γλήγορα ή αργά, θα ξεπληρώση βέβαια και σ' αυτόν το χρέος της η πατρίδα του και θα στήση στο ωραίο Νησάκι την πανάγαθη όψη του, για ν' αδελφώση μαρμαρωμένους, όπως ήταν και στη ζωή, τους δυο Αλεξάνδρους της.

   Με τον άλλον Αλέξανδρο, τον Παπαδιαμάντη, γνωρισθήκαμε αργότερα, αφού επήρα την Εστία από τον Κασδόνη, στα 1889, και προσπάθησα να συγκεντρώσω γύρω της όλους όσοι κρατούσαν άξια την πέννα. Ένας από τους πρώτους ήτον και ο Παπαδιαμάντης. Και δημοσιεύθηκε στην Εστία πρώτα πρώτα η "Μαυρομαντηλού" του και πολλά άλλα κατόπιν. Αλλά σε στενή γνωριμία μαζί του δεν ήρθα ποτέ. Κουμπωμένος ως το λαιμό, με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια κάτω, σαν να προσκυνούσε, ακόμα και με τα χέρια χωμένα το ένα στο μανίκι του άλλου χεριού, σαν να μην είχε διάθεση να χαιρετήση κανέναν, έμενε πάντα σε κάποια απόσταση. Και όσοι τον εγνώρισαν μπορούν να ομολογήσουν, πως ποτέ δεν κατώρθωσαν να τον ιδούν καταπρόσωπο κι ούτ' έμαθαν το χρώμα των ματιών του.
   Για τα Αποκαλυπτήρια της προτομής του Παπαδιαμάντη πολλοί ελογάριαζαν να πάνε στο Νησί του, αλλά καθώς συμβαίνει πάντα, δεν επήγαν. Επίσημα αντιπροσωπεύθηκε μόνον το Υπουργείον της Παιδείας με τον Γενικόν Γραμματέα του, που έφερνε κ' ένα στεφάνι δάφνης - Υπουργός ήτον ο Τσιριμώκος. Κ' ενώ επρόσμενα να βρω κόσμο γνώριμο στο βαπόρι του Τόγια από τον κύκλο των ανθρώπων των Γραμμάτων και των άλλων, που είχαν τάχα διαβάση και θαυμάση τη "Φόνισσα" και τη "Χρυσή Καδένα", και, και, και... είδα μόνον τον Ματσούκα και τον αντιπρόσωπο του Υπουργείου, που τον εγνώριζα από πρίν βουλευτή, και φίλο πιστό του Βενιζέλου.

                                                                                   [...] 

Το βαπόρι "Κωστάκης Τόγιας"


   Με το πρώτο σφύριγμα του βαποριού, μήνυμα πως θα φύγη, οι δυο σύντροφοί μου κ' εγώ κατεβήκαμε βιαστικά στη βάρκα, για να μη μας αφήση το βαπόρι. Και όμως κανένας άλλος δεν είχε την ίδια ανησυχία. Όσοι ήταν έτοιμοι για να φύγουν, κόσμος πολύς, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, γύριζαν απάνω κάτω στο μώλο, κράζοντας τους καθυστερημένους με γέλια, με φωνές - σωστοί πανηγυριώτες - ενώ το βαπόρι σφύριζε και ξανασφύριζεν ανυπόμονα, γιατί νύχτωνε πιά. Κατά την ελληνική συνήθεια, την τελευταία στιγμή, όταν άκουσαν το βαπόρι να σηκώνη την άγκυρά του, πατείς με πατώ σε, σωριάσθηκαν στις βάρκες για να προφθάσουν. Όλοι ήταν όχι σαν να ξεκινούσαν για ταξίδι θαλασσινό, αλλά σαν να πήγαιναν καλεσμένοι σε γειτονικό πανηγύρι. Οι γυναίκες, με φαντακτερά κοντομάνικα φορέματα, με βραχιόλια και δακτυλίδια στα χέρια, με χάντρες στο λαιμό, μ' εσάρπες στο κεφάλι, με σκαρπινάκια ψηλοτάκουνα στα πόδια. Οι άνδρες με φρεσκοσιδερωμένα καλοκαιρινά κοστούμια, με κολλαριστά κολλάρα, με καλοδεμένους λαιμοδέτες. Μερικοί κρατούσαν ένα βαλιτσάκι, ένα τσαντάκι, ένα καλαθάκι στο χέρι και σπάνια τα επανωφόρια και σπανιώτερα τα σαλάκια και τα ζακετάκια των γυναικών. Τί να τα φορτωθούν άδικα; Καλοκαίρι ήτον ακόμα, ταξιδάκι δυό τριών ωρών, θάλασσα λάδι.
   Τον ύπνο τον είχαν εξασφαλισμένον όλοι σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Για το βραδινό τραπέζι ήταν ξένοιαστοι: ήξεραν πως θα το βρουν έτοιμο και πλούσιο στη Σκιάθο από την Επιτροπή του εορτασμού για τους καλεσμένους και... για τους ακάλεστους, καθώς όλα τα πανηγυρικά δείπνα στην Ελλάδα.
   Ζωηρότης λοιπόν και αφροντισιά! Φωνές χαρούμενες και δυνατά γέλια συντάραζαν την έρημη κι άλαλη σάλα του βαποριού. Πού να ήξεραν τί τους ετοίμαζαν για το γυρισμό του Ποσειδώνος η τρίαινα και οι αεροθάλαμοι του Αιόλου!...

Η Σκιάθος στις αρχές του 20ού αιώνα



Ο  ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

   Μαζί με τους δυο συνταξιδιώτες μου πήγαμε στου Παπαδιαμάντη το σπίτι. Εκεί βρήκα ανάμεσα σε πολύ κόσμο το νοικοκύρη του σπιτιού που με πρόσμενε να να πιούμε μαζί καφέ. Με ρώτησε πώς πέρασα τη νύκτα και αναγκάσθηκα να του πω τη μισή αλήθεια. Δεν μπορούσα να του κρύψω πως δεν κοιμήθηκα στο κρεβάτι της κάμαρας, γιατί θα το έβλεπε και ο ίδιος ανέγγικτο. Του έκρυψα όμως την αιτία, που μ' έκαμε να προτιμήσω από τα μαλακά στρώματά του το σκληρό χαμόστρωτο κρεβάτι του σαλονιού, και είπα πως ήμουν συνηθισμένος στα σκληρά και χωρίς κουνουπιέρα. Θέλησα να του δώσω το κλειδί, αλλά δεν το πήρε:
   - Το σπίτι δεν είναι δικό μου όσο θα μείνετε εδώ. Μπορείτε και το απόγευμα να πάτε να ησυχάσετε. Θα το έχετε και την αποψινή νύκτα, αφού θα φύγετε αύριο το απομεσήμερο.
   Ανεβαίνομε την ξύλινη παλιόσκαλα. Ένας χαρβαλωμένος ξύλινος εξώστης, στεφανωμένος με κληματαριά, και παραμέσα δυο καμαράκια φτωχικά σαν κελλιά μοναστηριού με δυο καλόγριες, τις αδελφές του Παπαδιαμάντη.
   Να το το τζάκι, που ζέσταινε για ύστερη φορά τα χέρια του τρεμάμενα και ανίκανα να κρατήσουν πια το κοντύλι της "Φόνισσας" και των "Χαλασοχώρηδων". Να την κ' η γυμνή γωνίτσα δίπλα στο τζάκι, που απόγερνε κατάχαμα το λιγόζωο κορμί.
Το τζάκι του Παπαδιαμάντη (φωτ. αρχείο ΕΛΙΑ)


   Σ' ένα παλιό σανιδένιο τραπεζάκι παρέκει μονάκριβο βιβλίο πρασινοδεμένο τραβά τα μάτια. Δεν είναι ούτε Ευαγγέλιο ούτε Ψαλτήρι. Τί να είναι; Ποιός να το μαντέψη; Τα δράματα του Σαίξπηρ στην έκδοση  Macmillan με χρονολογία 1878. Και η μια από τις δυο πιστές αδελφές του θυμάται, πως λίγο πριν κλείση τα μάτια, της ζήτησεν από τη γωνιά του να του φέρη το βιβλίο αυτό για να διαβάση. Μα του κάκου: δεν μπορούσε πια να ξεχωρίση τα γράμματα.
   - Δεν μπορώ να διαβάσω, της είπε, βάλε το στη θέση του.
   Και, πριν της το δώση, το χάιδεψε με τρυφερότητα, σαν κάτι αγαπημένο, που αποχαιρετούσε.
   Έτσι, χωρίς να το θέλη, ο Παπαδιαμάντης ξεπλήρωνε το χρέος μας στο Σέλλεϋ και στο Ρούπερτ Μπρουκ: για τη λατρεία και των δυο προς την ελληνική ποίηση. Στην τσέπη του Σέλλεϋ, όταν τον ξέβρασε πνιγμένον η θάλασσα, βρήκαν το Σοφοκλή, και στου Μπρουκ το νεκρικό προσκέφαλο τον Αριστοφάνη. Και ήτον από τη μοίρα γραφτό το πανηγυρικό ξεσκέπασμα της μαρμαρωμένης μορφής του Παπαδιαμάντη να τιμήση η πατρίδα του Σαίξπηρ με την παρουσία ενός ναυάρχου της και τους ήχους της αγγλικής μουσικής.

   Όταν τέλειωσαν τα πανηγύρια και κόπασε η οχλοβοή, απόμερα προσμένοντας ως τότε, κάτω από τα πεύκα, της ακρογιαλιάς σηκώθηκα και πήγα να δώσω το χέρι στις δυο μαυροφόρες αδελφές καθισμένες στο μαρμαρένιο βάθρο της προτομής σα Μαυροφόρες στου Χριστού τον Τάφο.
   Τί καλοδιαλεγμένη αλήθεια η θέση του! Ανάμεσα σε θαλασσόλουστα και αναμόσειστα πεύκα, στο χαριτωμένο Νησάκι, που γεφυρώνει με το νησί στενός μώλος, αντικρύζει ο μαρμαρωμένος την αγαπημένη του Σκίαθο. Και παραπάνω, στο ψηλότερο μέρος, σαν ειρηνικό κάστρο, θρονιασμένο το σχολείο. Έτσι κάθε πρωί τα παιδιά της Σκιάθου περνώντας από κει θα καλημερίζουν τον Παπαδιαμάντη, καθώς καλημερίζουν τα παιδιά της Γενεύης τον Πεσταλότση.

Η προτομή του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, 1936 (φωτ. αρχείο ΕΛΙΑ)

   Και άξαφνα μια παράξενη σκέψη μου ήρθε στο νου:
   - Άν μπορούσε να πάρη το μάρμαρο αυτό τη ζωή εκείνου, που δείχνεται σκαλισμένος, και την ψυχή του μαζί, την περασμένη νύχτα και πριν ξημερώση του πανηγυριού η ημέρα, θα είχε ξεθεμελιωθή από το χώμα, θα είχε μπαρκαρισθή στην πρώτη βάρκα, που θα βρίσκουνταν εκεί στο μώλο, και θα πήγαινε να πέση, να χαθή μεσοπέλαγα, πέρα από τα Μυρμήγκια και από τα Αραπάκια, εκεί που χάθηκαν ο Μπαμπούκος του, ο Νιόγαμπρος και ο Καλούμπας, "ο ξακουστός ψαράς με το ένα χέρι". Και βέβαια θα το προτιμούσεν αυτό, παρά να βρεθή τριγυρισμένος από τόσον κόσμο, ν' ακούση λόγους εγκωμιαστικούς και να φορτωθή βαριά στέφανα θαυμασμού. Πού θα τα δέχουνταν ποτέ αυτά τα μάταια και εγκόσμια ο ερημίτης και ο ασκητής της Σκιάθου!

   Δεν μπορούσα να λείψω από το επίσημο μεσημεριανό τραπέζι της Επιτροπής. Προσπάθησα όμως, αφού δεν είχα καμμιάν επίσημην αποστολή, να βρεθώ όσο το δυνατόν απόμερα και μακριά από τις προσφωνήσεις και τις προπόσεις και κατώρθωσα να ξεφύγω πρίν σηκωθούν οι άλλοι και να πάρω το δρόμο προς το σπίτι το φιλόξενο. Είχα μεγάλη ανάγκη να ησυχάσω και να κοιμηθώ ύστερα από την κακοΰπνωτη νύκτα και την κούραση της ημέρας. Έπεσα στο ίδιο κατάχαμο κρεβάτι και αποκοιμήθηκα βαθιά. Με ξύπνησεν το τρίξιμο των παραθύρων από τον άνεμο και το βογκητό της θάλασσας.



   Ως την ώρα εκείνη η μέρα ήτον εξαιρετικά ζεστή. Απανεμιά ασφυχτική, από τις προδοτικές εκείνες, που κρύβουν τη θαλασσοπνίχτρα φουρτούνα. Κ' η προδοσιά δεν άργησε να φανερωθή: Δυνατό μαϊστράλι άρχισε να κυλά τα κύματα στ' ακρογιάλι, πολύ καλόδεχτο για τους ταλαιπωρημένους πανηγυριώτες. Αλλά σιγά σιγά η θάλασσα αγρίευε, τα πεύκα τριζοβολούσαν. Οι δειλότεροι ανησυχούσαν για το γυρισμό. Όσοι είχαν έλθη από τα γύρω νησιά με καΐκια και βάρκες να μοιρασθούν φιλότιμα τη Σκιαθίτικη δόξα, έφευγαν βιαστικοί. Και οι δυο σύντροφοί μου, που τους τρόμαζεν η ιδέα να περάσουν το Καβοντόρο γυρίζοντας την αυριανή μέρα με το βαπόρι του ερχομού μας, ωφελήθηκαν από την ευκαιρία να γυρίσουν με το βαπόρι της γραμμής του Ευβοϊκού κ' έφυγαν για το Βόλο σαν κυνηγημένοι χωρίς να τους ιδώ.
   Ξαπλωμένος στο κρεβάτι της ψηλής καμαρούλας μου την πρώτη νύκτα, γύριζα με το νου στα πίσω, στον κύριο σκοπό που με είχε κάνη να ταξιδέψω και στις τόσες άλλες περιπέτειες άσχετες με τον κύριο σκοπό.
   Και περνούσε μπροστά από τα μισόκλειστα μάτια μου η Σκίαθος με τις απέραντες κορδέλες των γαλάζιων γιαλών της, με τα κάτασπρα, σαν ασπρόμαλλων προβάτων κοπάδια, σπίτια της, που ανηφορίζουν ήσυχα και αργά σαν να πηγαίνουν σε κάποια βουνήσια βοσκή...
   Με το γλήγορο πέρασμά μου δεν είχα προφθάση τίποτε να ιδώ και να χαρώ από κοντά. Σ' όλα απάνω σαν πεταλούδα φτερούγισεν η ματιά μου, και όλα μαζί μου είχαν αφήση μια σμικτή αξεδιάλυτην εντύπωση ομορφιάς, σαν την ευωδιά, που μας χαρίζει στο νυκτερινό διάβα μας αξεδιάλυτη και σμικτή απ' όλα τα άνθη του ένας ανθόκηπος τον Απριλομάη.


ΤΟ  ΝΗΣΙ  ΤΗΣ  ΑΓΝΩΣΤΗΣ  ΠΕΘΑΜΕΝΗΣ

   Ένα μήνα πριν - από τον Αύγουστο του 1925 - όλος ο ελληνικός τύπος, εφημερίδες και περιοδικά, διαλαλούσαν πως την ημέρα του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου, θα γίνουν στη Σκίαθο τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Παπαδιαμάντη, φιλοτεχνημένη σε πεντελικό μάρμαρο από τον γλύπτην Θωμάν Θωμόπουλον και παρώτρυναν για συμμετοχή τα λογοτεχνικά και επιστημονικά σωματεία και τους επισήμους και τους απλούς ιδιώτας, θαυμαστάς του μεγάλου διηγηματογράφου, να μη λείψουν από το προσκύνημα. Όταν όμως έφθασεν η ημέρα, άλλος για τον φόβο του Καβοντόρου, και άλλος για προσωπικές του υποθέσεις, δεν εσάλεψαν από τα σπίτια τους. Επίσημος αντιπρόσωπος της Κυβερνήσεως κανένας εκτός του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας, Β. Κυρέλλου, που τον έστειλεν αντιπρόσωπον μ' ένα βαρύ δάφνινο στεφάνι ο Υπουργός Γιάννης Τσιριμώκος, θαυμαστής του μεγάλου διηγηματογράφου. Εγώ επήγαινα σαν ιδιώτης, κ' έτσι εγλύτωνα από προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις. Μόνον η Σκόπελος έστειλε πολλούς προσκυνητάς και τα μικρονησάκια τα γειτονικά της Σκιάθου. Στο βαπόρι αντίκρυσα ξαφνικά τον πάντα ενθουσιασμένο και μεγαλόφωνο Σπύρο Ματσούκα και εγίναμε οι τρεις μια αχώριστη και εύθυμη συντροφιά με μπύρες και προσφάγια από τα οδοιπορικά έξοδα του Γενικού Γραμματέως.
   Στις δέκα φθάσαμε στη Σκίαθο, ενώ μας επρόσμεναν τρεις ώρες πριν. Βάρκες πολλές μας επήραν χωρίς να αντικρύσωμε τίποτε, ναυλωμένες από την Επιτροπή. Στα σκοτεινά, σαν τυφλομυίγα, δεν ξέρω πώς βρέθηκα στη βάρκα και ύστερα στη στεριά κρατημένος από κάποιο προνοητικό χέρι, που με οδηγούσε προς κάποια φώτα - τα φώτα του τραπεζιού της υποδοχής, στρωμένο στο ύπαιθρον.
   Η μεγάλη καθυστέρηση του βαποριού και ο περιορισμός των επισήμων και των ανεπισήμων, που πρόσμεναν από την Πρωτεύουσα, σαν εμάς τους τρεις, εκρύωσε τον ζήλον της Επιτροπής, αλλά και εσυγκέντρωσε σ' εμάς όλες τις φροντίδες για τη φιλοξενία μας.
   Και από την ώρα εκείνη αρχίζει για μένα το παραμύθι ή το φανταστικό διήγημα του Έδγαρ Πώ. Στο πλάγι μου, μόλις εκαθίσαμε στο μεγάλο τραπέζι, βρέθηκε κάποιος ηλικιωμένος άγνωστός μου, που με τη συμπαθητική του όψη και τους ευγενικούς του τρόπους, μ' έκαμε να τον προσέξω σαν εξαιρετικόν άνθρωπον. Και δεν απατήθηκα.
   Κυττάζοντάς με με μελαγχολικό χαμόγελο έσκυψε και μου είπε σιγαλά στο αυτί:
   - Εσείς δε με γνωρίζετε, βέβαια, και μου είπε τ' όνομά του - εγώ όμως σας γνωρίζω και σας παρακολουθώ από τον καιρό της Εστίας· και του περιοδικού και της εφημερίδας. Μη δεχθήτε να πάτε αλλού. Όσο μείνετε εδώ, το σπίτι μου είναι δικό σας, εντελώς δικό σας. Θα σας δώσω το κλειδί του.
   Τέτοια πρωτάκουστη φιλοξενία δεν την επρόσμενα. Θέλησα να τον ευχαριστήσω, να του πω πως είναι πάρα πολύ αυτό που κάνει. Μ' έκοψεν αμέσως:
   - Δεν έχετε να μ' ευχαριστήσετε καθόλου. Είναι πολύ μικρό αυτό και δεν ξεπληρώνει ούτε το χιλιοστό απ' ό,τι σας χρωστώ.
   - Μου χρωστάτε; είπα με απορία, από πού και πώς.
   - Σας χρωστώ τις ευτυχισμένες ώρες που πέρασα, διαβάζοντάς σας στα καλά μου χρόνια, και την παρηγοριά που μου δώσατε στη λύπη μου όταν έχασα τη γυναίκα μου.
   Και η φωνή του κόπηκε.
   Δεν αποκρίθηκα και του έσφιξα άφωνα το χέρι. Όταν σηκωθήκαμε από το τραπέζι και ήλθαν να με καλέσουν μέλη της Επιτροπής στα σπίτια τους, ζητώντας ο καθένας να τον προτιμήσω, είπα πως έχω προσκληθή από πριν. Ακούοντας ποιός με είχε προσκαλέση, παραιτήθηκαν όλοι:
   - Δεν μπορούμε να συναγωνισθούμε εμείς με τα καλά που θα βρήτε στο σπίτι που θα πάτε.
   Έμαθα τότε πως ο άγνωστος σ' εμένα ήτον μιά προσωπικότης του νησιού. Όχι εντόπιος, αλλά ξένος φερμένος από δουλωμένη πατρίδα, τη Μακεδονία. Είχεν αποκατασταθή στη Σκίαθο για να πατά ελεύθερη γη. Πλούσιος και γενναιόδωρος για κάθε εθνικό σκοπό και για κάθε τοπική ανάγκη και προστάτης των φτωχών και των δυστυχισμένων, από τότε μάλιστα που έχασε τη γυναίκα του. Αυτός ήτον ο χορηγός για τα Αποκαλυπτήρια, χωρίς να φανερώνεται. Τί χάρισμα της Τύχης ήτον να με φέρη στο πλάγι τέτοιου ανθρώπου!" 

(Ο Δροσίνης στα "Σκόρπια φύλλα" του δεν αναφέρει ονομαστικά τον Φιλοκλή Γεωργιάδη. Ο επιμελητής της δεύτερης έκδοσης (2001) Γιάννης Παπακώστας, πληροφορημένος από τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, σημειώνει: 
"Πρόκειται για τον Φιλοκλή Γ. Γεωργιάδη (18451936). Ο Γεωργιάδης διετέλεσε δήμαρχος της Σκιάθου κατά τις περιόδους: 1899-1903, 1907-1914, και πρόεδρος της ίδιας Κοινότητας από το 1929 μέχρι το 1934. Η γυναίκα του Μαρία, το γένος Φραγκίστα, πέθανε το 1907. Ο Γεωργιάδης συγκαταλέγεται στους ευεργέτες της Σκιάθου. Την πληροφορία οφείλω στη φιλική συνδρομή του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου".)

(Πηγή: "Φωτομνήμες που μας ταξιδεύουν", Μουσείο Ναυτικής και Πολιτιστικής Παράδοσης Σκιάθου, 2019)

   Δε θέλησε να μ' αφήση να κρατώ το οδοιπορικό τσαντάκι μου και μου το πήρε από το χέρι. Εκινήσαμε στα σκοτεινά. Πού πηγαίναμε και για πόσο δρόμο δεν ήξερα, και το περπάτημά μου ήτον σαν φυλαγμένο. Το παρατήρησε:
   - Πιασθήτε από το μπράτσο μου και μη σας μέλη. Ο δρόμος δεν έχει κακοτοπιές, όλο στο ακρογιάλι πηγαίνει... Νά, φθάσαμε.
   Σταθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα κατάκλειστη του κατασκότεινου σπιτιού. Έβγαλεν από την τσέπη του ένα βαρύ κλειδί και την άνοιξε. Μπήκε πρώτος:
   - Προσμένετε μια στιγμή ν' ανάψω το φως.
   Πολύ προνοητικά είχε πρόχειρο ένα κερί στο πλάγι της πόρτας και το κουτί με τα σπίρτα κοντά. Με το λιγοστό φως του κεριού βρεθήκαμε σ' ένα μεγάλο σαλόνι. Άναψα μια λάμπα πετρελαίου ακουμπησμένη σε μαρμαρένιο τραπεζάκι. Όλα τα έπιπλα του σαλονιού ήταν τραβηγμένα γύρω στους τοίχους, και στο κάτω, στο διπλανό πάτωμα, ήταν απλωμένα δυό στρώματα έτοιμα για ύπνο.
   - Μη σας ενοχλούν αυτά, τα είχα ετοιμάση για μιαν ανάγκη αν ήρχουνταν πολλοί από την Πρωτεύουσα. Δε μας αξίωσαν όμως. Εδώ είναι η κάμαρα η δική σας.
   Και μου άνοιξε την πόρτα μιας κάμαρας. Ήτον η κάμαρά μας, μου είπε με συγκίνηση, όσο ζούσε η γυναίκα μου. Από τότε δεν ξανακοιμήθηκα σ' αυτή. Έχω άλλη κάμαρα. Μα και πάλι πολλές νύχτες δεν έχω το θάρρος να αισθάνωμαι την ερημιά του σπιτιού και κοιμούμαι σ' ένα μικρό σπίτι, που το έχω παραχωρήσει στις ανιψιές μου.
   Καθίσαμε σ' ένα βελούδινο καναπέ.
   - Πρέπει να σας πω πώς πέθανε η καϋμένη η καλή γυναίκα μου. Όποτε είχα βαρύ το στομάχι από βραδινή πολυφαγία, ξάπλωνα στο έξω μέρος του κρεβατιού για να μην την ενοχλώ με την βαθυάν αναπνοή μου. Έτσι πλαγιάσαμε πλάτη με πλάτη, γιατί εκείνη ήτον πάντα γυρισμένη προς τον τοίχο. Την τραγική εκείνη νύχτα αισθάνθηκα ένα κρύωμα στην πλάτη μου σαν από πάγο. Η γυναίκα μου, χωρίς να σαλέψη καθόλου, είχε πεθάνη προ πολλής ώρας από εμβολή καθώς μου εξήγησε την άλλη ημέρα ξημερώματα, φερμένος ο γιατρός. Δεν πέθανε λοιπόν από αρρώστια. Ήτον καρδιακή χωρίς να προσέξη ούτε η ίδια. Το κρεβάτι ήτον αμόλυντο. Γι' αυτό και σας το παραχωρώ, άφοβα απόψε, αφού δεν μας ετίμησε κανένας επίσημος με τη γυναίκα του, όπως ελπίζαμε.
   Πριν φύγη με ωδήγησε με το κερί στα κατατόπια του σπιτιού.
   - Μπορείτε να κοιμηθήτε άφοβα. Είναι μεγάλη ασφάλεια στο νησί μας. Θα κλειδώσω και την εξώπορτα από μέσα και θα κρατήσετε το κλειδί δικό σας όσο θα μείνετε. Το πρωί θ' ανοίξετε, και όταν βγήτε θα κλειδώσετε απ' έξω. Θα με βρήτε στο καφενείον, στο μέρος που φάγαμε. Δε θα δυσκολευτήτε να πάτε. Ο δρόμος θα σας βγάλη εκεί. Καλή νύχτα σας!
   Κ' ενώ άνοιγε την εξώπορτα, ξαναγύρισε:
   - Μήν ανησυχήσετε, αν ακούτε την νύχτα κάτω από το παράθυρο ταραχή. Είναι απάνω στη θάλασσα και μουρμουρίζει από κάτω το νερό. Και το πρωί, άμα ανοίγετε τα παράθυρα, να ξέρετε πως θ' αντικρύσετε τα Ρ ό δ ι ν α  Α κ ρ ο γ ι ά λ ι α  του Παπαδιαμάντη.


   Δεν πίστευα στα μάτια μου!
   Η κάμαρα, που προωρίσθηκε για μένα τον περαστικό ταξιδιώτη, μπορούσε να δεχθή και μια βασίλισσα. Τίποτε δεν έλειπεν απ' όσα χρειάζονται σε μια γυναίκα του μεγάλου κόσμου για τον ύπνο της νύχτας και το πρωινό της ξύπνημα. 
   Απάνω σ' ένα τραπέζι με μεγάλο καθρέφτη αραδιασμένες μποτίλιες στο κεντητό και νταντελένιο σκέπασμα και μποτιλάκια, μυρωδιές της καλύτερης γαλλικής μάρκας και κρυσταλλένια κουτάκια με κρέμες και πάστες και πούδρες, και χτένια από ταρταρούγα και ψαλιδάκια και λίμες για τα νύχια. Όλα σαν ανέγγιχτα και αμεταχείριστα. Και στο πλάγι ένας μεγάλος νιπτήρας μαρμαρόστρωτος λαμποκοπούσε με τη λεκάνη και το κανάτι και τη σαπουνιέρα και τη βουρτσοθήκη. Όλα κάτασπρα από την πιο φίνα πορσελάνη. Και το κρεβάτι! Μεγάλο, βαρύ, διπλοκοιμησιάς, με χοντρές μπρούτζινες κολώνες και στρωσίδια όλα κατακέντητα, κλεισμένο μέσα σε κουνουπιέρα διάφανη σαν την πρωινή πάχνη.
   Είχε μείνη τάχα η κάμαρα εκείνη χρόνια κλειστή, και για μένα την άνοιξεν η Τύχη; Έτσι, όπως τη βρήκα, την είχεν αφήση πριν πεθάνη η νοικοκυρά του σπιτιού και τη διατήρησε σαν κάτι ιερό; Ή την είχαν τώρα ετοιμάση επίτηδες για τα Αποκαλυπτήρια, προσμένοντας καμμιά πολύ μεγάλη κυρία από την Πρωτεύουσα, άξια να φιλοξενηθή εκεί;
   Πιθανώτερο το πρώτο. Δεν ήτον πιστευτό, πως αποθηκεμένα όλα αυτά σε ντουλάπια και κασσέλες από χρόνια, θα τα ξανάβαζαν πάλι με τέτοια τάξη στις θέσεις, που είχαν τον καλό καιρό και θα ξαναγύριζαν, όπως την έβλεπα την ερημωμένη κάμαρα.
   Κ' ενώ άνοιγα το τσαντάκι μου για να πάρω ό,τι θα μου χρειάζουνταν για τον ύπνο και ανασήκωνα την κουνουπιέρα του κρεβατιού, μια αόρατη δύναμη τράβηξε τα χέρια μου πίσω κ' ένα στόμα αθώρητο μου έλεγε στο αυτί:
   - Με τί δικαίωμα θα πάρης τη θέση της άγνωστης πεθαμένης; Είναι ιεροσυλία.
   Έκαμα την απόφαση να μην αγγίξω τίποτε από την κάμαρα αυτή, να την αφήσω απαραβίαστη, και να περάσω τη νύχτα σ' ένα από τα δυο κατάχαμα στρώματα. Βγήκα στο σαλόνι ακροπατώντας με φόβο μην ταράξω την ιερή σιωπή κ' έγειρα την πόρτα. Χαμήλωσα το φως της λάμπας και την άφησα να καίη τις λίγες ώρες που έμεναν ως την αυγή. Δεν ένιωθα το θάρρος να μείνω στα σκοτεινά. Με τρόμαζε το Άγνωστο, που με τριγύριζεν. Άγνωστη η τοπογραφία του νησιού. Άγνωστη η θέση του σπιτιού. Άγνωστα τα εσωτερικά κατατόπια του. Αν κανένας ξαφνικός κίνδυνος μ' έκανε να πεταχθώ από τον ύπνο, δε θα ήξερα πού είμαι, τί να κάμω, πώς να σωθώ.
   Πλάγιασα στο ένα στρώμα μισοντυμένος και ο ύπνος είχε φύγη από τα κλειστά μου βλέφαρα. Πίσω από τη γυρτή πόρτα της παραμυθένιας κάμαρας έβλεπα με το νου ζωντανεμένο το παραμύθι: 
   Μια γυναίκα ασπροφόρα, με τα νυχτικά της, καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη της, σήκωνε προς το κεφάλι τα δυο χέρια της γυμνά ως τις μασχάλες και ξεχτένιζε τα μαλλιά της για να τα κάνη πλεξίδες πριν κοιμηθή... Και την έβλεπα με μια ιερή συγκίνηση που σβύστηκε με το αποκάρωμα του ύπνου κια αποκοιμήθηκα. Μα και πάλι ο ύπνος μου δεν ήτον βαθύς και ήσυχος. Μου τον τάραζεν η έννοια μη με προδώση και χάσω την ανατολή και τα  Ρ ό δ ι ν α  Α κ ρ ο γ ι ά λ ι α.  Άνοιξα τα μάτια και κύτταξα τα παράθυρα. Σκοτάδι ακόμα. Στύλωσα το αυτί και άκουσα κάποιο γλυκύτατο φλοίσβο, τρίλλιες βιολιού με ουρντινό τις δοξαριές έσερνε το θαλασσινό νερό μόλις σαλεμένο από το απόγειο αεράκι, παίζοντας με τα χαλίκια και τις σχισμάδες των βράχων. Η λάμπα σβυστή.
   Άπλωσα το χέρι από το κρεβάτι και ψηλαφώντας βρήκα και άναψα το κερί. Επήγα και άνοιξα τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα. Τα μάτια μου σιγά σιγά ξεκαθάριζαν μέσα στο σκοτάδι καΐκια και βάρκες ασάλευτες κάτω από τ' άστρα. Μακρύτερα δεν εφαίνουνταν, παρά ένας ήσκιος μαύρος σαν σύννεφο μπόρας, κάποια στεριά. Αυτά να ήταν τα  Ρ ό δ ι ν α  Α κ ρ ο γ ι ά λ ι α ;  Γιατί όχι; Μήπως και τα ρόδα των κήπων δε δείχνουνταν μαύρα στο σκοτάδι της νύχτας;...
   Ξαναπλάγιασα με ανοιχτό το ένα παράθυρο και ψευτοκοιμήθηκα. Με το δεύτερο άνοιγμα του ματιού μου ο ήλιος χρύσωνε την απαλόγραμμη κορυφή του αντικρινού βουνού και σε λίγο άνθιζαν όλοι οι ροδόκηποι της ακρογιαλιάς, πέρα ως πέρα, σωστά  Ρ ό δ ι ν α  Α κ ρ ο γ ι ά λ ι α :

"Ὦ αὐγή, γλυκεῖα αὐγή, ποὺ ἀνθεῖς καὶ ροδίζεις ἐκεῖ εἰς ὕψος, ἀλλὰ καὶ τόσον χαμηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ἐκείνην τὴν ράχιν τὴν ἀντικρινήν ― τῆς ἀκτῆς ποὺ κλείει τὸν λιμένα. Εὐτυχῆ τ᾿ ἀρνάκια τὰ βόσκοντα ἐκεῖ στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ, ποὺ φθάνουν ἕως τὴν κορυφὴν τῆς ράχης καὶ πηδοῦν καὶ χορεύουν, καὶ σὲ ἀπολαύουν ἐγγύθεν, καὶ μεθύουν, ὦ αὐγή, ἀπὸ τ᾿ ἀρώματά σου. Πλέον εὐτυχῆ τὰ πουλάκια, ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλῶνα εἰς κλῶνα, καὶ σκιρτοῦν καὶ ἀναγαλλιάζουν εἰς τὴν θείαν ἐπαφήν σου… Εὐτυχὴς κι ὁ βοσκός, ποὺ τὸν ἐξύπνησες τώρα ναρκωμένον ἀπὸ τὴν δροσιάν σου, καὶ πετᾷ τὴν κάπαν του, κι ἁρπάζει τὴν μαγκούραν του καὶ τρέχει νὰ σαλαγήσῃ τὰ πρόβατα, νὰ ἐνεργήσῃ τὸν πρωινὸν ἀμολγόν, σφυρίζων καὶ ἄφροντις, καὶ τόσον πολὺ εὐτυχής, ὥστε οὔτε τὸ ὑποπτεύει."

   Προσπάθησα να μην πειράξω τίποτε από το συγύρισμα της πλαγινής κάμαρας και προτίμησα να πλυθώ έξω, σε μια βρυσούλα της κουζίνας του σπιτιού. Συμμάζεψα τα λίγα πράματά μου στο τσαντάκι, έβαλα κάποια τάξη στο στρώμα, που κοιμήθηκα, και μπήκα πατώντας ελαφρά, καθώς μπαίνει κανείς σ' ερημοκκλήσι, στης Άγνωστης Πεθαμένης την κάμαρα. Βεβαιώθηκα πως τίποτε δεν είχε σαλέψη από τη θέση του. Ντύθηκα και βγήκα. Κλείδωσα και πήρα το μεγάλο κλειδί, σαν νοικοκύρης. Έβυγα με τη θλιβερή συγκίνηση που μου έφερνεν η σκέψη, πως δε θα ξαναγυρίσω ποτέ πια εκεί. Ο δρόμος μ' έφερε στα καφενεία και βρήκα το νοικοκύρη που με πρόσμενε να πιούμε καφέ. Ως την ώρα που ώριζε το πρόγραμμα για το ξεσκέπασμα της προτομής κάναμε ένα γύρο προς τα ψηλότερα του νησιού, περνώντας από δρόμους και δρομάκια και ανεβαίνοντας σκάλες και σκαλάκια. Ήτον η παραμονή της Υψώσεως του Σταυρού και εώρταζαν αύριο οι Σταύροι και Σταυρούλες. Θα είχαν βέβαια το όνομα αυτό και σε μερικά από τα σπίτια που περνούσαμε και συλλογιζόμουν πως, αν ζούσαν οι δυο μπεκρήδες ήρωες του Παπαδιαμάντη, θα τα είχαν σημαδέψη την παραμονή για να μην τα χάνουν ζαλισμένοι από τα κεράσματα και θα τα ξεχωρίζαμε και μεις στο διάβα μας.
   Ύστερα κατεβήκαμε στο μόλο, που είχε την όψη σκάλας μεγάλου λιμανιού. Πρώτα πρώτα με την αραγμένη μοίρα του Αγγλικού στόλου και την κίνηση των πληρωμάτων που πηγαινοέρχουνταν από τα πλοία στη στεριά. Και έπειτα με τα καΐκια και τις βάρκες, γεμάτες πανηγυριώτες, άνδρες και γυναίκες, με πολύχρωμες νησιώτικες φορεσιές, φερμένοι από τα γειτονικά νησάκια. Και ήτον αλήθεια πολύ γραφικό το ανακάτωμα των δύο φυλών, των ξανθών Βρεταννών και των ηλιοκαμμένων Αιγαιοπελαγιτών. Και το ανακάτωμα αυτό ήτον πολύ εγκάρδιο. Δεν τους θεωρούσαν σαν ξένους τους Άγγλους, γιατί κάθε τόσο ήρχουνταν στο λαμπρό λιμάνι της Σκιάθου μοίρες του Στόλου και τους δέχουνταν όπως θα δέχουνταν δικούς μας.

   Ημέρα του Σταυρού, νηστεία. Ο νοικοκύρης μου με είχε καλέση να νηστέψωμε το μεσημέρι μαζί στο μικρό του το σπίτι. Περνώντας άφησα εκεί το τσαντάκι μου. Θα το έπαιρνα το απομεσήμερο, την ώρα που θα ήρχουνταν ο  Τ ό γ ι α ς  από το Βόλο για να εξακολουθήση το δρόμο του γυρισμού: Σκόπελο, Σκύρο, Κύμη. Τις πρωϊνές ώρες πέρασα με τη συντροφιά του νοικοκύρη μου πρώτα στην εκκλησιά και ύστερα στο καφενείο και σε μικρούς γύρους. Δεν ήτον πια η χθεσινή πολυκοσμία. Μόνον η κίνηση των Άγγλων θαλασσινών, που πηγαινοήρχουνταν έδινε κάποια ζωή στην ακρογιαλιά. Ο άνεμος δυνάμωνεν όσο ψήλωνεν ο ήλιος και δεν ήτον ευχάριστο το ανέβασμα στις ανεμόδαρτες γειτονιές.
   Πολύ ορεκτικό το μεσημεριανό τραπέζι με τα φρέσκα και θαλασσομύριστα μύδια και κυδώνια και χιβάδες και την ακούραστη φροντίδα δυο κοριτσιών. Ήταν οι δυο ανεψιές του νοικοκύρη. Ήταν δυο δροσερές νησιωτοπούλες με μόνο στολίδι τα νιάτα τους, απλοντυμένες, με το πρόσωπο άβαφο και τα μαλλιά ριγμένα πλεξίδες στην πλάτη.
   Οι ώρες όμως αργούσαν να περάσουν, μου φαίνουνταν ατέλειωτες, όπως είναι πάντα της προσδοκίας οι ώρες. Έμπαινα και έβγαινα από το σπίτι στο δρόμο ως που ν' ακουσθή το σφύριγμα του  Τ ό γ ι α .  Και επί τέλους ακούσθηκε. Την τελευταία στιγμή φιληθήκαμε με τα δάκρυα στα μάτια. Ξέραμε πως ο αποχαιρετισμός εκείνος ήτον παντοτινός. Έβλεπα για τελευταίαν φοράν τον εξαιρετικόν εκείνον άνθρωπο που με τη δυστυχία του έπλαττε την ευτυχία των άλλων. Του Θεού χάρισμα!
   Βιαστικά βιαστικά βρέθηκα σε μια βάρκα με πολλούς άλλους και από κει στο βαπόρι. Και ξαφνικά μέσα από το σύθαμπο αυτό ξεχώριζε και ανέβαινε κάτι λευκό και αλαφρό σα σύννεφο: η οπτασία της Άγνωστης Πεθαμένης γυναίκας, που με είχε φιλοξενήση στο σπίτι της. Σκεπασμένη με το αδιαπέραστο πέπλο της Ίσιδος δεν έβλεπα την όψη της. Με τη φαντασία μόνον την έπλαθα νέα και ωραία, όπως φανταζόμαστε συμπληρωμένα τα αρχαία ακέφαλα αγάλματα. Κ' η οπτασία αυτή μου μένει ως τώρα τόσο σφιχτά δεμένη με της Σκιάθου τη θύμηση που δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Και το νησί των Αλεξάνδρων έχει γίνη για τον απόκρυφο κόσμο μου το Νησί της Άγνωστης Πεθαμένης."

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023


Αγαπημένοι, λατρεμένοι, πολυτάλαντοι.

Κάπου εκεί στη δεκαετία του '60. 

Ντίνος Ηλιόπουλος, Μίμης Φωτόπουλος: σε καμαρίνι, κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης, χαλαρώνουν ζωγραφίζοντας. 

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

...προσοχή γιατί λερώνει...


   Σαν να τους βλέπω όλους: τύποι καθημερινοί, γνωστοί. Κυκλοφορούν όλοι εκεί έξω στο πεδίο της μάχης. Στο οδόστρωμα δηλαδή. Οι πολλοί και διάφοροι τύποι οδηγού, ίδιοι πάνω κάτω σ’ όλη τη σύγχρονη ελληνική επικράτεια. Για να τους δούμε έναν έναν:

Ο «του άντρα του πολλά βαρύ»
Βαρύς κι ασήκωτος – όσο και η τριχωτή χερούμπα που κρέμεται μονίμως απ’ το παράθυρο του οδηγού. Καθ’ ό,τι ο τυπάρας είναι και δεινή οδηγάρα ναούμ και οδηγάει το ίδιο καλά μ’ ένα χέρι. Έχει πάντα προτεραιότητα εννοείται κι έχει γραμμένες κανονικά τις διαβάσεις πεζών, τα σήματα, τα φανάρια και τον τροχονόμο μαζί. Εννοείται πως δεν έχει ποτέ μαζί του δίπλωμα κι ουαί και αλλοίμονο αν βρεθεί ένστολο θρασίμι να τον σταματήσει για έλεγχο. Θα ειδοποιηθεί πάραυτα το ξαδερφάκι του ο υπουργός συγκοινωνιών κι ο ένστολος θα το φυσάει και δε θα κρυώνει. Α μα δα.

Η «οι κυρίες προηγούνται»
Περίπου η γυναικεία εκδοχή του ασήκωτου. Το καθρεφτάκι για βάψιμο – καλέ δεν πρόσεξα ότι φαίνονται και τα πίσω αμάξια. Το κινητό σκουλαρίκι. Η δυναμική κι ανεξάρτητη – έτσι πιστεύει – που ανακαλεί τις αρχές της ισότητας των δύο φύλων όποτε τη συμφέρει κι άλλες φορές βάζει σε εφαρμογή το γνωστό κλισέ περί προτεραιότητας των κυριών – μόνο που ο εμπνευστής του δεν είχε υπόψη του τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Ορμάει λοιπόν η κυρία να περάσει πάντα πρώτη, γιατί πιστεύει ότι ως κυρία προηγείται – προκαλώντας τη γενική αγανάκτηση, αρκετά «μπουκέτα» καθ’ οδόν – και στη χειρότερη, ακόμα και τράκα. Κι άμα στριμωχτεί κι ο τροχονόμος άντρας, του κάνει μέχρι και καμάκι για να γλιτώσει. Και βέβαια κηλιδώνει ανεπανόρθωτα τη φήμη της γυναίκας οδηγού.

Ο «μπαμπά μην τρέχεις»
Ένα από τα καλύτερα είδη οδηγού. Με ένα ή περισσότερα κουτσούβελα στην αγκαλιά ή στην πλάτη, ο καλός πατέρας είναι πάντα και καλός οδηγός. Πρώτον γιατί σκέφτεται τα σπλάχνα του και δεύτερον γιατί κι αυτά του μαθαίνουν χωρίς να το ξέρουν να είναι το ίδιο καλός και στη συμπεριφορά του στο οδόστρωμα. Είναι αυτός που θα σταθεί να περάσουν οι πεζοί, που θα πάει αργά αν έχει νερά ο δρόμος για να μη σε πιτσιλίσει, που θα σταματήσει να πάρει την ηλικιωμένη γειτόνισσα ή να της κουβαλήσει τα ψώνια. Αν είναι και ταξιτζής, ακόμα καλύτερα. Ένας καλός ταξιτζής.

Η «γυναίκα λάστιχο»
Συνήθως, καλή μαμά κι αυτή – κι αν δεν είναι ακόμα μαμά, θα γίνει σίγουρα καλή μαμά αν γίνει μαμά. Είναι η μικρομεσαία εργαζόμενη που τα προλαβαίνει ως διά μαγείας όλα: και δουλειά, και ψώνια, και φροντίδα για τους δικούς της, και σπίτι, και βόλτες, και δραστηριότητες. Άψογη κι αυτή στο οδηγικό σαβουάρ βιβρ – κι αν έχεις την τύχη να τη γνωρίσεις και ως ταξιτζού, θα έχεις πια να το λες. Κορίτσια, εσείς μας κάνετε υπερήφανες.

Ο ταρίφας
Μεγάλη κατηγορία αυτή. Μεγάλη και μπερδεμένη. Διότι εάν δεν πέσεις σε κείνο το μικρό ποσοστό όπου ταρίφας και «μπαμπά μην τρέχεις» ή «γυναίκα λάστιχο» συμπίπτουν, τότε τα πράματα είναι μάλλον ζόρικα. Άμα δε ο ταξιτζής συνδυάζει ολίγον από ταρίφα κι από «άντρα βαρύ κι ασήκωτο» ή «κυρία που προηγείται», τότε την έκατσες. Μπες στο πίσω κάθισμα, βιδώσου, δώσε τελικό προορισμό και βούλωστο. Τώρα το λόγο – και το πρόσταγμα – έχει ο ταρίφας. Εκείνος αποφασίζει πότε και πώς θα πας εκεί που θα πας. Και με πόσα θα πας, εννοείται. Δε θα του καις εσύ τζάμπα τη βενζίνη, αναιδέστατε. Θα την πληρώσεις. Τέντωσε τ’ αυτιά σου καλά και άκου σοφία. Ομιλεί ο παντογνώστης ναούμ.

Ο κλαρινογαμπρός
Εξαιρετικό ταλέντο στο να τρώει τα λεφτά των άλλων – εν προκειμένω, του πατέρα και της μάνας του. Σκάει μύτη στην πλατεία του χωριού με 4 επί 4 τζιπάρα αεροδυναμική και απαστράπτουσα για να πάει απ’ το σπίτι μέχρι το περίπτερο του μπαρμπα – Μήτσου για φιλτράκια. Κι οπωσδήποτε πρέπει να μάθουμε τα μουσικά του γούστα: σταθερά κάτι ανάμεσα σε τουρκομπαρόκ και μέταλ τσιφτετέλι. Όπα σινανάι νάι.

Ο μπάρμπας
Ένα από τα πιο ύπουλα και επικίνδυνα όντα που κυκλοφορούν στο οδόστρωμα: συνήθως ανάμεσα στα προτελευταία και τελευταία «-ήντα», ο μπάρμπας καβαλάει συνήθως ένα κατασκεύασμα αμφιβόλου προελεύσεως, ηλικίας και προορισμού ύπαρξης. Είναι κάτι ανάμεσα σε πειραγμένο τρίκυκλο, προϊστορική βέσπα ή αρχαϊκή μοτοσικλέτα με τη συρόμενη οβίδα στο πλάι, σαν αυτές που οδηγούσαν οι Γερμανοί στην κατοχή. Όπως είναι φυσικό, αδυνατεί να αναπτύξει ταχύτητα πάνω από 20 περίπου χιλιόμετρα την ώρα, αλλά παρ’ όλα αυτά επιμένει να οδηγεί περίπου στο κέντρο του δρόμου. Ένα εκκωφαντικό «πρρρρρρρ» και ντουμάνι το καυσαέριο – πιθανόν το όχημα να καίει και κλάρες. Από το στόμα του εκλύεται εσάνς τσίπουρου. Και φυσικά δε σ’ αφήνει να τον προσπεράσεις. Κι αν τελικά τα καταφέρεις, σου επιφυλάσσει ελληνικότατο μπουκέτο μαζί με μια εγκάρδια ευχή.

Ο «Ν»
Θα μπορούσε να σημαίνει «νεοφώτιστος». Ο έρμος ο νέος οδηγός, παιχνίδι και παραμάζωμα του ταρίφα, του ασήκωτου, της «ανεξάρτητης» - που του κορνάρουν αλύπητα επειδή αργεί ο φουκαράς και τον στολίζουν με φάσκελα και χάχανα πίσω από το κόκκινο «νι» που κουβαλάει σαν άδικη κατάρα. Κουράγιο φίλε, κάνε υπομονή και θα παλιώσεις και συ.

Μαθαίνει πολλά κανείς πίσω απ’ το παρμπρίζ. Για να μη μπείτε λοιπόν και σεις και μπω και γω σε καμιά κατηγορία που δε μας αρέσει, ας φοράμε όλοι τη ζωνίτσα μας σαν καλά παιδιά, ας κάνουμε κι ένα σταυρό να βρίσκεται κι ας αφήνουμε για λίγο τα νευράκια στην άκρη, όσο οδηγούμε. Καλά γκάζια!

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Vamonos

«…Vamonos donde nadie nos juzgue 
donde nadie nos diga que hacemos mal 
vamonos alejados del mundo 
donde no haya justicia ni leyes ni nada 
nomas nuestro amor…»
   Το ίδιο βράδυ που σε αποχαιρετίσαμε ήρθες μπαμπά. Ήταν Σάββατο ήδη. Τελευταία φορά που σ’ άκουσα ήταν Τετάρτη – μας πήρες όλους έναν έναν τηλέφωνο, λες και το ήξερες. Στο’ χε υποσχεθεί πριν λίγες μέρες ο φίλος σου ο αη Νικόλας ότι σε λίγο θα σου περάσουν όλα. Έστελνα και ξαναέστελνα μηνύματα την Πέμπτη, είχες όμως ήδη βαρύνει. «Βούλα μου κουράγιο, κατέληξε ο μπαμπάς» άκουσα από το τηλέφωνο ξημέρωμα Παρασκευής. Κι ύστερα, η ησυχία. Αυτή η αμείλικτη που συνοδεύει τον αποχαιρετισμό. Τότε κατάλαβα ότι έλειπες – ότι πια πάντα θα έλειπες μπαμπά. Σάββατο βράδυ πια το συνειδητοποίησα. Τότε που σε φιλήσαμε και σε χαϊδέψαμε για τελευταία φορά. Τότε που έφυγαν όλοι. Δε θα ξαναρχόσουν πια κάθε βράδυ πρώτος να μου πεις καληνύχτα. Δε θα ξαναπίναμε κυριακάτικο καφεδάκι με καλαμπούρια κι ιστορίες από τα καράβια. Θα έψαχνα πια να βρω το μπλε των ματιών σου σε φωτογραφίες. Τότε το κατάλαβα. Όταν έφυγαν όλοι. Και τότε έκλαψα. Και κλαίγοντας με πήρε ο ύπνος.
   Τότε βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε κάτι σαν ανοιχτό, ιπτάμενο ελικόπτερο – εγώ και ο αόρατος κυβερνήτης του – κι ήταν λέει μέρα και καλοκαίρι. Και πετούσαμε πάνω από μια αφρισμένη αλλά ακύμαντη θάλασσα – κι ένιωθα δροσιά στα μάγουλά μου και μυρωδιά θάλασσας στα ρουθούνια μου, κι αυτό μου άρεσε και με παρηγορούσε. Κι από κάτω μας ξαφνικά ένα ολοκαίνουργιο, κάτασπρο καράβι – άγνωστο αν ήταν εμπορικό ή επιβατικό, πάντως ήταν πανέμορφο – κι έτρεχε σαν παπί πάνω στη θάλασσα. Και στο κατάστρωμα κόσμος που πηγαινοερχόταν, καθάριζε και σημαιοστόλιζε το καράβι – κι από τα μεγάφωνα ακουγόταν ολοκάθαρα η μουσική και σε λίγο η φωνή του Miguel Aceves Mejía «Vamonos…» - αγαπημένο σου.. Και σε βλέπω ολοζώντανο, στη μέση – ένα νέο παιδί, με ξανθά κυματιστά μαλλιά, ροδοκόκκινο, γερό, γελαστό – με άσπρο μακό, άσπρο τζην, αθλητικά παπούτσια – ίδιο ναυτάκι – που ωστόσο φαινόσουν να κυβερνάς το όμορφο πλεούμενο και να δίνεις σε όλους οδηγίες – και προπάντων χαρά, ήσουν γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό κι όλοι γύρω σου σε έβλεπαν στα μάτια και γέμιζαν και κείνοι χαρά. Δε με κοίταξες, δεν άκουγα καθαρά τη φωνή σου μπαμπά – όμως ένιωσα τη χαρά σου. Κατάλαβα. Και χαμογέλασα και ξύπνησα μ’ ένα χαμόγελο.
   Μπαμπά μου σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Τώρα ξέρω.


Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Για τον ήρωα Βασίλη Λάσκο

Οι Σκιαθίτες θυμούνται ακόμα τον αξέχαστο ποιητή και σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκο να απαγγέλλει με θέρμη και συγκίνηση, από το δεσποτικό των Τριών Ιεραρχών, το ποίημα που έγραψε ο ίδιος για τον ήρωα αδερφό του:
Ορέστης Λάσκος

"Μάνα μου χωριάτισσα, κυρα-Παμεινώνταινα, κυρα-Μαριγώ,

απ' τα τέσσερα σερνικά βλαστάρια σου
στα στερνά σου απόμεινα τώρα μόνο εγώ
Μάνα μου χωριάτισσα, κυρα-Παμεινώνταινα, κυρα-Μαριγώ,
κι αχ, εσείς, αλί μου, τρισαλί
του χωριού μοιρολογήστρες,
θεια-Μηλίτσα, θεια-Σμαρούλα, θεια-Καλή,
με πικρά τα λόγια σαν αλόη
τούτη την ατέλειωτη βραδιά
γύρετε τριγύρω μου, κι αντάμα με στηθοκοπήματα βαριά
αρβανίτικο να στήσουμε μοιρολόι
θεια-Μηλίτσα, θεια-Σμαρούλα, θεια-Καλή
κλάψτε πάλι το Λασκέικο το σόι
Τι στο πέλαγο κατάντικρυ,
στα Σκιαθίτικα ακρογιάλια 
του Σταυρού μιαν ήρεμη βραδιά 
αχ, ο Βάσος μας σκοτώθηκε
πολεμώντας σα λιοντάρι για τη λευτεριά
Αχ, ο Βάσος μας σκοτώθηκε!
Αχ, ο Βάσος πάει μας πια
Το μαντάτο τούτο το φριχτό
τ' άρπαξαν του πέλαγου τα κύματα
τ' άρπαξαν και οι γλάροι στον αγέρα
και το κάνανε τραγούδι θλιβερό
και το κάνανε τραγούδι και το σκόρπισαν
πέρα ως πέρα
κι έλεαν για το σκοτωμένο παλικάρι
και τα κύματα, και οι γλάροι,
και τ' ακούσαν τα παιδάκια που τον γνώριζαν
και τον αγαπούσανε σαν φίλο τους
και τον παίζαν πότε-πότε στο κρυφτό
κι έτρεξαν και κρύψανε τα κεφαλάκια τους
στης μητέρας τους τον κόρφο
κι αναλύθηκαν σ' αναφιλητό
τα παιδάκια, με τα αγνά καθάρια μάτια τους
που μαζί του παίζαν το κρυφτό...
Και τ' ακούσαν κι οι γυναίκες που τον λάτρεψαν
κι ως εικόνισμα ιερό λαμπρή φυλάγαν τη μορφή του
στην καρδιά τους σκαλιστή,
και σφαλίξανε τα σπίτια τους,
και μαυροφορέσανε, και κλαίγανε
για τη μοίρα τη φριχτή
οι γυναίκες που τον λάτρεψαν
ομορφάντρα, και λεβέντη, κι εραστή...
Και τ' ακούσαν και στα υδραίικα τ' ακρόγιαλα
μπουρλοτιέρηδες, ναυμάχοι του εικοσιένα
και ξαναζωντάνεψαν και πάλι,
και καμάρωσαν τη ράτσα τη ρωμαίικια,
οι Μιαούληδες, Τομπάζηδες, Σαχτούρηδες,
και σηκώσαν με περφάνια το κεφάλι,
και μια θέση του ετοιμάσαν στην παρέα τους
οι Μιαούληδες, Τομπάζηδες και οι άλλοι!
Θεια-Μηλίτσα, θεια-Σμαρούλα, θεια-Καλή
τα σπαρακτικά σας πάψτε λόγια!
Παλικάρι σαν το Βάσο μας
δεν του πρέπουν μοιρολόγια...
Το κλαρίνο, το λαγούτο, το βιολί 
φέρτε Ελευσινιώτες μου πατριώτες,
και στο κλέφτικο τραγούδι να το στήσουμε,
τούτη την ατέλειωτη βραδιά,
σαν και τότες, οπού ζούσε!
Σαν και τότες...
Μάνα μου χωριάτισσα, κυρα-Παμεινώνταινα, κυρα-Μαριγώ,
έτσι, σαν το Βάσο μας 
άμποτες να πέθαινα και γω!"

Ορέστης Λάσκος
Ορέστης Λάσκος










Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Μια πιατοθήκη ιστορίες

   Είπα ν’ αφήσω λίγο τα θλιβερά που μας περιστοιχίζουν – και που θα τα φάμε και πάλι σε λίγο στη μάπα ούτως ή άλλως. Ο καθένας τα δικά του κι όλοι μαζί ολωνών. Είπα λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας ένα από τα πολλά μικρά, όμορφα και γοητευτικά που συμβαίνουν πολλές φορές κάτω απ’ τη μύτη μας και δεν τα παίρνουμε χαμπάρι.
   Σε πολλές από τις καθημερινές βόλτες στη θάλασσα με την τετράποδη κόρη μου ανακαλύπτουμε μικρούς φυσικούς «θησαυρούληδες»: κοχύλια, γυαλάκια, κομμάτια από κεραμεικά και σπαράγματα από παλιά πιάτα. Με χρωματιστά σχέδια απαράμιλλης τέχνης, πολλές φορές και με κάποια στάμπα ή λογότυπο που μαρτυράει την καταγωγή τους.
   Πάντα πίστευα ότι τα παλιά πιάτα ήταν ανέκαθεν είδος σε αφθονία σ’ αυτό το νησί. Δίνω μια εξήγηση που ίσως έχει μια βάση. Σ’ όλες τις φάσεις της ιστορίας της, η Σκιάθος ζούσε από τη ναυτοσύνη. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε καπετάνιο ή έστω ναύτη. Και οι ξενιτεμένοι έφερναν πολλές φορές είδη προίκας, δηλαδή είδη σπιτιού, όπως υφάσματα, ραπτικά είδη, κουζινικά και φυσικά πιάτα. Ντουζίνες. Και πάντα πιάτα φερμένα συνήθως από την Ευρώπη. Εκλεκτές πορσελάνες, χάρμα οφθαλμών – πραγματικά έργα τέχνης. Έρχονταν μετά φανών και λαμπάδων, έβγαιναν από το ναυτικό μπαούλο κι έμπαιναν ευλαβικά στο μπαούλο του νοικοκυριού. Γιατί συνήθως προορίζονταν για τις «καλές» περιστάσεις: για καθημερινή χρήση συνήθως υπήρχαν πήλινα, τσίγκινα ή άλλα σκεύη πιο απλά (ανάλογα πάντα και με τον προϋπολογισμό και την κοινωνική θέση του σπιτιού, ε;) Κάποιοι έτρωγαν καθημερινά στο πλουμιστό εγγλέζικο πιάτο τους με μαχαίρι και πηρούνι, κάποιοι άλλοι – οι πολλοί – ό, που βόλευε, πολλές φορές στο πόδι γιατί το μεροκάματο έτρεχε. Με δυο λόγια, το παλιό πλουμιστό πιάτο θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κάτι σαν συνώνυμο της αφθονίας, του πολιτισμού (αν σκεφτεί κανείς και την ευρωπαϊκή καταγωγή του), της «κοινωνικής ανόδου»..
   Δεν είναι λίγες επίσης οι φορές που βλέπει κανείς τέτοια πιάτα να στολίζουν τους εξωτερικούς τοίχους των εξωκκλησιών.
   Δεν ξέρω από πού κληρονομήσαμε αυτή τη συνήθεια. Κάποτε άκουσα ότι οι χτίστες που δούλευαν στα νέα εξωκκλήσια – και που κουβαλούσαν κάθε μέρα το κολατσιό τους, μαζί και το πιάτο τους – όταν τέλειωναν το σοβάτισμα κολλούσαν συμβολικά το πιάτο τους στον τοίχο του εξωκκλησιού.
   Γιατί όμως οι αμμουδιές – κυρίως όσες βρίσκονται κοντά στον οικισμό – είναι γεμάτες από τέτοια σπαράγματα; Μου φάνηκε παράξενο να φαντάζομαι γιαγιάδες, θείες και γειτόνισσες, που φύλαγαν ως κόρη οφθαλμού αυτούς τους πορσελάνινους θησαυρούς και τους κρατάνε μέχρι σήμερα, να τα σπάνε και να τα πετάνε έτσι απλά εδώ και κει. Κι όμως η μητέρα μου θυμάται πολύ καλά ότι σαν κοριτσάκι έπαιζε συνήθως με τις φίλες της με τέτοια χρωματιστά κομματάκια, που βρίσκονταν άφθονα σκορπισμένα στα χώματα, στα παρτέρια και στις ακρογιαλιές κοντά στο σπίτι τους. Ο κόσμος μετά τον πόλεμο είχε γεμίσει σπασμένα πιάτα.
   Μα γιατί; Κι όμως, υπήρχε εξήγηση: ήταν κι αυτό ένα θλιβερό απομεινάρι της κατοχής. Τα σπασίματα ήταν μια από τις πολλές καθημερινές συνήθειες των κατακτητών. Οι Γερμανοί όποτε γούσταραν έκαναν ξαφνικές εφόδους και επιθεωρούσαν. Έψαχναν – ποιος ξέρει τί – ή απλά ήθελαν να τρομοκρατήσουν και να φανούν κυρίαρχοι. Έμπαιναν, ψαχούλευαν, έκαναν πάντα και μερικές ζημιές – για να σπάσουν τον τσαμπουκά του νοικοκύρη – και στην καλύτερη περίπτωση απλώς έφευγαν. Πριν φύγουν όμως έδιναν συνήθως και μια αποχαιρετιστήρια κοντακιά – με το πίσω μέρος του όπλου – στην πιατοθήκη, αν έβλεπαν να υπάρχει τέτοια. Μπουκάρισαν μια μέρα στο σπίτι της νεόνυμφης τότε γιαγιάς μου, της συνονόματης, είδαν τα πιάτα να στολίζουν την πιατοθήκη, είδαν και τη φωτογραφία του προπάππου με την περήφανη μουστάκα – κι έδωσαν μερικές γερές της πιατοθήκης, κι άλλη μια στο τζάμι της φωτογραφίας, και τα διέλυσαν – και τότε πρόσεξαν τη γριά ψυχομάνα της που έτρεμε από φόβο, είδαν και το νυφικό απλωμένο ακόμα σε μια καρέκλα – «νύφη, νύφη» μούγκρισε ο ένας Γερμαναράς – και τότε αποφάσισαν να γκρεμοτσακιστούν και να φύγουν.
   Γιατί όμως τα πιάτα; Μα νομίζω για όλα τα παραπάνω: τα πιάτα – και μάλιστα, τέτοια πιάτα – ήταν συνώνυμο της αφθονίας, της καλοπέρασης, της χαράς της ζωής. Αυτό ειδικά το τελευταίο ήταν αυτό ακριβώς που ήθελαν να καταπνίξουν στη συνείδηση του Έλληνα οι κατακτητές. Ήταν ένα ειρωνικό «δεν τα χρειάζεστε αυτά!...».
   Μετά από αυτά, είδα με ακόμα πιο πολλή αγάπη αυτά τα σκορπισμένα κομματάκια. Και τα άφησα να μου πουν την ιστορία τους.
   Αυτό – το να διαβάσεις την ιστορία ενός σπαράγματος – δεν είναι εύκολη δουλειά. Ειδικά αν δεν ξέρεις τί σου γίνεται. Τα πράγματα βέβαια αλλάζουν, αν έχεις την τύχη να ανακαλύψεις κάπου ένα σημάδι διαφωτιστικό. Μια χρονολογία, μια σφραγίδα, κάτι.
   Να μερικά. Μοναδικά και υπέροχα όλα. Ένα έμπειρο μάτι μπορεί και να καταλάβαινε περισσότερα.
Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω, ξεχώρισα αυτά τα τρία κομματάκια που είχαν πάνω τους κάποιο λογότυπο, μήπως και βρω μια άκρη.
Τα τρία λογότυπα ήταν περίπου τα εξής: 1. SUOMI FINLANDIA, 2. DAVENPORT, 3. …OCH (BOCH ίσως; Ή κάτι τέτοιο).

Επιστράτευσα λοιπόν το ψαχτήρι του διαδικτύου. Και τί δε βρήκα..

Πάμε για το πρώτο:
SUOMI FINLANDIA

“Suomi” γενικά σημαίνει «Φινλανδία» ή «φινλανδική γλώσσα»: είναι σήμα κατατεθέν δηλαδή της χώρας αυτής. Το κομματάκι όπως έδειξε το ψαχτήρι ήταν τμήμα του λογοτύπου της εταιρείας ARABIA SUOMI FINLANDIA, που ολόκληρο ήταν κάπως έτσι:
Το λογότυπο άλλαξε κατά καιρούς, ενώ στα χρόνια μεταξύ 1932 – 1949 είχε τη μορφή στην οποία το βρήκαμε – άρα να και η ηλικία του κομματιού…
   Η εταιρεία Arabia ιδρύθηκε στη Φινλανδία κοντά στην πρωτεύουσα, το Ελσίνκι, το 1873 από τη σουηδική εταιρεία Rörstrand. Οι Σουηδοί επέλεξαν την Φινλανδία λόγω της εγγύτητας με τη Ρωσία, γιατί ήθελαν να επεκτείνουν και κει το εμπόριό τους. Σε λίγα χρόνια η Arabia παρήγαγε τα μισά πιατικά της Φινλανδίας – πήγε καλά δηλαδή. Τη διηύθυνε ο Σουηδός Gustav Herlitz. Έφτασαν να παράγουν έργα κεραμεικής, είδη σπιτιού και υγιεινής, μέχρι και τούβλα οικοδομής.
   Κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο η Arabia πέρασε σε φινλανδικά χέρια, και μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου είχε γίνει η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής και εξαγωγής πορσελάνης σε όλη την Ευρώπη. Μετά απ’ αυτά, η τότε μητρική εταιρεία Rörstrand επιδίωξε και πέτυχε τη συνεργασία με την άλλοτε θυγατρική της Arabia.
   Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η Arabia παραδοσιακά συνεργάζεται με καλλιτέχνες και κορυφαίους σχεδιαστές, όπως με τον Kaj Franck τη δεκαετία του ΄40, ο οποίος σχεδίασε τη σειρά ειδών πορσελάνης «Kilta», τον Ulla Procopé (1921-1968) που σχεδίασε μερικά από τα πιο δημοφιλή κομμάτια εφυαλωμένης κεραμεικής της εποχής, όπως τα «Valencia» (1960) και τα «Ruska» που βγήκαν αργότερα (1978-79), και τον Birger Kaipiainen (1970). Στη δεκαετία του ΄90 η Arabia θα βγάλει μερικές συλλεκτικές κούπες, τις Moomin Mugs, από το ομώνυμο καρτούν. Σήμερα η εταιρεία ανήκει στον όμιλο Iittala.
   Για να δούμε τώρα το δεύτερο κομματάκι..

DAVENPORT

   Εδώ έχει πολύ ψωμί. Καταρχάς, καταλάβατε ότι μπλέξαμε με τη μαμά Αγγλία. Πασίγνωστα τα εγγλέζικα πιάτα απ’ την εποχή του Παπαδιαμάντη. Αποικιοκρατία κάργα. Εξ ου και τα λιονταράκια και οι κορώνες και όλα τα τζάτζαλα και μάτζαλα που θυμίζουν ότι οι εκλεκτοί μας σύμμαχοι από τα παλιά πάντα ένιωθαν λίγο «αυτοκράτορες». Τέλος πάντων: εδώ έχουμε δύο σφραγίδες. Μία τυπωμένη με μελάνι και με όλα τα σέα και τα μέα, και μία εγχάρακτη (που έγινε πιθανότατα προτού πήξει το υλικό του κεραμεικού). Παρατηρώντας καλύτερα την εγχάρακτη σφραγίδα, εκτός από την όρθια άγκυρα και το ημικυκλικό λογότυπο, βλέπει κανείς στην κορυφή τον αριθμό 6, άλλο ένα 5(;) αριστερά της άγκυρας, κι από κάτω γράφει… Έλα μου ντε, τί γράφει; Άμα το βρείτε, θα σας δώσω το μισό.
   Τέλος πάντων. Για να δούμε μερικά ιστορικά κι αυτής της εταιρείας:

   Ο John Davenport, γεννημένος το 1765, ξεκίνησε να δουλεύει σε αγγειοπλαστείο σαν εργάτης το 1785 και σαν συνέταιρος αργότερα με τον Thomas Wolfe of Stoke. Απέκτησε το δικό του αγγειοπλαστείο στο Longport το 1794, όπου έφτιαχνε πήλινα σκεύη. Το 1830 ο John αποσύρθηκε, οπότε ανέλαβαν τα βλαστάρια του Henry και William μέχρι το 1835 – που ο ένας υιός, ο Henry, πεθαίνει. Τότε η φίρμα γίνεται William Davenport and Company. Ο William με τη σειρά του ζει και βασιλεύει ως το 1869, οπότε αναλαμβάνουν οι δικοί του γιοι. Αυτοί θα κρατήσουν την εταιρεία στην οικογένεια Davenport ως το 1887.
   Γενικά η Davenport παρασκεύαζε διάφορα πήλινα είδη, πορσελάνες και γυαλικά. Εδώ βέβαια όταν λέμε «πήλινα», δε σημαίνει ντε και καλά ότι μιλάμε για αγγεία που θυμίζουν αρχαίους ελληνικούς αμφορείς με το γνωστό χωμάτινο χρώμα – ή τους τρόπους και τις τεχνοτροπίες που είχαν αναπτύξει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να τα διακοσμούν. (Σόρι, ντίαρ, αλλά σ’ αυτό τουλάχιστον δε μπορέσατε να μας αντιγράψετε). Πάντως, χοντρικά, τα κεραμεικά χωρίζονται σε είδη ανάλογα με τη θερμοκρασία ψησίματος: σήμερα, ας πούμε, τα απλά πήλινα (earthenware) ψήνονται στους 1000 με 1200 βαθμούς Κελσίου, τα λεγόμενα stoneware στους 1100 με 1300, ενώ οι πορσελάνες στους 1200-1400. Σε αντίθεση με τον ταπεινό πηλό που μπορεί να βγει απλά από τη γη, η πορσελάνη αποτελείται αποκλειστικά από τον υαλοποιημένο καολίνη, ένα λευκό αργιλοπυριτικό ορυκτό που μας ήρθε από την Κίνα (κάο λιν στα κινέζικα σημαίνει «ψηλό βουνό»). Και βέβαια είναι πολύ πιο ακριβή.
   Κι εδώ έρχεται να κάνει το θαύμα του το εγγλέζικο εμπορικό δαιμόνιο: η αριστοκρατική πορσελάνη δε θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς σε είδη καθημερινής χρήσης. Επινοήθηκε λοιπόν μια μέση λύση, που εξασφάλιζε ωραία εμφάνιση αλλά και προσιτή τιμή. Για πρώτη φορά οι Άγγλοι αγγειοπλάστες εισάγουν στην αγορά τα κεραμικά τύπου «ironstone»: ο όρος «ironstone» ή «ironstone ware» ή «ironstone china» σήμαινε αντικείμενο πήλινο μεν εσωτερικά, αλλά με επιπλέον εξωτερική εφυάλωση, μια επικάλυψη δηλαδή ειδικής αδιαφανούς υαλόμαζας, που το έκανε να μοιάζει πολύ με φίνα πορσελάνη. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ επιτυχημένη «απομίμηση» πορσελάνης. Ο «πατέρας» αυτής της πατέντας ήταν ο Charles James Mason (όχι ο ηθοποιός) που την εισήγαγε το 1813 στο Staffordshire και τον ακολούθησαν και πολλοί άλλοι. Σύντομα, υπήρχαν καμιά 200αριά κατασκευαστές κεραμεικών, ανάμεσά τους βέβαια και η Davenport, που – εκτός από πορσελάνη – παρασκεύαζαν επίσης κεραμεικά τύπου ironstone, σε κάθε μορφή: από πιάτα και λεκάνες μέχρι σουπιέρες, τσουκάλια και σαλτσιέρες. Ακόμα και δοχεία νυκτός, μετά συγχωρήσεως.
   Για να επανέλθουμε όμως στη φίρμα Davenport και στο επίμαχο κομματάκι: για να δούμε πώς εξελίχθηκαν με την πάροδο των χρόνων οι σφραγίδες και τα λογότυπα της εταιρείας πάνω στα διάφορα κεραμεικά.




   Άρα λοιπόν έχουμε ένα κομμάτι «iron stone», μας το λέει η σφραγίδα άλλωστε… Για να προσπαθήσουμε τώρα να χρονολογήσουμε το κομματάκι μας, μάλλον θα μας βοηθήσει το εγχάρακτο λογότυπο με την άγκυρα: αν υποθέσουμε ότι ο αριθμός στα αριστερά της είναι 5, άρα μάλλον αντιστοιχεί στη χρονολογία 185…
   Κι ένα άλλο κεφάλαιο, μάλλον το γοητευτικότερο στην ιστορία των παλιών κεραμεικών: έχετε αναρωτηθεί αλήθεια τί παριστάνουν όλες αυτές οι παραμυθένιες εικόνες στα παλιά πιάτα; Ένα ενδιαφέρον, πρωτότυπο βιβλίο με τέτοιο θέμα είναι της Elizabeth Collard, The Potters' View of Canada: Canadian Scenes on Nineteenth-Century Earthenware. Εκεί θα δει κανείς ότι ακόμα και στα κεραμεικά της εποχής αποτυπώνονταν κομμάτια ιστορίας, όπως πχ η σταδιακή κατάκτηση – «αποικιοποίηση» του Νέου Κόσμου από τους Άγγλους (κι όχι μόνο), στην προκειμένη περίπτωση η περιοχή του Καναδά. Σε κομμάτια της Davenport απεικονίζεται η «Παναγία των Παρισίων», η «Notre Dame» με τους πύργους της να ανατέλλουν από τον ουρανό του Μόντρεαλ. Μιλάμε βέβαια για το αντίγραφο της Παρισινής «Παναγίας», που άρχισε να οικοδομείται στο Μόντρεαλ του Καναδά από τους ρωμαιοκαθολικούς το 1657. Άλλες, «ανώνυμες» σκηνές που συναντάμε συνήθως εκτός από τα πανταχού παρόντα ανθάκια και λουλουδάκια ήταν και σκηνές εξοχής, σεμνών ερωτικών… περιπτύξεων, αλλά και θρησκευτικής κατάνυξης.
   Γενικά ήθελε χρόνο για να παραχθεί ένα νέο σχέδιο. Δεν υπάρχουν σίγουρες ενδείξεις ότι η Davenport διέθετε «σχεδιαστήριο» στις εγκαταστάσεις της. Υπήρχαν ωστόσο «εξωτερικοί συνεργάτες» γι’ αυτή τη δουλειά, όπως οι γνωστοί Bentley, Wear & Bourne, στους οποίους ανήκουν τα περισσότερα σχέδια που εμφανίστηκαν πάνω στα κεραμεικά της παραγωγής του Staffordshire. Τα σχέδια ήταν αρχικά μονόχρωμα: γαλάζια, ροζ, καφέ, γκρι, μωβ ή μαύρα (όπως το δικό μας). Μάλιστα το απαλό γαλάζιο, όπως συνηθιζόταν αρχικά, στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στο έντονο μπλε – που θεωρούνταν της μόδας τη δεκαετία του 1820 και το προτιμούσε η πελατεία του Καναδά. Στα μονόχρωμα κεραμεικά το περιθώριο αποτελούνταν συνήθως από άνθη, διακοσμητικές ταινίες και διάφορα άλλα «κοσμήματα» όπως λέγονται συνήθως, ενώ η κυρίως «παράσταση», το κυρίως «θέμα» έμπαινε στη μέση. Εκτός από τα μονόχρωμα σχέδια, εμφανίστηκαν αργότερα και τριχρωμίες και τετραχρωμίες. Η Davenport τουλάχιστον παρήγαγε πολύχρωμα κεραμεικά ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1830. Ένα τέτοιο πιάτο της εταιρείας με τυπωμένη χρονολογία, 1836, περιέχει μια σκηνή από τη νουβέλα «Waverley» του Sir Walter Scott. Άλλη σειρά της Davenport του 1835 που περιλαμβάνει σερβίτσιο δείπνου, πάλι με πολύχρωμα σχέδια, περιγράφεται στους καταλόγους ως «Coloured Muleteer», κάτι σαν «Έγχρωμος Ημιονηγός» δηλαδή… Η ονομασία της σειράς, Muleteer, εμφανίζεται συχνά στα λογότυπα της εποχής. Δεν ξέρω τί σήμαινε πραγματικά η εικόνα του συμπαθούς μουλαρά για τους καλοφαγάδες της εποχής, αλλά σίγουρα ομόρφαινε το δείπνο τους.

Και πάμε στο τρίτο κομματάκι:



…OCH

   Αυτό πραγματικά ήταν το τρίτο και φαρμακερό. Με το μεγαλύτερο μέρος του λογότυπου κατεστραμμένο, αυτό το κομματάκι το ρημάδι μ’ έκανε να πονοκεφαλιάσω μέρες. Με μόνιμο σύμμαχο το ψαχτήρι του διαδικτύου, άρχισα να προσπαθώ να συνδυάσω τα ελάχιστα στοιχεία που μου έδινε μαζί με μπόλικη φαντασία και πολλή τύχη. Όταν δεν έχεις στοιχεία, τι κάνεις; Απλά αυτοσχεδιάζεις. Άρχισα λοιπόν να δοκιμάζω ποια θα μπορούσε να είναι η υποθετική φίρμα του μυστηριώδους κομματιού, αλλάζοντας απλά το πρώτο γράμμα – με την προϋπόθεση ότι δεν προηγούνται άλλα γράμματα, έτσι;... Άρχισα λοιπόν: DOCH; POCH; TOCH; LOCH; BOCH;
BOCH!!!
Στη στιγμή το ψαχτήρι μου έδωσε την παρακάτω εικόνα:

    Αποκάλυψη! Να λοιπόν πού ανήκε το κομματάκι. Ολόκληρη η επωνυμία της εταιρείας λοιπόν: η γνωστή VILLEROY& BOCH (που εμένα μου έπεσε μόνο το …OCH και με παίδεψε τόσο) κι από δίπλα κάπου σφήνα και κάποια METTLACH... Κι ένα «Made in Germany» φαρδύ πλατύ.
      Για να πειστείτε, δείτε καλύτερα δίπλα δίπλα το επίμαχο κομματάκι και τη μορφή που είχε το       λογότυπο της VILLEROY& BOCH μεταξύ 1874 και 1909:

  

Να και το περίγραμμα γύρω από το BOCH, να και τα φιδάκια γύρω από το ραβδί του Ερμή... Θεός του εμπορίου ο Ερμής, δε θα μπορούσε να λείπει από το σήμα μιας επιτυχημένης εταιρείας. Να λοιπόν που το κομματάκι μας είναι και υπεραιωνόβιο. Γιατί αν το συγκρίνει κανείς με τις διάφορες παραλλαγές του λογότυπου στις διάφορες χρονικές φάσεις, μ’ αυτήν εδώ μοιάζει εκπληκτικά.
   Αλλά για να τα δούμε όλα από την αρχή.

VILLEROY& BOCH

   Η ιστορία της εταιρείας ξεκινά στο μικρό χωριό Lorraine της κοινότητας Audun-le-Tiche, στην περιοχή Moselle στο βορειοανατολικό άκρο της Γαλλίας – στα σύνορα με τη Γερμανία και το Λουξεμβούργο. Για την ιστορία: το όνομα Audun προέρχεται από το Awedeux, σαν φωνητική μετεξέλιξη του λατινικού Aquaeducta (υδραγωγείο), και το δεύτερο μέρος του ονόματος, le Tiche, μια μετεξέλιξη του Thieux, που σημαίνει «ο Γερμανός» - προφανώς λόγω της γειτονίας με την πατρίδα των συμπαθών Γερμανών... Εκεί λοιπόν ο πεπειραμένος αγγειοπλάστης François Boch μαζί με τους τρεις γιους του ίδρυσαν μια εταιρεία κεραμοποιίας το 1748. Το 1766 οι Boch έλαβαν άδεια να ανοίξουν νέα επιχείρηση στο Septfontains, στο γειτονικό Λουξεμβούργο, η οποία παρασκεύαζε πορσελάνες. Να το λοιπόν το συνθετικό BOCH...
   Για να δούμε τώρα και το VILLEROY... Το 1785 ο επίσης Γάλλος παρασκευαστής κεραμεικών Nicholas Villeroy γίνεται ο μοναδικός ιδιοκτήτης εργοστασίου πορσελάνινων ειδών στο Wallerfangen της Γερμανίας. Στο μεταξύ, ο 1812 ο νεαρός Jean – François Boch ξεκίνησε την κατασκευή καμίνων κεραμοποιίας στη γειτονική πόλη Mettlach – πολύ κοντά στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο. Το 1824 ο Boch ξεκίνησε τη μεταφορά εγχάρακτων παραστάσεων από χάλκινες πλάκες σε πορσελάνινες επιφάνειες με εκτύπωση. Στις 14 Απριλίου του 1836 ο νεαρός Boch και ο «κοντοχωριανός» ανταγωνιστής του, Villeroy, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συγχώνευση – κι έτσι προέκυψε η φίρμα Villeroy & Boch (V & B, ή απλά VB...)
Στο εξής, λοιπόν, η κύρια δράση της εταιρείας μεταφέρεται στη Γερμανία – και συγκεκριμένα στο Mettlach. Σε τρεις τομείς επεκτείνεται η δραστηριότητά της: πορσελάνες οικιακής χρήσης, πλακάκια και υδραυλικά.

   Οι εγκαταστάσεις στο Mettlach στήθηκαν στο χώρο ενός πρώην αββαείου των Βενεδικτίνων, κοντά στον ποταμό Saar της δυτικής Γερμανίας. Αν και ήταν ένα από τα πολλά εργοστάσια της Villeroy & Boch, ωστόσο κατείχε τα πρωτεία σε αξία και ποιότητα. Ο τοπικός προσδιορισμός «METTLACH» πάνω στα κεραμεικά της V & B προσέδιδε επιπλέον πόντους ποιότητας.

 

   Το 1886 το εργοστάσιο του Mettlach άρχισε να χρησιμοποιεί μια τεχνική διακόσμησης μικρότερου κόστους, βασισμένη σε μια διαδικασία που επινόησαν οι Άγγλοι. Αυτή περιλάμβανε τη χρήση λιθογραφημένων σχεδίων πάνω σε μεταλλικές πλάκες, από τις οποίες κατόπιν το σχέδιο με όλα του τα χρώματα μεταφερόταν σε χαρτί. To κεραμεικό τότε δεχόταν πρώτα την ειδική εφυάλωση, ψηνόταν, κατόπιν τοποθετούνταν επάνω το τυπωμένο χαρτί με το πλήρες σχέδιο, οπότε ακολουθούσε δεύτερη διαφανής εφυάλωση και τελικό ψήσιμο. Αυτή ήταν η τεχνική P.U.G. (Print Under Glaze). Υπήρχαν και περιπτώσεις που εκτυπωνόταν με λιθογραφία ένα αρχικό πρόχειρο σχέδιο στο χαρτί, κι όταν αυτό τοποθετούνταν πάνω στο κεραμεικό τα χρώματα προστίθονταν με το χέρι. Επειδή γενικά αυτή η τεχνική περιλάμβανε πολύ λιγότερη χειρωνακτική δουλειά, η τελική τιμή πώλησης του κεραμεικού έπεφτε μέχρι και στο 1/3 της αρχικής. Εξάλλου, αυτός ο τρόπος επέτρεπε και την παραγωγή μεγάλου αριθμού «ακριβών αντιγράφων» του αρχικού σχεδίου.
   Ανάμεσα στις καινοτομίες που επιτεύχθηκαν στο Mettlach στο τέλος του 19ου αιώνα, ήταν και η παρασκευή του υλικού phanolith (φανόλιθος), ενός είδους ημιδιαφανούς πορσελάνης που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της «καμέας», που συνήθιζαν οι γλύπτες των ελληνιστικών χρόνων, και της τεχνικής «pâte-sur-pâte» - που ήδη είχαν επινοήσει οι Γάλλοι κατά λάθος, προσπαθώντας να αντιγράψουν μια τεχνική των Κινέζων αγγειοπλαστών. Ο φανόλιθος δηλαδή δεν ήταν παρά μια τεχνητή απόδοση της «καμέας» των αρχαίων. Η καμέα ήταν μια τεχνική μικρογλυπτικής που εκμεταλλευόταν τη χρωματική διαστρωμάτωση φυσικών ορυκτών, όπως ο όνυχας και ο ίασπις. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: λευκές συνήθως ανάγλυφες μορφές, πάνω σ’ ένα σκούρο φόντο άλλου χρώματος αναλόγως του χρησιμοποιούμενου υλικού. Τώρα, στην εποχή του φανόλιθου, υπήρχε ήδη το χρωματιστό υπόβαθρο, αλλά οι μορφές δεν σκαλίζονταν, αλλά «χτίζονταν» σιγά σιγά με πινέλο και με λευκό υγρό άργιλο.
    Δημιουργός της «πατέντας» του φανόλιθου ήταν ο Jean Baptiste Stahl, ο επικεφαλής του τομέα σχεδιασμού της Villeroy & Boch. Η τεχνική αυτή κέρδισε για πρώτη φορά τη γενική αποδοχή στην έκθεση Exposition Universelle του Παρισιού το 1900...

   Πραγματικό ταξίδι στην Ευρώπη του 1900. Σε μια εποχή αναταραχών, πολέμων, περιπέτειας, αλλά και δραστηριότητας, προόδου, καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με αφορμή μόνο και μόνο αυτά τα τρία ταπεινά κομματάκια πορσελάνης – που ταξίδεψαν, ήρθαν στο νησί, στολίστηκαν, καμάρωσαν, είδαν γάμους και γλέντια, είδαν θανάτους και ερήμωση, είδαν πολέμους, φωτιές και κατακτητές, έσπασαν, τρίφτηκαν, έπεσαν στη θάλασσα κι ανακατεύτηκαν μαζί με τα ταπεινά βοτσαλάκια της αμμουδιάς. Κουβαλάνε όμως ακόμα κάτι από την παλιά τους ομορφιά. Τα ευχαριστώ και τ’ αγαπώ που μου είπαν τη συναρπαστική ιστορία τους.
   Κι ακόμα τα ευχαριστώ για κάτι ακόμα: που μου έμαθαν ότι ο άνθρωπος ό, τι έχει αυτό δίνει. Άλλος παράγει ομορφιά και τέχνη, άλλος μόνο καταστροφή.

Παρασκευή Κουτούμπα Σκιάθος