A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Το Σκαθάρι Που Έγραφε Τις Σκέψεις Του Στον Ουρανό



Ανάμεσα στους τέσσερεις, εκείνος είχε πάντα τον τίτλο του «διανοούμενου». Αμετανόητο πειραχτήρι-κάποτε και κυνικός. Για πολλούς, «ενοχλητικός». Ήταν εκείνος που τόλμησε να ξεστομίσει εκείνη τη δηλητηριώδη ατάκα, που έγραψε ιστορία. Στο κατάμεστο Prince of Wales Theatre, Νοέμβρη του ’63. Μπροστά στην Αυτής Μεγαλειότητα: «Όσοι κάθεστε στις φτηνές θέσεις, χειροκροτήστε… Κι οι υπόλοιποι, κουδουνίστε τα κοσμήματά σας!…». «Δεν πρόκειται να ψηφίσω τον Τεντ» είχε πει λίγο πριν τη συναυλία στους δημοσιογράφους, αναφερόμενος με σαρκασμό στον πρίγκηπα που σχολίασε τα «επαρχιώτικα» Αγγλικά τους. Η καλή κοινωνία της «όχι και τόσο Μεγάλης Βρετανίας» δε μπορούσε να χωνέψει ότι τέσσερα άξεστα χωριατόπαιδα από το Λίβερπουλ βρίσκονταν ήδη στην κορυφή της δόξας. Και προπαντός, ο ενοχλητικός Λένον… Που δεν έχανε ευκαιρία να χλευάσει τη χαμηλή νοημοσύνη των ευγενών, τις αρπακτικές διαθέσεις των δημοσιογράφων, την υποκρισία των «αξιοπρεπών»… Συχνά, στη σκηνή παρίστανε τον καθυστερημένο: ήταν η συνηθισμένη του απάντηση σ’ εκείνους, που ήθελαν να τον μετατρέψουν σε ακίνδυνο διασκεδαστή. Ασφυκτιούσε μέσα στις γραβάτες της αξιοπρέπειας.
Όταν γυριζόταν το “A Hard Day’s Night”, είχε ήδη εκδοθεί το πρώτο του βιβλίο-“In His Own Write”. Ένα απόγευμα τον πήραν από τα γυρίσματα στο ξενοδοχείο Dorchester, στο Λονδίνο, σε φιλολογικό δείπνο που οργανώθηκε προς τιμήν του. Κι όμως, εκείνος ένιωθε την επίπλαστη ευγένεια, έβλεπε τον επιφανειακό τους θαυμασμό. Ένιωθε ότι στο βάθος τον περιφρονούσαν: ήταν πάντα το χωριατόπαιδο που «έπιασε την καλή». Αδυνατούσαν έτσι κι αλλιώς να τον καταλάβουν. Του ζήτησαν να μιλήσει: εκείνος, με προσποιητή ντροπή, μισοσηκώθηκε απ’ την καρέκλα του χαμογελώντας και είπε δήθεν δειλά: «Ευχαριστώ… Ο Θεός να σας έχει καλά…». Αυτό μόνο. Το ευγενές κοινό, που περίμενε ευχαριστίες και λιβανίσματα, αναστατώθηκε. Μια επώνυμη κυρία του επιτέθηκε: «Ποιος να μου το’ λεγε πως θα ζητούσα αυτόγραφο από κάποιον σαν εσένα!». Κι αμέσως εισέπραξε την απάντηση: «Και μένα ποιος να μου το’ λεγε πως θα υπέγραφα αυτόγραφο για κάποια σαν εσένα!...».

Κι όμως, η σκληρή του μάσκα έκρυβε μια άλλη πραγματικότητα: ο Τζον Λένον ήταν μια βαθιά πληγωμένη ψυχή. Κουβαλούσε μέσα του την απώλεια: τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα πάντα τον εγκατέλειπαν. Σημαδεύτηκε από την εγκατάλειψη του πατέρα, από τη φυγή της μητέρας: πέντε μόλις χρονών είχε δει τους γονείς του να καυγαδίζουν άγρια μπροστά του… Στο τέλος, ο πατέρας του ζητά από το πεντάχρονο αγοράκι να πει μόνο του ποιον προτιμά: τη μαμά, ή το μπαμπά… Αδιανόητο, αφού εκείνος τους αγαπά και τους δυο… Ο μικρός Τζον, ελπίζοντας πως ο πατερούλης του, δε μπορεί, αγαπά τη μαμά-και κείνη θα τον αγαπάει-επιλέγει τη συντροφιά του πατέρα, με την κρυφή ελπίδα πως η μανούλα θα συγκινηθεί και θα μείνει μαζί τους. Κι όμως, εκείνη φεύγει… Ο μικρός την ακολουθεί κλαίγοντας-και τότε βλέπει τον πατερούλη του να τον εγκαταλείπει και κείνος με τη σειρά του… «Μαμά, μη φεύγεις… Πατερούλη, έλα σπίτι…» θα τραγουδήσει μετά από καμιά τριανταριά χρόνια στη Madison Square της Νέας Υόρκης-μια ερμηνεία σπαρακτική, που θα κάνει και τα άψυχα να δακρύσουν. Ο πόνος που φώλιαζε χρόνια ολόκληρα μέσα του, παλεύει τώρα να βγει…
Υπήρχε όμως πάντα η μουσική. Μικρόβιο που το κληρονόμησε κι απ’ τους δυο γονείς του. Η μητέρα-η λατρεμένη του Τζούλια, που κάποτε θα γινόταν τραγούδι-του έμαθε να παίζει μπάντζο. “That’ll be the day” του Buddy Holly-το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσε στη ζωή του ο Τζον Λένον. Και σε λίγο, θα’ρθει κι η πρώτη κιθάρα-κι οι πρώτες απόπειρες να σχηματίσει το δικό του συγκρότημα, μαθητής ακόμα. Και η δεύτερη μεγάλη απώλεια της ζωής του: η μητέρα του Τζούλια. Που μόλις πρόσφατα είχε ξαναμπεί στη ζωή του-κι άρχιζαν μαζί να ξαναχτίζουν τη χαμένη τους οικογενειακή ευτυχία. Ένας μεθυσμένος αστυνομικός θα την αφήσει στον τόπο με το αμάξι του. «Λέω ανοησίες, μόνο και μόνο για να βρίσκομαι κοντά σου, Τζούλια… Σιωπηλό σύννεφο, ήσυχη αμμουδιά, άγγιξέ με… Λέω για σένα τραγούδι της αγάπης, Τζούλια…». Στίχοι απίστευτα τρυφεροί, δακτυλισμοί στην κιθάρα που θυμίζουν άρπα αγγέλου. Το τραγούδι της χαμένης του μητέρας-που κι αυτό θα το γράψει χρόνια αργότερα. Κι από κοντά, ο επιστήθιος φίλος του, ο Στιούαρτ Σάτκλιφ-ο αγαπημένος του Στιού-που βρισκόταν κοντά του στο πρώτο τους ξεκίνημα στο Αμβούργο. Ταλαντούχος ζωγράφος-κι όμως, δε χάλασε το χατήρι του Τζον, τον ήθελε κι αυτόν στο συγκρότημα-κι έγινε για λίγο καιρό μπασίστας των Beatles, εξοβελίζοντας τον Πολ Μακάρτνεϊ στα ντραμς… Χτυπημένος στο κεφάλι από μεθυσμένους θαμώνες του μπαρ που έπαιζαν, μετά από έναν ανόητο καυγά, ο Στιού θα πεθάνει λίγο καιρό μετά από εγκεφαλική αιμορραγία. Ο Τζον νιώθει υπεύθυνος-θα’ πρεπε να’ χε προλάβει να σκοτώσει αυτός εκείνους τους αλήτες… Η οργή τον πνίγει, όμως έχει ήδη αρχίσει η τρελή πορεία προς την κορυφή: η ζωή του-οι ζωές και των τεσσάρων-μπαίνουν θέλοντας και μη σε άλλη, νέα τροχιά.
Σιγά σιγά το συγκρότημα παίρνει την τελική του μορφή: ο Τζον, εκ των πραγμάτων, είναι ο ιδρυτής-ο βασικός ερμηνευτής και κιθαρίστας. Ο Πολ Μακάρτνεϊ-ο «ωραίος» της μπάντας-θα πάρει τελικά το μπάσο στη θέση του χαμένου Στιού. Σόλο κιθάρα, ο σιωπηλός, μαζεμένος και κάπως σκοτεινός Τζορτζ Χάρισον. Και στα ντραμς, ο γλυκός «χαζούλης» Ρίτσαρντ Στάρκεϊ-με τα αμέτρητα δαχτυλίδια που φοράει σ’ όλα τα δάχτυλα των χεριών του-που θα γίνουν αφορμή για το παρατσούκλι που θα του κολλήσει ο Τζον, και θα του μείνει για όλη του τη ζωή: Ρίνγκο Σταρ… Κι όμως, ο μικροσκοπικός αυτός «χαζούλης» με τα τεράστια γαλανά μάτια και τη μεγάλη μύτη θα γίνει ο μόνος αληθινός σύντροφος για το Τζον. «Μόνο Ο Ρίνγκο» , θα πει για κείνον ο Τζον αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Πολ κι ο Τζορτζ, με τη σειρά τους, ένας ένας θα τον απογοητεύσουν…
Πόσο, αλήθεια, μπορεί ν’ αντέξει το μυαλό ενός φυσιολογικού ανθρώπου, μπροστά σε καταστάσεις ομαδικής τρέλας;… Τέσσερα εικοσάχρονα αγόρια, που ξεκίνησαν να κάνουν απλώς το ψώνιο τους-κι από τη μια στιγμή στην άλλη, να λατρεύονται σαν θεοί… Τα μαγικά χέρια του Μπράιαν Έπσταϊν, του ατζέντη τους, τους έγδυσαν από τα «αλήτικα» δερμάτινα μπουφάν της εποχής του Αμβούργου και τους έντυσαν με τα κοστούμια της εγγλέζικης ευπρέπειας. Και τους έμπασαν μέχρι τα σαλόνια του Μπάκινχαμ… Κι όμως: όλη η γαλαζοαίματη κοινωνία αγνοούσε-ή ήθελε να αγνοεί-πόσο μεγάλο ήταν το τίμημα για όποιον νέο ήθελε να γίνει είδωλο του ροκ εντ ρολ… Ότι πολλές μπάντες, στο ξεκίνημα-κι οι ίδιοι οι Beatles-έπαιξαν σε άθλια μαγαζιά, συνοδεύοντας μέχρι και νούμερα στριπτίζ, και κατάπιναν αμφεταμίνες με τη χούφτα, θεονήστικοι, για ν’ αντέξουν τα πολύωρα ξενύχτια… Ότι και τα ίδια τα «ευγενή» τέκνα της αριστοκρατίας πολλές φορές ξημερώνονταν σ’ αυτά τα μαγαζιά, απαιτώντας από τη μπάντα να παίζει ξανά και ξανά… Έχοντας ήδη εθιστεί ανεπανόρθωτα στις αμφεταμίνες, οι πιο πολλοί καλλιτέχνες έπεφταν με τα μούτρα στη μαριχουάνα, κι αργότερα στα πιο «σκληρά» ναρκωτικά και παραισθησιογόνα… Κι όμως, η «καλή κοινωνία» επέμενε να τα αγνοεί όλα αυτά, και να βλέπει τους τραγουδιστές κάτι σαν άλογα κούρσας, που έπρεπε να χαπακώνονται για να κάνουν καλά τη δουλειά τους… Κι ύστερα, δήθεν να σοκάρεται, όταν ανακάλυπτε πως τα αγαπημένα της ινδάλματα είναι χρήστες ναρκωτικών ουσιών-θύματα ενός σάπιου κυκλώματος, που η ίδια κοινωνία ανέκαθεν συντηρούσε…
Και στο μεταξύ, ο κόσμος παραληρούσε στο πέρασμά τους-και το χρήμα έρεε άφθονο στα κρατικά χρηματοκιβώτια: για κάθε 20 λίρες που εισέπρατταν οι Beatles, οι 19 πήγαιναν σε διάφορες εισφορές. Η πιο κερδοφόρα επιχείρηση που θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί… Από καθαρή υποχρέωση, η Αυτής Μεγαλειότητα θα τους ανταμείψει απονέμοντάς τους το MBE-το παράσημο του «Μέλους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας»… Η καλή κοινωνία θα σκανδαλιστεί-πώς είναι δυνατόν, τέσσερα χωριατόπαιδα να στέκονται στο πλάι ευγενών… Κι όμως, αυτά τα χωριατόπαιδα αποδείχθηκαν η μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή της περίφημης Αυτοκρατορίας… Ο Τζον νιώθει ότι η κατάσταση έχει πια ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Η κοινή γνώμη τους θέλει κεφάτους, γοητευτικούς, ανέμελους, χωρίς πολλούς προβληματισμούς-δεν τους επιτρέπεται να σχολιάσουν σοβαρά διεθνή θέματα. Οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων είναι κατά κανόνα ηλίθιες: οι απαντήσεις που εισπράττουν από τα Σκαθάρια-και κυρίως από τον Τζον-είναι καυστικές. Πρώτος ο Τζον θα τολμήσει ν’ αναφερθεί στο Βιετνάμ-αλλά και στην απραξία των κληρικών, που κάνουν τους νέους ν’ απογοητεύονται από την εκκλησία: «Φτάσαμε να είμαστε πιο διάσημοι από τον Ιησού» θα πει σε μια του συνέντευξη. Χρυσή ευκαιρία για τα αρπακτικά του τύπου: η φράση του Λένον θα απομονωθεί, θα διαστρεβλωθεί και θ’ αποκτήσει απίστευτες διαστάσεις. Θρίαμβος για άλλη μια φορά της υποκρισίας και της στενομυαλιάς.
Όλα αυτά θα έκαναν κάθε άνθρωπο να αηδιάσει-πόσο μάλλον κάποιον με την ανήσυχη φύση του Λένον. Θα απελευθερωθεί σιγά σιγά-αν και όχι χωρίς κόπο και παροδικές απογοητεύσεις-μέσα από τη μετέπειτα προσωπική του πορεία. Θα πετάξει από πάνω του μια για πάντα τη γραβάτα της σοβαροφάνειας, τη βολική, προσποιητή ξενοιασιά που αδιαφορεί για τον κόσμο που καίγεται τριγύρω: θα είναι εκείνος που θα τολμήσει να τσαλακώσει δημόσια την εικόνα του φωνάζοντας «δώστε μια ευκαιρία στην ειρήνη»-θα προκαλέσει παγκόσμια αίσθηση με το «ξάπλωμα διαμαρτυρίας», θα παλέψει, θα φωνάξει για την ειρήνη, θα τολμήσει να μαλώσει δημόσια-αλλά και δε θα φοβηθεί να διαχωρίσει τη θέση του, όταν θα θελήσουν να τον τοποθετήσουν σκόπιμα κάτω από «αριστερίζουσες» κομματικές ομπρέλες. Θα «φακελωθεί» από το FBI. Και θα παραμείνει για όλη του τη ζωή ο σαρκαστικός, ο ενοχλητικός, που επιμένει να φωνάζει κατάμουτρα στην κοινωνία την ίδια της την υποκρισία…
Και θα συνεχίσει να βιώνει την απώλεια, ως το τέλος. Οι –για πάνω από δεκαετία-σύντροφοί του, Πολ και Τζορτζ, θα τον πληγώσουν. Θα αναγκαστεί να αποχωριστεί το μεγάλο του γιο, Τζούλιαν. Θα δώσει σκληρή, πολύχρονη μάχη με τα ναρκωτικά, μαζί με τη σύντροφό του Γιόκο-που θα του χαρίσει, τουλάχιστον, τα πέντε τελευταία-κι ίσως, τα μοναδικά ευτυχισμένα του χρόνια, μαζί μ’ ένα γιο. Και-ακόμα μια φορά-«Μόνο Ο Ρίνγκο» θα’ ναι εκείνος που θα τρέξει κοντά του στις τελευταίες του στιγμές, όταν το νήμα της ζωής του θα κοπεί άωρα, μπροστά στην είσοδο του μεγάρου Ντακότα. Και θα φύγει πια, λυτρωμένος-να πάει να γράψει στον ουρανό το υπόλοιπο της ιστορίας, σκιτσάροντας στα σύννεφα παιχνιδιάρικα το πρόσωπό του με τα στρογγυλά γυαλάκια. Και να τρυπώσει ύστερα να κοιμηθεί στην αγκαλιά της αγαπημένης του Τζούλια…

2 σχόλια: