A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Για μια χούφτα φυσίγγια

Αφιερωμένο σε όλους εσάς, λατρείες μου-που ξέρετε να ξεπουλάτε αρχαιότητες νομιμοφρόνως...

Τόσα είχε πάρει στο χέρι ο φουκαράς ο Δημητρός: δώδεκα φυσίγγια. Μάλιστα: δώδεκα φυσίγγια. Για κοτζάμ χτηματάρα είκοσι στρέμματα… Δηλαδή – για να ακριβολογούμε – δεν πήρε μονάχα τα φυσίγγια. Πήρε και την καραμπίνα… Κι από πάνω, για κοροϊδία, πέντε ψωροχιλιάρικα – που δε θα φτάνανε, εκείνο τον καιρό, ούτε για να φράξει το χτήμα του με συρματόπλεγμα. Κι όμως, τα κατάφερε τότε και τον θάμπωσε μια χαρά ο μπαγάσας ο Αρχοντάρης…
Τι ήτανε τότε ο Αρχοντάρης; Τίποτα – ένα στολισμένο κι ομορφοξουρισμένο μηδενικό με δυο τρύπια σαπιοκάραβα. Και καμάρωνε για εφοπλιστής, τρομάρα του… Που έφυγε άφραγκος απ’ το νησί – ανθυπομούτσος σ’ ένα καράβι – και γύρισε με κουστουμιές, γραβάτες και χρυσά δαχτυλίδια… Και βάλθηκε αμέσως να γνωριστεί με όλους τους σαλονάτους. Αγόρασε μισοτιμής τα σαπιοκάραβα και χώθηκε σα σαρανταποδαρούσα μες στα στέκια της αριστοκρατίας. Κι άπαξ και χώθηκε, άντε να τον βγάλεις… Κανένας δεν τον έφτανε στο παραμύθι τον Αρχοντάρη. Κι όταν έμαθε πως ένας απ’ τους σαλονάτους, εκτός από περιουσία, διέθετε και κόρην ανύπανδρον – μια άχαρη ξυλάγγουρη, που φοβότανε μήπως του μείνει στο ράφι μαζί με τα πιατικά – ο Αρχοντάρης είπε να το κάνει το ψυχικό. Και να’ τονε τώρα με αληθινό στόλο…
Ο Δημητρός δεν τα’ ξερε τότε όλα αυτά. Εκείνος είχε μονάχα τη σκοτούρα του γιου του – που του πήρε, λέει, η χούντα το πτυχίο του γιατί ήτανε με τους αριστερούς. Αυτά ο Δημητρός δεν τα καταλάβαινε. Εκείνος ήξερε ένα πράμα: πως το παιδί του ήτανε καλό και φιλότιμο, σαν όλα τα παιδιά του κοσμάκη. Κι από πάνω ήτανε κι έξυπνο και προκομμένο. Δε βγήκε στουρνάρι σαν τον πατέρα του. Αφού κατάφερε να γίνει κοτζάμ καθηγητής… Και τώρα; Να τον κυνηγάνε στο αίμα λες κι είχε κάνει κάνα έγκλημα. Και να τρέχει από δω κι από κει, και να δουλεύει εργάτης…
Ο Αρχοντάρης, τότε, ήτανε φρεσκοπαντρεμένος με την ξυλάγγουρη. Στα μέσα και στα έξω, παντού είχε απλώσει τα πλοκάμια του… Οι άλλοι, οι σαλονάτοι, τον ξέρανε που ήτανε της εξυπηρετήσεως και τον είχανε δεξί χέρι. Δυο – τρεις που λιμπιστήκανε τις απούλητες αμπελοχωραφάρες στο νησί τον βάλανε για ενδιαμέσο: σου λέει, τσιμπάμε τώρα ένα δάνειο, τάχαμου για τουριστική αξιοποίηση, αγοράζουμε τζάμπα την αμπελοχωραφάρα, και να’ σου μεθαύριο μια θεόρατη βιλάρα στο νησί, να πάμε και διακοπές, να κάνουμε και το κομμάτι μας στους άλλους σαλονάτους. Και δε θα’ χει κοστίσει τίποτα…
Ο Δημητρός, μες στη στενοχώρια του – ποιον να βρει να παρακαλέσει; Σκέφτηκε τον Αρχοντάρη… Αυτός, που έλυνε κι έδενε, μπορεί να βοηθούσε και το παιδί να πάρει πίσω το χαρτί του… Πήγε και τον βρήκε. Μόνο που δεν έμπηξε τα κλάματα ο αθεόφοβος. «Εγώ, εγώ, Δημητράκη μου, εγώ θα το βοηθήσω το παιδί…». Και να πέσει κάτω και να δέρνεται. Στην αρχή, έτσι που τα’ λεγε, τον πιστέψανε. Ησύχασε για λίγο ο Δημητρός. Περιμένανε κάμποσον καιρό. Περνάει ένας μήνας, δυο μήνες, πέντε, δέκα μήνες, τίποτα. Σιχάθηκε στο τέλος το παιδί, πήρε τα μάτια του κι έφυγε.
Μοναδική παρηγοριά του Δημητρού ήτανε το χτήμα. Εκεί πήγαινε κι έβγαζε το άχτι του: το έσκαβε, το φύτευε, κούκλα το’ χε κάνει. Μεγάλο, κατηφορικό, ξεκινούσε από ψηλά και κατέβαινε ίσαμε τη θάλασσα. Κάτω, χαμηλά, είχε κι ένα δασάκι. Εκεί την άραζε ο Δημητρός όποτε τα θυμότανε και μελαγχολούσε: άναβε το τσιγαράκι του και καθότανε σε μια άσπρη πέτρα να τα πει μονάχος του και να ξεθυμάνει.
Σε κείνο κει το δασάκι ήτανε, να πούμε, το καταφύγιο του Δημητρού. Είχε μια δροσιά και μια ησυχία, που σου ησύχαζε την ψυχή… Είχε όμως κι ένα παράξενο: παντού ο τόπος εκεί γύρω ήτανε γεμάτος μάρμαρα. Δυο – τρία κολονάκια πεσμένα εδώ εκεί, κάτι πλάκες περίεργες με ορνιθοσκαλίσματα… Ήτανε παράξενα λιγάκι, όμως ήτανε πολύ όμορφα. Ο Δημητρός έτσι τα’ χε βρει απ’ τον πατέρα του, και δεν τα’ χε πειράξει. Ήξερε πως αυτά ήτανε αρχαία, παλαιϊκά πράματα – τα «μάρμαρα», έτσι τα λέγανε οι δικοί του από παλιά – και κανένας τους δεν τα’ χε πειράξει τόσα χρόνια. Αλλά και δεν το λέγανε σε κανένα – ήτανε, σα να λέμε, το μεγάλο μυστικό της οικογένειας…
Εκείνο το σούρουπο, ο Δημητρός τράβαγε το’ να τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο. Καθότανε πάνω στην ίδια πέτρα, στο δασάκι με τα μάρμαρα – όμως μπρος στα μάτια του έβλεπε το γιο του, ιδρωμένο και ψόφιο στην κούραση, να κουβαλάει τσουβάλια – αυτός που έπρεπε να’ ναι κύριος με γραβάτα… Σκεφτότανε αν έκανε καλά που είπε αμέσως «ναι» στον Αρχοντάρη. Δεν ήτανε και λίγο πέντε χιλιάρικα – αφού μόλις και μετά βίας φτάνανε το κατοστάρικο τη βδομάδα. Αλλά πάλι όμως, άξιζε μόνο τόσα τέτοιο χτήμα; Απάνω στα λεφτά, πάντα την πάταγε ο Δημητρός. Ήτανε ο φουκαράς μεγάλο στουρνάρι… Κι η γυναίκα του, πανάθεμά τηνε, δεν άνοιγε ποτέ το στόμα της να μιλήσει, να πει κι αυτή τη γνώμη της – να τον ξεστραβώσει λιγάκι… «Ό, τι πεις εσύ, αφέντη μου…» έλεγε και τόνε μπέρδευε ακόμα χειρότερα. «Θαρρώ πως εσύ’ σαι πιο μουρλή από μένα, Ζωγραφιά!» της είπε και τράβηξε για το χτήμα, να το δει τελευταία φορά και να το αποχαιρετίσει.
Μόλις την προηγούμενη είχανε πάει μαζί με τον Αρχοντάρη, να του δείξει τα σύνορα και τα κατατόπια. Ήθελε όμως να του δείξει και τα μάρμαρα, μην τύχει και τα χαλάσουνε κατά λάθος.
Τον βρήκε στα μισά του δρόμου, να περιμένει γελαστός μέσα στο αυτοκίνητο. Μπήκε μέσα και τραβήξανε για το χτήμα.
Ο Αρχοντάρης έδειξε ενθουσιασμένος μόλις είδε το χτήμα. Γύρναγε από δω κι από κει και χαμογελούσε, ενώ με το μάτι υπολόγιζε αποστάσεις και νούμερα. Μωρέ, θα φυτρώσει δω πέρα μεθαύριο μια παραθαλάσσια ξενοδοχειάρα, να γλύφεις τα δάχτυλά σου… Άρχισε μια πάρλα που σταματημό δεν είχε. Μόλις ο Δημητρός του’ δειξε το καλυβάκι του, μόνο που δεν τόνε πήρανε τα ζουμιά. «Αχ, τι όμορφο, τι ωραίο, και να δεις εγώ πώς θα στο φτιάξω, και να’ ρχεσαι όποτε θες να κάθεσαι…» κι άλλα τέτοια αλεπουδίστικα. Ο Δημητρός κόντεψε να κλάψει κι ελόγου του.
Εκεί όμως που γούρλωσε τα μάτια ο Αρχοντάρης, και γίνανε σαν πιατάκια του γλυκού, ήτανε μόλις ο Δημητρός του’ δειξε τα μάρμαρα. Εκεί παρά λίγο να ξεχάσει τα προσχήματα ο Αρχοντάρης: τα κοίταξε, τα’ ψαξε καλά καλά, σα λαγωνικό – και στο τέλος ρώτησε κοφτά δείχνοντάς τα με το δάχτυλο:
-Αυτά πού τα βρήκες;
Ο Δημητρός παραξενεύτηκε λιγάκι, αλλά δεν πονηρεύτηκε.
-Αυτά;… Ούουου!... Αυτά είναι δω πέρα απ’ τον καιρό του μακαρίτη του παππού μου… Παλαιϊκά πράματα, σημαδιακά, κατάλαβες…
-Τα’ χεις δείξει σε κανένα;
Ο Δημητρός τα’ χασε ολότελα.
-Ε;… Μπάααα… Σε ποιόνε να τα δείξω; Πατάει κανένας σε τούτη την ερημιά;
Ξαφνικά, ο Αρχοντάρης τον ζύγωσε απότομα, τον βούτηξε απ’ το γιακά, κοίταξε δεξιά – αριστερά και στο τέλος του’ πε στο αυτί:
-Άκου, Δημητρό… Ό, τι είπαμε, τελειωμένο… Η συμφωνία μας, συμφωνία… Πέντε χιλιάρικα στο χέρι. Αύριο, όμως, θέλω να με φέρεις πάλι εδώ πέρα. Θέλω να δείξω τα μάρμαρα σε κάτι γνωστούς μου…
-Τι γνωστούς;
-Είναι ένα ζευγάρι, Γερμανοί… Πολύ καθωσπρέπει άνθρωποι… Μορφωμένοι, με περιουσία… Έρχονται κάθε χρόνο για διακοπές… Αγαπάνε πολύ την Ελλάδα, ξέρεις, και τους αρέσουνε αυτά… Τα αρχαία… τα αγάλματα… χμ… τα μάρμαρα…
Ο Δημητρός έξυσε τ’ αυτί του και σήκωσε τους ώμους.
-Ε, και δεν πα να τους φέρεις… Φέρτους…
Ο Αρχοντάρης ενθουσιάστηκε.
-Και να δεις τι θα σου φέρω… Να δεις τι όμορφο δώρο θα σου κάνω…
-Τι;
Ο Αρχοντάρης πήρε ένα ύφος, σα να μίλαγε για κάνα περιδέραιο.
-Μια καραμπίνα, ολοκαίνουργια… Ωραία, γυαλιστερή…
Όσο έβλεπε το χαζό χαμόγελο που φώτιζε σιγά – σιγά τη μούρη του Δημητρού, τόσο έπαιρνε και κείνος θάρρος και συνέχιζε τις σάχλες.
-Θα την κρεμάς στον ώμο και θα βγαίνεις για κυνήγι… Και να δεις, που ό, τι σημαδεύεις, θα το χτυπάς…
Τέτοια πετραχήλια, σαν κι αυτά που φοράγανε οι λαγοί που έταξε ο Αρχοντάρης κείνη τη μέρα, δε θα τα’ χει φορέσει ούτε η αγιότης του ο πατριάρχης Ιεροσολύμων…
*
Ο Αρχοντάρης έφτασε, μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Βγήκε απ’ τ’ αυτοκίνητο, άρπαξε το Δημητρό και τόνε φίλησε σταυρωτά, σα να’ τανε γαμπρός.
-Γεια σου, Δημητράκη μου! Κάτσε, να σου φέρω την καραμπίνα σου…
Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ κι έβγαλε την ξακουσμένη καραμπίνα. Την έδωσε στο Δημητρό μαζί με δώδεκα φυσίγγια, λες και παράδινε το δισκοπότηρο.
-Να, από δω οι άνθρωποι που σου έλεγα…
Ανοίγουνε οι πόρτες του αυτοκινήτου και βγαίνουνε δυο νομάτοι. Ο ένας, ψηλός, μουσάτος Γερμαναράς, άγριος σαν το χάρο, με μια κοιλιά σα νταούλι. Δίπλα του, μια χοντρή νταρντάνα, αγριωπή κι αυτή σαν το τσοπανόσκυλο του Λυρίγκου, με μια καπελαδούρα στο κεφάλι σαν ταψί και μια καλαθάρα περασμένη στη χερούκλα της.
Ο Δημητρός τους οδήγησε στο καλύβι. Τους έβαλε να κάτσουνε, τους έβγαλε ένα ούζο με λίγο αγγουράκι, εκείνοι του’ πανε κάτι «αουφίντερζεν», αλλά δεν έσκασε ούτε τόσο δα το χειλάκι τους. Πέρασε κάμποση ώρα στο μουγκό. Μονάχα ο Αρχοντάρης τους τσαμπούναγε κάθε τόσο κατιτί στα εγγλέζικα.
Οι γερμαναράδες μουρμουρίσανε κάτι κορακίστικα στο Δημητρό.
-Τι είπανε;
-Θέλουνε να τους δείξεις τα μάρμαρα, εξήγησε ο Αρχοντάρης, μ’ ένα ύφος σκέτη ζάχαρη.
Κατεβήκανε στο δασάκι. Ο Δημητρός στάθηκε παράμερα και τους άφησε να χαζέψουνε, χωρίς να φανταστεί τι τον περίμενε.
Μόλις αντικρύσανε τα μάρμαρα, γουρλώσανε κι αυτοί με τη σειρά τους κάτι ματάρες, σα φανάρια. Ο μουσάτος μουρμούρισε κάτι κορακίστικα, ίδρωσε, ξεΐδρωσε, η χοντρή έβγαλε την καπελαδούρα της, κι ύστερα κι οι δυο μαζί πέσανε στα γόνατα κι αρχίσανε να μουρμουρίζουνε κάτι παλαβά.
Ο Δημητρός λαχτάρησε. Ο Αρχοντάρης, που τον είδε, μόλις που κρατιότανε να μη γελάσει.
-Τ’ είναι; φώναξε ο Δημητρός αλαφιασμένος. Λιγωθήκανε;
-Άσ’ τους, έτσι κάνουνε αυτοί, είπε ο Αρχοντάρης δήθεν εμπιστευτικά.
Ο μουσάτος κι η χοντρή συνεχίσανε για κάμποση ώρα να μουρμουράνε παρασάνταλα σα να τους ήρθε ψυχοβγάλτης. Κοντέψανε να τους γυρίσουνε τα μάτια ανάποδα. Του Δημητρού του φάνηκε πως η χοντρή έβγαζε κι αφρούς απ’ το στόμα…
Αφού τελειώσανε τα πατερημά, σηκωθήκανε απάνω με τα χίλια ζόρια και κάτι μουρμουρίσανε στον Αρχοντάρη.
Του Δημητρού όλη αυτή την ώρα είχε πάει η ψυχή στην Κούλουρη. Αν δεν ήτανε κι ο Αρχοντάρης εκεί παραδίπλα, θα τους είχε παρατήσει σύξυλους τους θεόμουρλους μέσα στη ρεματιά και θα’ χε αρχίσει τις πιλάλες.
Ο μουσάτος, στο μεταξύ, έβγαλε μια χτένα και ίσιωσε το μούσι του. Η χοντρή ξαναφόρεσε την καπελαδούρα κι έψαξε να βρει την καλαθούνα της, που τόση ώρα είχε κατρακυλήσει δυο μέτρα πιο κάτω. Ο Αρχοντάρης πλησίασε το Δημητρό και του’ πε εμπιστευτικά:
-Είναι ενθουσιασμένοι με τα μάρμαρα. Έχει κι άλλα τέτοια εδώ γύρω;
Ο Δημητρός, που’ τανε φρυγμένος ακόμα, μόλις μπόρεσε να βγάλει μιλιά.
-Όχι, άλλα μάρμαρα δεν έχει…
Σιγά – σιγά, ξαναπήρε λιγάκι θάρρος.
-Αλλά για βάστα… Έχω και κάτι άλλο να τους δείξω…
Ο Αρχοντάρης γούρλωσε τα γκαβά του με λαχτάρα.
-Τι;
-Να… Το’ βγαλε ένα καιρό ο αδερφός μου, ο μακαρίτης… Βούταγε με τα σφουγγαράδικα…Το’ φερα δω στο καλύβι να μην πιάνει τόπο. Ένα κανάτι είναι, παλιό…
-Αμφορέας;
-Όχι ντε, κανάτι… Αρχαίο… βεβαίωσε ο Δημητρός.
-Ε, άντε, φέρ’ το…
*
Σε λιγάκι, το κανάτι του Δημητρού βρισκότανε στην πανέρα της χοντρής. Οι γερμαναράδες είπανε πάλι κάτι «αουφίντερζεν», και σφίξανε αγέλαστοι το χέρι του Δημητρού. Οι χούφτες τους κολλούσανε.
«Πανάθεμά σας, πόσα τέρμηνα έχετε να νιφτείτε…» είπε από μέσα του ο Δημητρός.
*
Τέλειωσε η παντρειά: σε λίγο, ο Αρχοντάρης σουλατσάριζε καμαρωτός σαν κόκορας στο καινούργιο του χτήμα. Μία – μία μπαίνανε οι μπουλντόζες σαν τα τανκς και τα κάνανε λαμπόγυαλο. Πάνε και τα δεντράκια του Δημητρού, πάει και το καλυβάκι. Σιγά μην το κράταγε ο μπαγάσας ο Αρχοντάρης. Αντεροκάηκε…
Όσο για τα μάρμαρα; Αυτά, παρακαλώ, φύγανε σούμπιντο για τη Γερμαναρία. Πακέτο και δρόμο… Ο μουσάτος κι η χοντρή, άνιφτοι – ξεάνιφτοι, είχανε παράδες με ουρά… Τα μοσχοπληρώσανε λοιπόν τα κακόμοιρα τα μαρμαράκια. Οι μπουλντοζάρες τα βγάλανε από το χώμα, από κει που κοιμόντανε μακάρια χρόνια και ζαμάνια, σα σάπιους φρονιμίτες. Και τα λεφτά – βεβαίως – τα τσέπωσε ο Αρχοντάρης. Ο Δημητρός κοιμότανε τον ύπνο του δικαίου…
Ενώ ο Αρχοντάρης έριχνε κιόλας τα θεμέλια της ξενοδοχειάρας, ο Δημητρός έγραφε στον ξενιτεμένο γιο. Έβαλε ο φουκαράς στο γράμμα και τα πέντε χιλιάρικα…
«Αγαπιτό μου πεδί, το χτίμα το πουλίσαμε. Το πίρε οΑρχοντάρις. Μι στενοχοργιέσε όμος, έχι ο θεός. Εσί νάσε καλά κε θαγοράσις άλο καλήτερο…»
Του’ γραψε κι άλλα ο φουκαράς του γιου του: για τα λεφτά που πήρε, για την καραμπίνα και για τα φυσίγγια. Για τα μάρμαρα, βέβαια, δεν ήξερε όλες τις λεπτομέρειες – αλλά και να’ θελε να πάει να δει μονάχος του, δε θα μπορούσε πια να βρει το δασάκι. Όχι δασάκι δεν είχε μείνει, αλλά ούτε κολυμπηθρόξυλο… Άσε που ο Αρχοντάρης είχε αμολήσει μες στο χτήμα κι ένα κοπάδι μαντρόσκυλα, ο Θεός να σε φυλάει…
Η απάντηση του γιου ήρθε μετά από κανένα μήνα – μαζί με τα πέντε χιλιάρικα. Πατέρα μου καλέ, είμαι καλά, και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά εσένα σε πιάσανε κορόιδο, εγώ εδώ πέρα χαμάλης δουλεύω κι έχω βάλει στη μπάντα πάνω από τριάντα χιλιάρικα, μόλις τα κάνω εκατό θα τα μαζέψω και θα γυρίσω πια κοντά σας… Αχ, πατερούλη μου, γιατί δε με ρώτησες, και τώρα τι να σου πω που’ σαι πατέρας μου και σε σέβομαι, θα σου ταίριαζε κάνα φάσκελο έτσι που τα κατάφερες, αλλά επί του παρόντος πιάσε τα πέντε χιλιάρικα… Όσο για την καραμπίνα που κονόμησες, βούτα τη και χώσ’ τη στον πισινό του Αρχοντάρη, και κουμπούριασέ τονε, να σωθεί η ανθρωπότης από’ να παλιοτόμαρο…
*
Μη νομίζετε ότι ο Δημητρός χρησιμοποίησε ποτέ την καραμπίνα… Όχι τον πισινό του Αρχοντάρη, μα ούτε κατσαρίδα ήτανε ο δόλιος ικανός να σημαδέψει… Αυτή σκούριασε στο βάθος της ντουλάπας. Τουλάχιστον, αξιώθηκε πια να δει το παιδί του όπως τ’ ονειρευότανε: καθηγητή με γραβάτα. Ο γιος μάζεψε τα εκατό και γύρισε, όπως το’ χε υποσχεθεί. Έγινε η μεταπολίτευση, γυρίσανε οι εξόριστοι – και μαζί μ’ αυτούς, βρήκε δουλειά κι ο γιος του Δημητρού. Και διορίστηκε επιτέλους καθηγητής σε σχολείο… Τώρα βέβαια, για τους μισθούς που του χρωστάγανε για όλο αυτό το διάστημα που ήτανε χωρίς δουλειά, οι υπουργοί, οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι κάνανε τους κινέζους, αλλά πάλι καλά, μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας…
Ο Αρχοντάρης; Αυτός ήτανε που μάζεψε τα πιο πολλά παράσημα από την πολιτεία. Για τον αγώνα του υπέρ της δημοκρατίας… Κι από τα σαλόνια των συνταγματαρχών, βρέθηκε στα σαλόνια των υπουργών… Περιττό να σας πω ότι την ξυλάγγουρη τη σχόλασε: αφού τη μάδησε καλά καλά σα γαλόπουλο, την έστειλε με κούριερ στον πατέρα της, της έβγαλε κι ένα εφάπαξ, και ξαναπαντρεύτηκε μια δίμετρη εικοσάρα, άρτι αφιχθείσα από νεοϊδρυθέν κρατίδιο του ανατολικού μπλοκ…
Πέντε χιλιάρικα, μια παλιοκαραμπίνα και δώδεκα φυσίγγια. Τόσο στοίχισε το χτήμα του φουκαρά του Δημητρού…
Και κείνο το πανέμορφο δασάκι;… Του κάκου ψάχνει ακόμα να το βρει καβάλα στο γάιδαρο ο Δημητρός. Στη θέση του μοστράρει μια ξενοδοχειάρα πέντε αστέρων: πισίνες, γυμναστήρια, σάουνες, τζακούζια, κακό… Να χάνει η μάνα το παιδί…
Τα μάρμαρα;… Να’ ταν κι άλλα… Τα’ χουνε τώρα χαντακωμένα σ’ ένα υπόγειο στη Γερμαναρία ο μουσάτος κι η χοντρή. Και μαζεύονται κάθε πανσέληνο μαζί με άλλους αστραποκαμμένους γερμαναράδες, και λένε τα πατερημά τους και ξεθυμαίνουνε.
Κι ο Αρχοντάρης; Έμαθα πως πάει για βουλευτής. Με ποιο κόμμα;… Ε, αυτό πια δε σας το λέω. Μαντέψτε το.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου