A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Το ξεχασμένο παραμύθι



Ο βεζύρης μπήκε με αργά βήματα στην αίθουσα των ακροάσεων. Ο βασιλιάς καθόταν στον ψηλό του θρόνο, ανάμεσα σε δυο οπλισμένους φρουρούς. Ο βεζύρης στάθηκε μπροστά του με σεβασμό. Έκανε βαθύ τεμενά, σηκώθηκε αργά και τον κοίταξε κατάματα.
-Πολυχρονεμένε, άρχισε ο βεζύρης με τη βαθιά του φωνή, γύρεψα να σε δω για να σου πω κάτι σπουδαίο…
Ο βασιλιάς, λίγο παχύς μέσα στη χρυσή του φορεσιά, κοίταξε βλοσυρά το βεζύρη. Τον είχε στο πλάι του καιρό τώρα – από τότε που ανέβηκε στο θρόνο – και πριν απ’ αυτόν, τον είχε κι ο γερο – βασιλιάς πατέρας του, μέχρι που έκλεισε τα μάτια του. Στο βάθος, ο νέος βασιλιάς σεβόταν πολύ αυτό το γλυκομίλητο γέρο, με τα κάτασπρα γένια και τα μεγάλα, γλυκά μάτια: άκουγε τη γνώμη του και την υπολόγιζε. Τον ενοχλούσε λιγάκι, ωστόσο, που ο βεζύρης ήτανε ο μοναδικός απ’ τους υπηκόους του που τολμούσε να τον κοιτάζει έτσι, κατάματα…
Έσφιξε τα χρυσά χερούλια του θρόνου με τα χοντρά του δάχτυλα. Οι πέτρες των δαχτυλιδιών του στραφτάλισαν.
-Λέγε, βεζύρη μου, τι συμβαίνει;
-Πολυχρονεμένε μου… Άκουσέ με. Όλοι ξέρουν πως είσαι καλός και δίκαιος, και πως πασχίζεις για το καλό του τόπου. Απ’ τον καιρό που ανέβηκες στο θρόνο, πήρες στα χέρια σου το βασίλειο από τα χέρια του πατέρα σου – ο Αλλάχ να τον αναπαύει – και το έκανες δυο φορές πιο δυνατό. Η φήμη σου έφτασε στα πέρατα της οικουμένης… Όμως, πολυχρονεμένε, ένας καλός βασιλιάς δε φτάνει να’ ναι γενναίος. Πρέπει να’ ναι και σπλαχνικός. Έφτιαξες δυνατό στρατό, έφτιαξες καράβια, έκλεισες τα σύνορα του βασιλείου με δυνατά κάστρα κι έκλεισες έξω τους εχθρούς. Το χρέος στην πατρίδα σου το’ καμες. Κάμε τώρα και το χρέος σου προς το φτωχό λαό σου…
Ο βασιλιάς σήκωσε το ένα φρύδι κι έξυσε το σαγόνι του.
-Τι θες να πεις, βεζύρη; Για ποιο χρέος μιλάς;
-Μιλάω, πολυχρονεμένε, για το χρέος σου προς τους φτωχούς υπηκόους σου. Έδιωξες γενναία τους εχθρούς, βασιλιά μου, μα είναι πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν. Ο πόλεμος άφησε πίσω του φτώχεια και δυστυχία. Στα πέρατα του βασιλείου, στα βουνά, στα δάση και στα ερειπωμένα χωριά, υπάρχουν πιστοί υπήκοοί σου που σήμερα δυστυχούν. Γυρνάνε με κουρέλια στα χωριά και στις πολιτείες ζητιανεύοντας ένα ξεροκόμματο. Τα παιδιά τους πεθαίνουν απ’ τις θέρμες. Νοικοκυραίοι άλλοτε ζηλευτοί, με σπίτια και χωράφια, γίναν σήμερα διακονιάρηδες. Κι όμως, βασιλιά μου, όταν τους είχες ανάγκη, αυτοί πρώτοι τρέξανε στο πλάι σου. Πήρανε τα όπλα και πολεμήσανε γενναία τον εχθρό, πουλήσανε τα υπάρχοντά τους και προσφέρανε τα πουγκιά τους γεμάτα στα πόδια σου, για να οπλίσεις το στρατό σου. Μερικοί απ’ αυτούς πολέμησαν σαν λιοντάρια και πέθαναν με το όνομά σου στα χείλη τους. Οι πιο πολλοί, αυτοί που γύρισαν πίσω ζωντανοί, βρήκανε τα σπίτια τους ερείπια. Οι εχθροί μέσα στη λύσσα τους φεύγανε ρημάζοντας και καίγοντας ό,τι βρίσκανε στο δρόμο τους. Οι γυναίκες τους, όμορφες άλλοτε και ζηλευτές, γίνανε σα γριές απ’ την πείνα…
Ο βασιλιάς βολεύτηκε καλύτερα στο θρόνο του, ξερόβηξε και είπε:
-Λοιπόν;
-Λοιπόν, βασιλιά μου, τώρα που αρμάτωσες πια το στρατό σου, πρέπει να ξοδέψεις και για το λαό. Στείλε αγγελιαφόρους στα πέρατα του βασιλείου, δες τι ανάγκες έχουν οι υπήκοοί σου. Χτίσε τους σπίτια, χτίσε τους σχολειά, πλήρωσε γιατρούς να κοιτάξουν τα παιδιά τους. Άσε για την ώρα τα άλλα έξοδα, και ξόδεψε φλουριά για το λαό σου. Εκείνοι δεν έχουν πια να στα ξεπληρώσουν: στα’ χουν ξεπληρώσει όλα με το αίμα τους… Δώσανε τη ζωή τους για σένα. Το δίκιο είναι τώρα να τους το ανταποδώσεις, πολυχρονεμένε μου. Και να’ σαι σίγουρος πως, ύστερα, θα σε σέβονται και θα σε αγαπούν διπλά…
Ακούστηκαν βήματα στην πόρτα. Ο βεζύρης σταμάτησε, χαμήλωσε τα μάτια και γύρισε στο πλάι.
Ο φρουρός μπήκε, στάθηκε μπροστά στο βασιλιά και έκανε βαθύ τεμενά.
-Η εξοχότης του, ο Μέγας Μάγιστρος του συμβουλίου της Μεγάλης Συμμαχίας!
Ο φρουρός υποκλίθηκε και βγήκε. Σε λίγο, ακούστηκαν αργά βήματα. Ο βασιλιάς ξανάσφιξε μηχανικά τα χερούλια του θρόνου του. Στο μέτωπό του φάνηκαν κόμποι ιδρώτα.
Ο μάγιστρος μπήκε και στάθηκε μπροστά στο βασιλιά. Τα σχιστά του μάτια χόρευαν εδώ κι εκεί, στο στόμα του μόνιμο ένα αινιγματικό χαμόγελο. Για μια στιγμή, ο βεζύρης σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε κατάματα το μάγιστρο. Εκείνος το αντιλήφθηκε: κοίταξε και κείνος το βεζύρη, λοξά. Το χαμόγελό του σα να έσβησε για λίγο.
Ο βεζύρης κοίταξε για ένα λεπτό ακόμα το μάγιστρο, επίμονα. Ύστερα στέναξε αργά, χαμήλωσε ξανά τα μάτια και δεν ξαναμίλησε.
Ο μάγιστρος γύρισε, έκανε βαθύ τεμενά, κοίταξε το βασιλιά και ξαναπήρε το αινιγματικό χαμόγελό του. Τα μάτια του γυάλιζαν παράξενα.
-Πολυχρονεμένε μου βασιλιά, σε προσκυνώ. Ταπεινός σου δούλος, άρχοντά μου... Ο Αλλάχ να σου χαρίζει χρόνια, ενδοξότατε και γενναιότατε, ήρωα και αφέντη του Μοναχικού Ακρωτηρίου. Είμαι ο μέγας μάγιστρος του συμβουλίου της Μεγάλης Συμμαχίας.
Ο βασιλιάς πήρε λίγο θάρρος. Κορδώθηκε, κάθισε καλά πάνω στο θρόνο του, ξερόβηξε και είπε:
-Καλώς όρισες στο βασίλειό μου, μεγάλε μάγιστρε… Για πες μου, λοιπόν, τι μήνυμα μου φέρνεις;
Το χαμόγελο στο στόμα του μάγιστρου έγινε πιο πλατύ. Τα χείλια του μισάνοιξαν φανερώνοντας δυο σειρές μικρά, μυτερά κάτασπρα δόντια.
-Βασιλιά μου, το αξιοσέβαστο συμβούλιο της Μεγάλης Συμμαχίας είναι περήφανο για τη μεγάλη σου νίκη. Ελπίζει ακόμα να έμεινες ικανοποιημένος με τα λίγα ταπεινά δώρα που σου έστειλε…
Ο βασιλιάς θυμήθηκε αστραπιαία τις χρυσές φορεσιές, το γιορντάνι με τα ρουμπίνια που κρεμόταν στο λαιμό της βασίλισσας, τα δυο ολόχρυσα αγάλματα και τη στέρνα με τα φλουριά, κι η καρδιά του πετάρισε από ευχαρίστηση. Συγκρατήθηκε, όμως, ξερόβηξε και χαμογέλασε με συγκατάβαση.
-Πώς, πώς, βέβαια… Να τους στείλεις τις ευχαριστίες μου…
-Αν και τίποτα δε θα’ ταν αρκετό… διέκοψε απότομα ο μάγιστρος. Τέτοια γενναιότητα, πώς να ξεπληρωθεί με τέτοια φτωχικά δώρα… Εγώ ντρέπομαι, βασιλιά μου…
-Ε, πώς, πώς… έκανε ο βασιλιάς.
-Εγώ το είπα στο Μεγάλο Σουλτάνο, διέκοψε ξανά ο μάγιστρος. Τέτοια ταπεινά δώρα δεν αξίζουν σ’ ένα τέτοιο ήρωα… Κι αν θες να ξέρεις, βασιλιά μου, εγώ επέμενα πιο πολύ να σε τιμήσουν, όπως σου άξιζε…
-Ε, καλά να’ σαι, είπε μεγαλόπρεπα ο βασιλιάς.
-Τίποτα δε μπορεί να ανταμείψει αυτή σου τη λαμπρή νίκη, βασιλιά μου, συμπλήρωσε με στόμφο ο μάγιστρος. Γι’ αυτό θέλω να μου κάνεις την τιμή να σου προσφέρω το πιο πολύτιμο δώρο: προσφέρω τον εαυτό μου στη διάθεσή σου! Πολυχρονεμένε μου, δέξου τις υπηρεσίες μου!…
Ο βασιλιάς σοβάρεψε. Κοίταξε ανήσυχος το μάγιστρο, ξερόβηξε και γύρισε στο βεζύρη.
Ο βεζύρης, που τόση ώρα κοίταζε χάμω, αμίλητος, σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια και κοίταξε κατάματα το βασιλιά. Ο βασιλιάς ανατρίχιασε.
Ο βεζύρης, χωρίς να πει τίποτα, ξανάσκυψε το κεφάλι.
Ο βασιλιάς ένιωσε να ιδρώνει. Προσπάθησε να κάνει τη φωνή του σταθερή:
-Χμ… καλά. Θα το σκεφτώ και θα σου ανακοινώσω την απόφασή μου, αύριο…
-Αν πεις το ναι, πολυχρονεμένε μου, διέκοψε ο μάγιστρος, εδώ απ’ έξω περιμένουν δώδεκα καμήλες φορτωμένες με έξι τσουβάλια φλουριά η καθεμιά. Οι στέρνες σου θα γεμίσουν χρυσάφι. Το όνομά σου θα γραφτεί παντού με χρυσά γράμματα…
-Βασιλιά μου, ακούστηκε ξαφνικά η βαθιά φωνή του βεζύρη. Για χάρη σου ζητώ να μ’ ακούσεις.
Είχε σηκώσει τα μάτια και κοίταζε επίμονα το βασιλιά. Ο βασιλιάς, κάπως ενοχλημένος, τον κοίταξε κι αυτός.
-Τι συμβαίνει, πιστέ μου βεζύρη;
Ο μάγιστρος διακόπηκε απότομα. Το χαμόγελό του έσβησε. Κάρφωσε τα σχιστά μάτια του πάνω στο βεζύρη.
-Βασιλιά μου, είπε ο βεζύρης. Ξέρω πως είσαι συνετός και πως βιαστικές αποφάσεις δεν παίρνεις ποτέ. Καλά και ζηλευτά τα δώρα του μεγάλου μάγιστρου. Με χαρά θα συνεργαστώ μαζί του για το καλό του τόπου, αν αποφασίσεις τελικά να δεχτείς τις υπηρεσίες του. Νομίζω όμως πως οφείλεις πρώτα να μάθεις κάτι: η Μεγάλη Συμμαχία ξέρουμε καλά πως έχει τώρα μεγάλες έννοιες. Έχει να ετοιμάσει στρατό, έχει να φτιάσει καράβια. Φλουριά περισσευούμενα δεν έχει να ξοδέψει. Πού τα βρήκε τόσα δώρα; Για ρώτησε, πολυχρονεμένε, το μεγάλο μάγιστρο: αυτά όλα τα φλουριά που φέρνει μαζί του, τα στέλνει η Μεγάλη Συμμαχία;
-Οι φίλοι του πολυχρονεμένου βασιλιά τα στέλνουν, απάντησε ξερά ο μάγιστρος.
Ο βεζύρης στράφηκε τώρα στο μάγιστρο.
-Ποιοι φίλοι;
-Οι άλλοι βασιλιάδες της Συμμαχίας, εξοχότατε βεζύρη, απάντησε ειρωνικά ο μάγιστρος.
Τα μάτια του βεζύρη άρχισαν να πετούν φωτιές.
-Μα, απ’ όσο ξέρω, μεγάλε μάγιστρε, το πιο πλούσιο βασίλειο είναι το δικό μας. Οι άλλοι βασιλιάδες μοχθούν ακόμα να αρματώσουν το στρατό τους, για να προφυλαχτούν απ’ τους βαρβάρους. Δεν έχουν περισσευούμενα φλουριά… Πού τα βρήκαν;
Ο μάγιστρος μισόκλεισε τα μάτια.
-Όποιος θέλει, βρίσκει, βεζύρη μου… Είχαν την ευχαρίστηση να τα δώσουν, απ’ το υστέρημά τους…
Ο βασιλιάς, στο μεταξύ, βρισκόταν σε απόγνωση. Δεν άκουγε τι έλεγαν οι άλλοι, τα αυτιά του βούιζαν: άθελά του, χωρίς να το καταλάβει, άρχισε ξαφνικά να μετράει πόσες άδειες στέρνες βρίσκονταν γύρω από το παλάτι.
Ο βεζύρης κοίταξε ξανά το βασιλιά, για πολλή ώρα.
-Πολυχρονεμένε μου: η απόφαση είναι δική σου. Σκέψου όμως καλά πριν δεχτείς. Και προπαντός, ρώτα να μάθεις ποιος σου στέλνει αυτά τα φλουριά…
-Ώωωωχ, φτάνει πια! Ως εδώ! τον διέκοψε ξαφνικά ο βασιλιάς. Την είπες τη γνώμη σου! Σ’ ακούσαμε!
Ο βεζύρης κοίταξε για μια στιγμή το βασιλιά, στην αρχή με έκπληξη, ύστερα με πόνο, στο τέλος με λύπη. Αναστέναξε σιγανά, έσκυψε το κεφάλι και δεν ξαναμίλησε.
Για μια στιγμή, ο βασιλιάς ένιωσε πως ήθελε να σηκωθεί, να τρέξει, να κατέβει απ’ το θρόνο, να γονατίσει και να φιλήσει κλαίγοντας τα χέρια του βεζύρη του. Με κόπο όμως συγκρατήθηκε, ξερόβηξε και είπε μουτρωμένος:
-Τέλος πάντων, σ’ ευχαριστώ, πιστέ μου βεζύρη. Δε χρειάζομαι όμως άλλες συμβουλές. Αποφάσισα…
Ο μάγιστρος έριξε μια κλεφτή ματιά στο βασιλιά, κι ύστερα χαμήλωσε τα μάτια περιμένοντας. Ο βασιλιάς σήκωσε μεγαλόπρεπα το δεξί του χέρι.
-Μεγάλε μάγιστρε, σε διορίζω δεύτερο βεζύρη μου, και οικονομικό σύμβουλό μου!
Ο μάγιστρος, βγάζοντας ένα μικρό, άηχο γέλιο, έκανε βαθύ τεμενά, σκύβοντας ως κάτω.
*
Ήτανε βράδυ. Ο βασιλιάς καθόταν και πάλι στο θρόνο του, σκεφτικός. Ακουμπούσε αφηρημένα το κεφάλι στο ένα του χέρι, κοιτάζοντας κάτω.
Ένας υπηρέτης μπήκε και υποκλίθηκε.
-Βασιλιά μου, ο μεγάλος μάγιστρος!
-Να περάσει, είπε άκεφα ο βασιλιάς.
Ο μάγιστρος μπήκε χαρούμενος κι έκανε τεμενά.
-Πολυχρονεμένε μου, σε χαιρετώ! Ποια έννοια συννεφιάζει το βασιλικό μέτωπό σου; Και μάλιστα απόψε, παραμονή της μεγάλης σου γιορτής;
-Να… χμ… δεν έχω κέφι, μουρμούρισε ο βασιλιάς.
-Τι!… είπε με σπουδαίο ύφος ο μάγιστρος. Τώρα που η ενδοξότης σου θα λάμψει σα διαμάντι κάτω απ’ τον ήλιο; Το ξέχασες πως έχουν μαζευτεί απόψε στο παλάτι σου όλοι οι φίλοι σου βασιλιάδες; Απόψε, που ολόκληρο το τιμημένο συμβούλιο της Μεγάλης Συμμαχίας θα αναπαυθεί στα πουπουλένια σου παπλώματα, και αύριο όλη μέρα θα προσφέρει δόξες και τιμές για τη μεγάλη σου γιορτή, με ένα γλέντι τέτοιο, που όμοιό του δεν έχει ξαναδεί το Μοναχικό Ακρωτήρι;
Ο βασιλιάς έμεινε για λίγο κατσούφης. Ξαφνικά, σήκωσε τα μάτια και κάρφωσε το βλέμμα του με αγωνία στο μάγιστρο.
-Πες μου, μεγάλε μάγιστρε, έκανα καλά;
Ο μάγιστρος, με μια μεγαλοπρεπή κίνηση, έξυσε αργά το γένι του. Σήκωσε το ένα φρύδι και ρώτησε:
-Για ποιο πράγμα μιλάς, πολυχρονεμένε μου αφέντη;
Ο βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι με ντροπή.
-Με υπηρέτησε πιστά… Εξηνταπέντε ολόκληρα χρόνια, έμεινε στο πλάι του πατέρα μου… Και μένα… Δεν έφυγε απ’ το πλάι μου, ούτε μια μέρα…
-Άρχοντά μου, διέκοψε οργισμένος ο μάγιστρος, μην ξεχνάς πως μιλάς για ένα προδότη!
-Ναι, μα…
-Άρχοντά μου, ο άνθρωπος αυτός σε πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο. Με την εξουσία που του είχες δώσει, με τις δήθεν σοφές συμβουλές του, το μόνο που κατάφερνε ήταν να σπέρνει στην ψυχή σου το φόβο και την αμφιβολία. Θόλωνε την κρίση σου, σ’ έκανε να μη βλέπεις ποιο είναι το καλό το δικό σου και του βασιλείου σου. Και το κυριότερο, έστρεφε το λαό εναντίον σου…
-Ναι, μα ωστόσο… έκανα καλά;
Ο μάγιστρος στάθηκε βλοσυρός μπροστά στο βασιλιά.
-Βασιλιά μου, ο άνθρωπος αυτός έπρεπε να πεθάνει με το θάνατο του προδότη. Και βέβαια έκανες καλά. Και να’ σαι βέβαιος, πως ο λαός πάντα θα σ’ ευγνωμονεί γι’ αυτή σου την πράξη… Διώξε τώρα τα μαύρα σύννεφα από την ψυχή σου, πολυχρονεμένε, και απόλαυσε τις μέρες της ευτυχίας που έρχονται…
-Χμ… καλά, είπε χαμογελώντας αχνά ο βασιλιάς. Έχεις δίκιο…
-Πάντα έχω δίκιο, είπε με στόμφο ο μάγιστρος. Θέλω να πω, η ταπεινότης μου, πάντα στη διάθεσή σου, με τη σωστή συμβουλή…
Ο βασιλιάς άρχισε να νιώθει καλύτερα.
-Όλα έτοιμα για αύριο;
-Βεβαίως, πολυχρονεμένε, είπε ο μάγιστρος. Μόνο…
Σταμάτησε διστακτικά, λοξοκοιτάζοντας το βασιλιά.
-Τι συμβαίνει;
-Να, άρχοντά μου, θα αναγκαστώ και πάλι να καταχραστώ την καλοσύνη σου…
-Ε, τι θέλεις;
-Να, για τα έξοδα της γιορτής… Θα χρειαστώ κι άλλη στέρνα με φλουριά…
Ο βασιλιάς ξεφύσηξε δυσαρεστημένος.
Ο μάγιστρος εξακολούθησε με τρεμουλιαστή φωνή.-Βασιλιά μου, ντρέπομαι πραγματικά… Δυστυχώς, πολλές οι ανάγκες, και να που έρχομαι σ’ αυτή τη δυσάρεστη θέση να σου ζητήσω, ένα – ένα, πίσω τα δώρα μου. Αλλά τι να κάνω, πολυχρονεμένε μου, τα φλουριά δε φτάνουν…
Ο βασιλιάς άρχισε να προβληματίζεται.
Ο μάγιστρος συνέχισε με μελιστάλαχτο ύφος:
-Εκτός αν ήθελες, άρχοντά μου… να, εκείνο το περιδέραιο με τα ρουμπίνια…
Ο βασιλιάς πετάχτηκε μέχρι απάνω.
-Τι!… Δεν είσαι καλά! Το περιδέραιο; Για να μου τρυπήσει ύστερα τ’ αυτιά με τις αγριοφωνάρες της; Δεν τις ξέρεις καλά εσύ τις γυναίκες…
Ο μάγιστρος χαμογέλασε κάτω από τα γένια του.
-Τέλος πάντων, είπε μουτρωμένος ο βασιλιάς. Πάρε όσα φλουριά θέλεις…
Ο μάγιστρος ενθουσιάστηκε.
-Βασιλιά μου, δεν ξέρεις τι καλό που κάνεις. Ξοδεύεις τώρα τα φλουριά σου, μα τα ξοδεύεις για ιερό σκοπό: η γιορτή αυτή θα μείνει στην ιστορία. Το όνομά σου θα δοξαστεί για πάντα, και η Μεγάλη Συμμαχία θα σε έχει πάντα πρώτο…
Την κουβέντα τους διέκοψε ο υπηρέτης, που μπήκε βιαστικός.
-Πολυχρονεμένε μου, ο αγγελιαφόρος…
-Να περάσει, είπε ο βασιλιάς.
Βιαστικά, μπήκε στην αίθουσα ένας νέος, αναμαλλιασμένος, με χώματα στα πόδια του. Είχε δυο κατάμαυρα, λαμπερά μάτια που γυάλιζαν. Ήταν λαχανιασμένος: έκανε βαθύ τεμενά και στάθηκε μπροστά στο βασιλιά.
-Βασιλιά μου, είναι ανάγκη να σου μιλήσω τώρα αμέσως.
Ο μάγιστρος ανησύχησε. Με τα σχιστά του μάτια κοίταζε μια το νέο και μια το βασιλιά.
-Πολυχρονεμένε μου, δε νομίζω πως είναι κατάλληλη η ώρα… άρχισε.
-Συγχώρα με, άρχοντά μου, διέκοψε ο νέος με σταθερή φωνή. Πρέπει να μ’ ακούσεις.
Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε.
-Τι τρέχει; ρώτησε.
-Στρατός πέρασε τα σύνορα, αποκρίθηκε χωρίς περιστροφές ο νέος.
Ο βασιλιάς πάνιασε.
-Τι!… είπε παγωμένος.
-Ο κόσμος που κατοικούσε δίπλα στα κάστρα ξεσπιτώθηκε και τρέχει προς το εσωτερικό. Τα καράβια καίγονται. Ο τόπος γέμισε στρατιώτες: ό,που να’ ναι, θα φτάσουνε στην πόλη…
Ο βασιλιάς, με ανοιχτό στόμα, κοίταζε μια το νέο και μια το μάγιστρο, χωρίς να καταλαβαίνει.
-Μα, τι… τι στρατιώτες; Τι λες; ψέλλισε. Με κοροϊδεύεις;
-Βασιλιά μου, σου λέω μονάχα τι είδα, και τι άκουσα…
Δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Δυο στρατιώτες με χρυσές στολές όρμησαν στην αίθουσα των ακροάσεων. Ο βασιλιάς είδε το μάγιστρο να τους γνέφει. Αμέσως, εκείνοι άρπαξαν από τα μπράτσα το παλικάρι, κι ο ένας τους κάρφωσε με ορμή το σπαθί του στην καρδιά του.
Ο νέος έπεσε στα πόδια του βασιλιά νεκρός. Ο βασιλιάς ένιωσε να ζαλίζεται: το αίμα του πάγωσε. Κοίταξε με τρόμο το νέο στα πόδια του, ύστερα κοίταξε το πρόσωπο του μάγιστρου. Φρίκη τον έπιασε: ο μάγιστρος τον κοίταζε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ τα σχιστά μάτια του γυάλιζαν. Ο βασιλιάς, μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του, τον άκουσε σε λίγο να λέει:
-Ευτυχώς… Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι δε θα προλαβαίναμε… Αργήσατε, είπε αυστηρά γυρίζοντας στους στρατιώτες. Λίγο έλειψε να τα καταστρέψει όλα αυτός ο ανόητος… Πάρτε τον από δω!
Οι δυο στρατιώτες άρπαξαν το άψυχο σώμα του νέου και βγήκαν από την αίθουσα. Ο βασιλιάς ένιωσε τα γόνατά του να κόβονται: μηχανικά, έσφιξε τα χερούλια του θρόνου του. Για πρώτη φορά, όμως, το χρυσάφι τους το’ νιωθε στις παλάμες του κρύο, παγωμένο…
Ο μάγιστρος πλησίασε το θρόνο, στάθηκε μπροστά στο βασιλιά, και για πρώτη φορά τον κοίταξε κατ’ ευθείαν στα μάτια: επίμονα, με αναίδεια και με κακία.
Η φωνή του βγήκε ψιθυριστή, σαν σφύριγμα φιδιού.
-Και τώρα οι δυο μας, πολυχρονεμένε βασιλιά… Τώρα, θα μ’ ακούσεις καλά και θα κάνεις ό,τι σου πω, αν θες το καλό σου…
Ο βασιλιάς πανικοβλήθηκε.
-Τρελάθηκες; Πώς τολμάς;… Φρουροί! Φρουροί! Σας προστάζει ο βασιλιάς σας!…
-Δεν έχεις πια φρουρούς, βασιλιά, μη φωνάζεις άδικα, αποκρίθηκε ο μάγιστρος. Τους φρουρούς σου τους ξεφορτώθηκα. Το παλάτι σου έχει γεμίσει στρατό.
-Τι στρατό; Τι λες; Οι βασιλιάδες της Μεγάλης Συμμαχίας…
-Ευτυχώς που ήταν κι αυτοί άμυαλοι σαν και σένα, διέκοψε ο μάγιστρος. Παράτησαν τα βασίλειά τους στο έλεος κι ήρθανε στο παλάτι σου, να γλεντήσουν μαζί σου. Τους άξιζε η τιμωρία τους. Οι στρατιώτες μου τους έσφαξαν όλους στα κρεβάτια τους…
Ο βασιλιάς ανατρίχιασε με τα τελευταία λόγια του μάγιστρου.
-Οι στρατιώτες σου;…
-Καλά άκουσες, βασιλιά. Οι στρατιώτες μου. Οι βασιλιάδες, οι ανόητοι, εμπιστεύτηκαν σε μένα τα φλουριά τους για να εξοπλίσω το στρατό τους. Μου δώσανε το προνόμιο να μαζεύω εγώ τους φόρους. Από πού νομίζεις πως μαζεύτηκαν τόσα φλουριά; Από το λαουτζίκο, που ξεπούλησε τα υπάρχοντά του για χάρη του βασιλικού στρατού… Με τη μόνη διαφορά, πως το αντίτιμο κάθε φορά το μάζευα εγώ… Κι έφτιαξα, σιγά – σιγά, στρατό δικό μου… Ανόητοι όλοι σας, το μεγαλύτερο πλούτο σας τον παραδώσατε στα χέρια μου… Πού νόμιζες πως βρήκα όλα αυτά τα φλουριά; Τα δώρα που σου έστειλα, ανόητε, ποιος θαρρείς ότι σου τα’ στειλε; Η Μεγάλη Συμμαχία;
Ο βασιλιάς, μόλις και μετά βίας μπόρεσε ν’ αρθρώσει μερικές λέξεις.
-Και τότε… γιατί μου τα’ στειλες;
-Εμ, γιατί βλέπεις, εσύ μονάχα δεν είχες ανάγκη τις υπηρεσίες μου… Εσύ, είχες το σοφό βεζύρη σου… Αυτό το αγκάθι, που χρόνια ολόκληρα στεκότανε εμπόδιο στα σχέδιά μου… Όλα τα βασίλεια της Συμμαχίας έπεσαν ένα – ένα στα χέρια μου, και μόνο το δικό σου, το πιο όμορφο κομμάτι του Μοναχικού Ακρωτηρίου, απόμενε εκεί, απροσπέλαστο, να γεμίζει την ψυχή μου λύσσα… Έπρεπε να βρω το κατάλληλο δόλωμα, να σε πλησιάσω…
-Και γιατί δεν έστειλες το στρατό σου εναντίον μου;
Ο μάγιστρος χαμογέλασε με κακία.
-Γιατί έπρεπε πρώτα να φύγει α υ τ ό ς απ’ τη μέση, γρύλλισε. Κι ύστερα, να βρω την ευκαιρία να ξεφορτωθώ όλους εσάς τους άμυαλους, μια και καλή… Δε μπορείς να φανταστείς πόσο με διευκόλυνες, βασιλιά… Αυτόν, που ήταν για μένα το χειρότερο εμπόδιο, τον έβγαλες απ’ τη μέση εσύ ο ίδιος… Μου παραχώρησες το παλάτι σου για να μαζέψω τους θησαυρούς μου, μάζεψες εδώ όλους τους βασιλιάδες και τους παράδωσες στα χέρια μου… Και τώρα, επιτέλους, θα μου παραδώσεις και το θρόνο σου!
Ο βασιλιάς για πρώτη φορά ένιωσε το φιλότιμό του να επαναστατεί. Άρχισε να θυμώνει. Πήρε λίγο θάρρος. Σηκώθηκε και είπε μεγαλόπρεπα:
-Ο λαός μου, που μ’ αγαπάει, θα με υπερασπιστεί!
Ο μάγιστρος έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.
-Άμυαλε, το λαό σου εσύ ο ίδιος τον έδιωξες από κοντά σου! Ξέχασες όλους αυτούς τους φουκαράδες, που πέσανε στη μάχη σα βλάκες για το χατήρι σου, γιατί θαμπώθηκες απ’ το χρυσάφι… Κανένας δεν είναι για να σε γλυτώσει. Κανένας!… Στρατιώτες! Πάρτε τον!
Δυο στρατιώτες με χρυσές στολές μπήκαν στην αίθουσα, άρπαξαν το βασιλιά και τον κατέβασαν απ’ το θρόνο.
*
Ήταν νύχτα ακόμα. Μια ξύλινη βάρκα περίμενε σε μια απόμερη γωνιά του λιμανιού. Μια ομάδα ανθρώπων, που φαινόταν να έρχεται από την πόλη, πλησίασε με προφύλαξη. Ο βαρκάρης, που τόση ώρα καθόταν μισοξαπλωμένος στην πρύμη της βάρκας, πετάχτηκε πάνω με αγωνία.
-Εντάξει; ρώτησε τους πρώτους που πλησίασαν.
-Εντάξει, του αποκρίθηκε ένας απ’ αυτούς. Τους στρατιώτες που φύλαγαν απ’ έξω τους ζυγώσαμε εύκολα, δε μας είδαν. Το ίδιο κι ο φρουρός.
Χαμογέλασε με καμάρι.
-Εγώ τον σκότωσα…
Εν τω μεταξύ, πλησίασαν και οι υπόλοιποι τη βάρκα. Όλοι παραμέρισαν, κι ανάμεσά τους φάνηκε ένας άνδρας με το πρόσωπο μισοκρυμμένο κάτω από μια φαρδιά κουκούλα. Ο άνδρας πλησίασε με αργά βήματα και στάθηκε μπροστά στη βάρκα. Ο βαρκάρης τον κοίταξε συγκινημένος, ύστερα χαμογέλασε. Τον έπιασε απ’ το χέρι, και με το άλλο χέρι έκανε ένα νεύμα, δείχνοντας τη βάρκα.
-Αφέντη μου, καλωσόρισες…
Μπήκαν οι δυο τους στη βάρκα. Ο βαρκάρης έπιασε τα κουπιά. Η βάρκα άρχισε, σιγά – σιγά, ν’ απομακρύνεται.
Οι υπόλοιποι, στάθηκαν όρθιοι στο μώλο για πολλή ώρα, δακρυσμένοι, αποχαιρετώντας σιωπηλά το βασιλιά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου