A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

A.Παπαδιαμάντη, Έμποροι των Εθνών

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Κάνε κουράγιο, καλέ μας άνθρωπε...

Ίσως, η κορυφαία σκηνή αντιφασιστικής σάτιρας στην ιστορία του κινηματογράφου:
ο Θανάσης Βέγγος, μεταμφιεσμένος σε Γερμανό στρατιώτη, "φυγαδεύει" το παράνομο ραδιόφωνο-περνώντας ανενόχλητος ανάμεσα από τους εισβολείς-ενώ εκείνο παίζει στη διαπασών τον εθνικό ύμνο.....
Κάνε κουράγιο, καλέ μας άνθρωπε... Δεν υπάρχουν πια άνθρωποι σαν εσένα!

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Νίκος Ζούδιαρης-Οι βαριές κουβέντες της σιωπής

   Βρέθηκα και γω κάποτε στην Αθήνα. Χάριν σεμιναρίου-την παλιά καλή εποχή που ο κόσμος έκανε ταξιδάκια πληρωμένα. Και έτυχε να παίζεται εκείνες τις μέρες στο Μέγαρο της Μουσικής μια εξαιρετική παράσταση: "Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή" του Θοδωρή Γκόνη. Στο Αίθριο των Μουσών. Και παίρνω τον αδερφούλη και πάμε... Όχι τίποτ'άλλο, αλλά να'χω να λέω ότι -προτού πεθάνω- μ'αξίωσε ο Θεός να πατήσω τα άγια χώματα της καλλιτεχνικής Ιερουσαλήμ της πατρίδος μας...
   Δε θα σχολιάσω την παράσταση εδώ πέρα: δεν είναι άλλωστε δική μου δουλειά αυτό. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ήταν εκπληκτική. Και με μάγεψε. Αλλά δε θα μιλήσω γι'αυτό τώρα.
   Μπαίνουμε-ολίγον σαν εξωγήινοι-στο περίφημο φουαγιέ του μεγάρου (θυμήθηκα την Ελένη Γερασιμίδου να λέει το αμίμητο "Μήτσου μ', τί ειν'το φουαγιέ; Θα μι πάρ'ς ένα να του βάλου στου πέτου μ';"), και ν'ανοίξω ένα στόμα πέντε πήχες βλέποντας ξαφνικά σε απόσταση αναπνοής δεκάδες από τα αγαπημένα μου μουσικά και θεατρικά "τέρατα" ολοζώντανα: Τάνια Τσανακλίδου, Αιμίλιος Χειλάκης (το έτερον ήμισυ της γλυκύτατης Αθηνάς Μαξίμου, που έπαιζε στην παράσταση), και σαν σκιά-τον πρόλαβε το μάτι μου τη στιγμή που ξεγλιστρούσε από μια πόρτα στο πλάι-ο διακριτικότατος και σεμνότατος Θοδωρής Γκόνης-μια μορφή Παπαδιαμαντική, έτσι τον είδα-καθόλου δεν κάθησε να επιδειχθεί ανάμεσα στο διάσημο κοινό του, όπως κάνουν τόσοι και τόσοι, άξιοι κι ανάξιοι (κυρίως)...
   Καθόμαστε σ'ένα τραπεζάκι, ενώ περιμέναμε ν'αρχίσει η παράσταση ("τσουχτερά" τα σνακ του μεγάρου, το καταγγέλλω ενώπιόν σας-τότε τουλάχιστον!), και γω ακόμα σε έκσταση ("κλείσε το στόμα πια, θα μπει καμιά μύγα, μας πήραν όλοι χαμπάρι" οι διακριτικές παραινέσεις του αδερφούλη στο αυτί μου)-ενώ απέναντί μας, σε άλλο τραπεζάκι, ο Χειλάκης, ο Θηβαίος, ο Ανδρέου-κι άλλα πολλά καλλιτεχνικά μου ινδάλματα... Και πίσω μας κομψοντυμένες Αθηναίες, με φτυάρια μεγαλύτερα απ'αυτό που κρατάει ο εργάτης που ανακατώνει τα μπετά, να σέρνουν τα μύρια σε διάσημους και άσημους...
   Εκείνη τη στιγμή, ένα πρόσωπο από το απέναντι τραπεζάκι μου τράβηξε την προσοχή: μια συμπαθητική φυσιογνωμία, γλυκιά αλλά κάπως απόμακρη. Μου φάνηκε αμέσως γνωστός-αλλά ήταν ο μόνος από την παρέα που δεν ήξερα ποιός ακριβώς ήταν. Έστιβα το μυαλό μου-αδύνατο να θυμηθώ. Κι όμως, τον ήξερα. Πρόσεξα ότι μιλούσε ελάχιστα, χαμογελούσε μόνο ακούγοντας τις κουβέντες των άλλων-και κάθε τόσο το βλέμμα του ξεχνιόταν κάπου μακριά, ενώ το χαμόγελό του δεν έσβηνε. Κάτι σκεφτόταν; Μπορεί...
   Λίγες μέρες μετά, σπίτι. Ψάχνω μετά μανίας το σωρό με τα περιοδικά. Δε μπορεί, θα το βρω... να το! Στο εξώφυλλο του "Δίφωνου", ένας από τους πιο αγαπημένους μου τραγουδοποιούς... Ένας δημιουργός υπέροχα "νεραϊδοπαρμένος" ("αλαφροΐσκιωτος", κατά το σκιαθίτικο! το προτιμώ...), που μας έχει χαρίσει μερικά από τα πιο δυνατά, τα πιο ονειρικά τραγούδια της γενιάς μας... Το "μυστηριώδες" πρόσωπο του φουαγιέ: ο Νίκος Ζούδιαρης.....





Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Time out by Theodore Hydreos

Time out by Theodore Hydreos
Κι άλλος ταλαντούχος Σκιαθίτης: ο Θοδωρής Υδραίος...
Κάτι έχει αυτό το νησί... Λες και κάποιος το "καταράστηκε"-να γεννάει ή μεγάλα ταλέντα, που το κάνουν ξακουστό στα πέρατα της οικουμένης-ή...μεγάλους ηλίθιους, που το καταστρέφουν...

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Για μια χούφτα φυσίγγια

Αφιερωμένο σε όλους εσάς, λατρείες μου-που ξέρετε να ξεπουλάτε αρχαιότητες νομιμοφρόνως...

Τόσα είχε πάρει στο χέρι ο φουκαράς ο Δημητρός: δώδεκα φυσίγγια. Μάλιστα: δώδεκα φυσίγγια. Για κοτζάμ χτηματάρα είκοσι στρέμματα… Δηλαδή – για να ακριβολογούμε – δεν πήρε μονάχα τα φυσίγγια. Πήρε και την καραμπίνα… Κι από πάνω, για κοροϊδία, πέντε ψωροχιλιάρικα – που δε θα φτάνανε, εκείνο τον καιρό, ούτε για να φράξει το χτήμα του με συρματόπλεγμα. Κι όμως, τα κατάφερε τότε και τον θάμπωσε μια χαρά ο μπαγάσας ο Αρχοντάρης…
Τι ήτανε τότε ο Αρχοντάρης; Τίποτα – ένα στολισμένο κι ομορφοξουρισμένο μηδενικό με δυο τρύπια σαπιοκάραβα. Και καμάρωνε για εφοπλιστής, τρομάρα του… Που έφυγε άφραγκος απ’ το νησί – ανθυπομούτσος σ’ ένα καράβι – και γύρισε με κουστουμιές, γραβάτες και χρυσά δαχτυλίδια… Και βάλθηκε αμέσως να γνωριστεί με όλους τους σαλονάτους. Αγόρασε μισοτιμής τα σαπιοκάραβα και χώθηκε σα σαρανταποδαρούσα μες στα στέκια της αριστοκρατίας. Κι άπαξ και χώθηκε, άντε να τον βγάλεις… Κανένας δεν τον έφτανε στο παραμύθι τον Αρχοντάρη. Κι όταν έμαθε πως ένας απ’ τους σαλονάτους, εκτός από περιουσία, διέθετε και κόρην ανύπανδρον – μια άχαρη ξυλάγγουρη, που φοβότανε μήπως του μείνει στο ράφι μαζί με τα πιατικά – ο Αρχοντάρης είπε να το κάνει το ψυχικό. Και να’ τονε τώρα με αληθινό στόλο…
Ο Δημητρός δεν τα’ ξερε τότε όλα αυτά. Εκείνος είχε μονάχα τη σκοτούρα του γιου του – που του πήρε, λέει, η χούντα το πτυχίο του γιατί ήτανε με τους αριστερούς. Αυτά ο Δημητρός δεν τα καταλάβαινε. Εκείνος ήξερε ένα πράμα: πως το παιδί του ήτανε καλό και φιλότιμο, σαν όλα τα παιδιά του κοσμάκη. Κι από πάνω ήτανε κι έξυπνο και προκομμένο. Δε βγήκε στουρνάρι σαν τον πατέρα του. Αφού κατάφερε να γίνει κοτζάμ καθηγητής… Και τώρα; Να τον κυνηγάνε στο αίμα λες κι είχε κάνει κάνα έγκλημα. Και να τρέχει από δω κι από κει, και να δουλεύει εργάτης…
Ο Αρχοντάρης, τότε, ήτανε φρεσκοπαντρεμένος με την ξυλάγγουρη. Στα μέσα και στα έξω, παντού είχε απλώσει τα πλοκάμια του… Οι άλλοι, οι σαλονάτοι, τον ξέρανε που ήτανε της εξυπηρετήσεως και τον είχανε δεξί χέρι. Δυο – τρεις που λιμπιστήκανε τις απούλητες αμπελοχωραφάρες στο νησί τον βάλανε για ενδιαμέσο: σου λέει, τσιμπάμε τώρα ένα δάνειο, τάχαμου για τουριστική αξιοποίηση, αγοράζουμε τζάμπα την αμπελοχωραφάρα, και να’ σου μεθαύριο μια θεόρατη βιλάρα στο νησί, να πάμε και διακοπές, να κάνουμε και το κομμάτι μας στους άλλους σαλονάτους. Και δε θα’ χει κοστίσει τίποτα…
Ο Δημητρός, μες στη στενοχώρια του – ποιον να βρει να παρακαλέσει; Σκέφτηκε τον Αρχοντάρη… Αυτός, που έλυνε κι έδενε, μπορεί να βοηθούσε και το παιδί να πάρει πίσω το χαρτί του… Πήγε και τον βρήκε. Μόνο που δεν έμπηξε τα κλάματα ο αθεόφοβος. «Εγώ, εγώ, Δημητράκη μου, εγώ θα το βοηθήσω το παιδί…». Και να πέσει κάτω και να δέρνεται. Στην αρχή, έτσι που τα’ λεγε, τον πιστέψανε. Ησύχασε για λίγο ο Δημητρός. Περιμένανε κάμποσον καιρό. Περνάει ένας μήνας, δυο μήνες, πέντε, δέκα μήνες, τίποτα. Σιχάθηκε στο τέλος το παιδί, πήρε τα μάτια του κι έφυγε.
Μοναδική παρηγοριά του Δημητρού ήτανε το χτήμα. Εκεί πήγαινε κι έβγαζε το άχτι του: το έσκαβε, το φύτευε, κούκλα το’ χε κάνει. Μεγάλο, κατηφορικό, ξεκινούσε από ψηλά και κατέβαινε ίσαμε τη θάλασσα. Κάτω, χαμηλά, είχε κι ένα δασάκι. Εκεί την άραζε ο Δημητρός όποτε τα θυμότανε και μελαγχολούσε: άναβε το τσιγαράκι του και καθότανε σε μια άσπρη πέτρα να τα πει μονάχος του και να ξεθυμάνει.
Σε κείνο κει το δασάκι ήτανε, να πούμε, το καταφύγιο του Δημητρού. Είχε μια δροσιά και μια ησυχία, που σου ησύχαζε την ψυχή… Είχε όμως κι ένα παράξενο: παντού ο τόπος εκεί γύρω ήτανε γεμάτος μάρμαρα. Δυο – τρία κολονάκια πεσμένα εδώ εκεί, κάτι πλάκες περίεργες με ορνιθοσκαλίσματα… Ήτανε παράξενα λιγάκι, όμως ήτανε πολύ όμορφα. Ο Δημητρός έτσι τα’ χε βρει απ’ τον πατέρα του, και δεν τα’ χε πειράξει. Ήξερε πως αυτά ήτανε αρχαία, παλαιϊκά πράματα – τα «μάρμαρα», έτσι τα λέγανε οι δικοί του από παλιά – και κανένας τους δεν τα’ χε πειράξει τόσα χρόνια. Αλλά και δεν το λέγανε σε κανένα – ήτανε, σα να λέμε, το μεγάλο μυστικό της οικογένειας…
Εκείνο το σούρουπο, ο Δημητρός τράβαγε το’ να τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο. Καθότανε πάνω στην ίδια πέτρα, στο δασάκι με τα μάρμαρα – όμως μπρος στα μάτια του έβλεπε το γιο του, ιδρωμένο και ψόφιο στην κούραση, να κουβαλάει τσουβάλια – αυτός που έπρεπε να’ ναι κύριος με γραβάτα… Σκεφτότανε αν έκανε καλά που είπε αμέσως «ναι» στον Αρχοντάρη. Δεν ήτανε και λίγο πέντε χιλιάρικα – αφού μόλις και μετά βίας φτάνανε το κατοστάρικο τη βδομάδα. Αλλά πάλι όμως, άξιζε μόνο τόσα τέτοιο χτήμα; Απάνω στα λεφτά, πάντα την πάταγε ο Δημητρός. Ήτανε ο φουκαράς μεγάλο στουρνάρι… Κι η γυναίκα του, πανάθεμά τηνε, δεν άνοιγε ποτέ το στόμα της να μιλήσει, να πει κι αυτή τη γνώμη της – να τον ξεστραβώσει λιγάκι… «Ό, τι πεις εσύ, αφέντη μου…» έλεγε και τόνε μπέρδευε ακόμα χειρότερα. «Θαρρώ πως εσύ’ σαι πιο μουρλή από μένα, Ζωγραφιά!» της είπε και τράβηξε για το χτήμα, να το δει τελευταία φορά και να το αποχαιρετίσει.
Μόλις την προηγούμενη είχανε πάει μαζί με τον Αρχοντάρη, να του δείξει τα σύνορα και τα κατατόπια. Ήθελε όμως να του δείξει και τα μάρμαρα, μην τύχει και τα χαλάσουνε κατά λάθος.
Τον βρήκε στα μισά του δρόμου, να περιμένει γελαστός μέσα στο αυτοκίνητο. Μπήκε μέσα και τραβήξανε για το χτήμα.
Ο Αρχοντάρης έδειξε ενθουσιασμένος μόλις είδε το χτήμα. Γύρναγε από δω κι από κει και χαμογελούσε, ενώ με το μάτι υπολόγιζε αποστάσεις και νούμερα. Μωρέ, θα φυτρώσει δω πέρα μεθαύριο μια παραθαλάσσια ξενοδοχειάρα, να γλύφεις τα δάχτυλά σου… Άρχισε μια πάρλα που σταματημό δεν είχε. Μόλις ο Δημητρός του’ δειξε το καλυβάκι του, μόνο που δεν τόνε πήρανε τα ζουμιά. «Αχ, τι όμορφο, τι ωραίο, και να δεις εγώ πώς θα στο φτιάξω, και να’ ρχεσαι όποτε θες να κάθεσαι…» κι άλλα τέτοια αλεπουδίστικα. Ο Δημητρός κόντεψε να κλάψει κι ελόγου του.
Εκεί όμως που γούρλωσε τα μάτια ο Αρχοντάρης, και γίνανε σαν πιατάκια του γλυκού, ήτανε μόλις ο Δημητρός του’ δειξε τα μάρμαρα. Εκεί παρά λίγο να ξεχάσει τα προσχήματα ο Αρχοντάρης: τα κοίταξε, τα’ ψαξε καλά καλά, σα λαγωνικό – και στο τέλος ρώτησε κοφτά δείχνοντάς τα με το δάχτυλο:
-Αυτά πού τα βρήκες;
Ο Δημητρός παραξενεύτηκε λιγάκι, αλλά δεν πονηρεύτηκε.
-Αυτά;… Ούουου!... Αυτά είναι δω πέρα απ’ τον καιρό του μακαρίτη του παππού μου… Παλαιϊκά πράματα, σημαδιακά, κατάλαβες…
-Τα’ χεις δείξει σε κανένα;
Ο Δημητρός τα’ χασε ολότελα.
-Ε;… Μπάααα… Σε ποιόνε να τα δείξω; Πατάει κανένας σε τούτη την ερημιά;
Ξαφνικά, ο Αρχοντάρης τον ζύγωσε απότομα, τον βούτηξε απ’ το γιακά, κοίταξε δεξιά – αριστερά και στο τέλος του’ πε στο αυτί:
-Άκου, Δημητρό… Ό, τι είπαμε, τελειωμένο… Η συμφωνία μας, συμφωνία… Πέντε χιλιάρικα στο χέρι. Αύριο, όμως, θέλω να με φέρεις πάλι εδώ πέρα. Θέλω να δείξω τα μάρμαρα σε κάτι γνωστούς μου…
-Τι γνωστούς;
-Είναι ένα ζευγάρι, Γερμανοί… Πολύ καθωσπρέπει άνθρωποι… Μορφωμένοι, με περιουσία… Έρχονται κάθε χρόνο για διακοπές… Αγαπάνε πολύ την Ελλάδα, ξέρεις, και τους αρέσουνε αυτά… Τα αρχαία… τα αγάλματα… χμ… τα μάρμαρα…
Ο Δημητρός έξυσε τ’ αυτί του και σήκωσε τους ώμους.
-Ε, και δεν πα να τους φέρεις… Φέρτους…
Ο Αρχοντάρης ενθουσιάστηκε.
-Και να δεις τι θα σου φέρω… Να δεις τι όμορφο δώρο θα σου κάνω…
-Τι;
Ο Αρχοντάρης πήρε ένα ύφος, σα να μίλαγε για κάνα περιδέραιο.
-Μια καραμπίνα, ολοκαίνουργια… Ωραία, γυαλιστερή…
Όσο έβλεπε το χαζό χαμόγελο που φώτιζε σιγά – σιγά τη μούρη του Δημητρού, τόσο έπαιρνε και κείνος θάρρος και συνέχιζε τις σάχλες.
-Θα την κρεμάς στον ώμο και θα βγαίνεις για κυνήγι… Και να δεις, που ό, τι σημαδεύεις, θα το χτυπάς…
Τέτοια πετραχήλια, σαν κι αυτά που φοράγανε οι λαγοί που έταξε ο Αρχοντάρης κείνη τη μέρα, δε θα τα’ χει φορέσει ούτε η αγιότης του ο πατριάρχης Ιεροσολύμων…
*
Ο Αρχοντάρης έφτασε, μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Βγήκε απ’ τ’ αυτοκίνητο, άρπαξε το Δημητρό και τόνε φίλησε σταυρωτά, σα να’ τανε γαμπρός.
-Γεια σου, Δημητράκη μου! Κάτσε, να σου φέρω την καραμπίνα σου…
Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ κι έβγαλε την ξακουσμένη καραμπίνα. Την έδωσε στο Δημητρό μαζί με δώδεκα φυσίγγια, λες και παράδινε το δισκοπότηρο.
-Να, από δω οι άνθρωποι που σου έλεγα…
Ανοίγουνε οι πόρτες του αυτοκινήτου και βγαίνουνε δυο νομάτοι. Ο ένας, ψηλός, μουσάτος Γερμαναράς, άγριος σαν το χάρο, με μια κοιλιά σα νταούλι. Δίπλα του, μια χοντρή νταρντάνα, αγριωπή κι αυτή σαν το τσοπανόσκυλο του Λυρίγκου, με μια καπελαδούρα στο κεφάλι σαν ταψί και μια καλαθάρα περασμένη στη χερούκλα της.
Ο Δημητρός τους οδήγησε στο καλύβι. Τους έβαλε να κάτσουνε, τους έβγαλε ένα ούζο με λίγο αγγουράκι, εκείνοι του’ πανε κάτι «αουφίντερζεν», αλλά δεν έσκασε ούτε τόσο δα το χειλάκι τους. Πέρασε κάμποση ώρα στο μουγκό. Μονάχα ο Αρχοντάρης τους τσαμπούναγε κάθε τόσο κατιτί στα εγγλέζικα.
Οι γερμαναράδες μουρμουρίσανε κάτι κορακίστικα στο Δημητρό.
-Τι είπανε;
-Θέλουνε να τους δείξεις τα μάρμαρα, εξήγησε ο Αρχοντάρης, μ’ ένα ύφος σκέτη ζάχαρη.
Κατεβήκανε στο δασάκι. Ο Δημητρός στάθηκε παράμερα και τους άφησε να χαζέψουνε, χωρίς να φανταστεί τι τον περίμενε.
Μόλις αντικρύσανε τα μάρμαρα, γουρλώσανε κι αυτοί με τη σειρά τους κάτι ματάρες, σα φανάρια. Ο μουσάτος μουρμούρισε κάτι κορακίστικα, ίδρωσε, ξεΐδρωσε, η χοντρή έβγαλε την καπελαδούρα της, κι ύστερα κι οι δυο μαζί πέσανε στα γόνατα κι αρχίσανε να μουρμουρίζουνε κάτι παλαβά.
Ο Δημητρός λαχτάρησε. Ο Αρχοντάρης, που τον είδε, μόλις που κρατιότανε να μη γελάσει.
-Τ’ είναι; φώναξε ο Δημητρός αλαφιασμένος. Λιγωθήκανε;
-Άσ’ τους, έτσι κάνουνε αυτοί, είπε ο Αρχοντάρης δήθεν εμπιστευτικά.
Ο μουσάτος κι η χοντρή συνεχίσανε για κάμποση ώρα να μουρμουράνε παρασάνταλα σα να τους ήρθε ψυχοβγάλτης. Κοντέψανε να τους γυρίσουνε τα μάτια ανάποδα. Του Δημητρού του φάνηκε πως η χοντρή έβγαζε κι αφρούς απ’ το στόμα…
Αφού τελειώσανε τα πατερημά, σηκωθήκανε απάνω με τα χίλια ζόρια και κάτι μουρμουρίσανε στον Αρχοντάρη.
Του Δημητρού όλη αυτή την ώρα είχε πάει η ψυχή στην Κούλουρη. Αν δεν ήτανε κι ο Αρχοντάρης εκεί παραδίπλα, θα τους είχε παρατήσει σύξυλους τους θεόμουρλους μέσα στη ρεματιά και θα’ χε αρχίσει τις πιλάλες.
Ο μουσάτος, στο μεταξύ, έβγαλε μια χτένα και ίσιωσε το μούσι του. Η χοντρή ξαναφόρεσε την καπελαδούρα κι έψαξε να βρει την καλαθούνα της, που τόση ώρα είχε κατρακυλήσει δυο μέτρα πιο κάτω. Ο Αρχοντάρης πλησίασε το Δημητρό και του’ πε εμπιστευτικά:
-Είναι ενθουσιασμένοι με τα μάρμαρα. Έχει κι άλλα τέτοια εδώ γύρω;
Ο Δημητρός, που’ τανε φρυγμένος ακόμα, μόλις μπόρεσε να βγάλει μιλιά.
-Όχι, άλλα μάρμαρα δεν έχει…
Σιγά – σιγά, ξαναπήρε λιγάκι θάρρος.
-Αλλά για βάστα… Έχω και κάτι άλλο να τους δείξω…
Ο Αρχοντάρης γούρλωσε τα γκαβά του με λαχτάρα.
-Τι;
-Να… Το’ βγαλε ένα καιρό ο αδερφός μου, ο μακαρίτης… Βούταγε με τα σφουγγαράδικα…Το’ φερα δω στο καλύβι να μην πιάνει τόπο. Ένα κανάτι είναι, παλιό…
-Αμφορέας;
-Όχι ντε, κανάτι… Αρχαίο… βεβαίωσε ο Δημητρός.
-Ε, άντε, φέρ’ το…
*
Σε λιγάκι, το κανάτι του Δημητρού βρισκότανε στην πανέρα της χοντρής. Οι γερμαναράδες είπανε πάλι κάτι «αουφίντερζεν», και σφίξανε αγέλαστοι το χέρι του Δημητρού. Οι χούφτες τους κολλούσανε.
«Πανάθεμά σας, πόσα τέρμηνα έχετε να νιφτείτε…» είπε από μέσα του ο Δημητρός.
*
Τέλειωσε η παντρειά: σε λίγο, ο Αρχοντάρης σουλατσάριζε καμαρωτός σαν κόκορας στο καινούργιο του χτήμα. Μία – μία μπαίνανε οι μπουλντόζες σαν τα τανκς και τα κάνανε λαμπόγυαλο. Πάνε και τα δεντράκια του Δημητρού, πάει και το καλυβάκι. Σιγά μην το κράταγε ο μπαγάσας ο Αρχοντάρης. Αντεροκάηκε…
Όσο για τα μάρμαρα; Αυτά, παρακαλώ, φύγανε σούμπιντο για τη Γερμαναρία. Πακέτο και δρόμο… Ο μουσάτος κι η χοντρή, άνιφτοι – ξεάνιφτοι, είχανε παράδες με ουρά… Τα μοσχοπληρώσανε λοιπόν τα κακόμοιρα τα μαρμαράκια. Οι μπουλντοζάρες τα βγάλανε από το χώμα, από κει που κοιμόντανε μακάρια χρόνια και ζαμάνια, σα σάπιους φρονιμίτες. Και τα λεφτά – βεβαίως – τα τσέπωσε ο Αρχοντάρης. Ο Δημητρός κοιμότανε τον ύπνο του δικαίου…
Ενώ ο Αρχοντάρης έριχνε κιόλας τα θεμέλια της ξενοδοχειάρας, ο Δημητρός έγραφε στον ξενιτεμένο γιο. Έβαλε ο φουκαράς στο γράμμα και τα πέντε χιλιάρικα…
«Αγαπιτό μου πεδί, το χτίμα το πουλίσαμε. Το πίρε οΑρχοντάρις. Μι στενοχοργιέσε όμος, έχι ο θεός. Εσί νάσε καλά κε θαγοράσις άλο καλήτερο…»
Του’ γραψε κι άλλα ο φουκαράς του γιου του: για τα λεφτά που πήρε, για την καραμπίνα και για τα φυσίγγια. Για τα μάρμαρα, βέβαια, δεν ήξερε όλες τις λεπτομέρειες – αλλά και να’ θελε να πάει να δει μονάχος του, δε θα μπορούσε πια να βρει το δασάκι. Όχι δασάκι δεν είχε μείνει, αλλά ούτε κολυμπηθρόξυλο… Άσε που ο Αρχοντάρης είχε αμολήσει μες στο χτήμα κι ένα κοπάδι μαντρόσκυλα, ο Θεός να σε φυλάει…
Η απάντηση του γιου ήρθε μετά από κανένα μήνα – μαζί με τα πέντε χιλιάρικα. Πατέρα μου καλέ, είμαι καλά, και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά εσένα σε πιάσανε κορόιδο, εγώ εδώ πέρα χαμάλης δουλεύω κι έχω βάλει στη μπάντα πάνω από τριάντα χιλιάρικα, μόλις τα κάνω εκατό θα τα μαζέψω και θα γυρίσω πια κοντά σας… Αχ, πατερούλη μου, γιατί δε με ρώτησες, και τώρα τι να σου πω που’ σαι πατέρας μου και σε σέβομαι, θα σου ταίριαζε κάνα φάσκελο έτσι που τα κατάφερες, αλλά επί του παρόντος πιάσε τα πέντε χιλιάρικα… Όσο για την καραμπίνα που κονόμησες, βούτα τη και χώσ’ τη στον πισινό του Αρχοντάρη, και κουμπούριασέ τονε, να σωθεί η ανθρωπότης από’ να παλιοτόμαρο…
*
Μη νομίζετε ότι ο Δημητρός χρησιμοποίησε ποτέ την καραμπίνα… Όχι τον πισινό του Αρχοντάρη, μα ούτε κατσαρίδα ήτανε ο δόλιος ικανός να σημαδέψει… Αυτή σκούριασε στο βάθος της ντουλάπας. Τουλάχιστον, αξιώθηκε πια να δει το παιδί του όπως τ’ ονειρευότανε: καθηγητή με γραβάτα. Ο γιος μάζεψε τα εκατό και γύρισε, όπως το’ χε υποσχεθεί. Έγινε η μεταπολίτευση, γυρίσανε οι εξόριστοι – και μαζί μ’ αυτούς, βρήκε δουλειά κι ο γιος του Δημητρού. Και διορίστηκε επιτέλους καθηγητής σε σχολείο… Τώρα βέβαια, για τους μισθούς που του χρωστάγανε για όλο αυτό το διάστημα που ήτανε χωρίς δουλειά, οι υπουργοί, οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι κάνανε τους κινέζους, αλλά πάλι καλά, μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας…
Ο Αρχοντάρης; Αυτός ήτανε που μάζεψε τα πιο πολλά παράσημα από την πολιτεία. Για τον αγώνα του υπέρ της δημοκρατίας… Κι από τα σαλόνια των συνταγματαρχών, βρέθηκε στα σαλόνια των υπουργών… Περιττό να σας πω ότι την ξυλάγγουρη τη σχόλασε: αφού τη μάδησε καλά καλά σα γαλόπουλο, την έστειλε με κούριερ στον πατέρα της, της έβγαλε κι ένα εφάπαξ, και ξαναπαντρεύτηκε μια δίμετρη εικοσάρα, άρτι αφιχθείσα από νεοϊδρυθέν κρατίδιο του ανατολικού μπλοκ…
Πέντε χιλιάρικα, μια παλιοκαραμπίνα και δώδεκα φυσίγγια. Τόσο στοίχισε το χτήμα του φουκαρά του Δημητρού…
Και κείνο το πανέμορφο δασάκι;… Του κάκου ψάχνει ακόμα να το βρει καβάλα στο γάιδαρο ο Δημητρός. Στη θέση του μοστράρει μια ξενοδοχειάρα πέντε αστέρων: πισίνες, γυμναστήρια, σάουνες, τζακούζια, κακό… Να χάνει η μάνα το παιδί…
Τα μάρμαρα;… Να’ ταν κι άλλα… Τα’ χουνε τώρα χαντακωμένα σ’ ένα υπόγειο στη Γερμαναρία ο μουσάτος κι η χοντρή. Και μαζεύονται κάθε πανσέληνο μαζί με άλλους αστραποκαμμένους γερμαναράδες, και λένε τα πατερημά τους και ξεθυμαίνουνε.
Κι ο Αρχοντάρης; Έμαθα πως πάει για βουλευτής. Με ποιο κόμμα;… Ε, αυτό πια δε σας το λέω. Μαντέψτε το.





Η Λωξάντρα στην Ελλάδα

Η Λωξάντρα, η αγράμματη Πολίτισσα, απεχθανόταν "τους Τουρκαλάδες, τα αγαρηνά σκυλιά που σφάζαν χριστιανούς"-όμως είχε τη σοφία να τους ξεχωρίζει απ'τον απλό λαό που ήταν ένα μαζί της: έψηνε καφέ για τον Τούρκο νυχτοφύλακα, κι έδινε αγίασμα στους Ανατολίτες μικροπωλητές... Κι όταν ήρθε στην "ελεύθερη Ελλάδα", αντίκρυσε χειρότερες σφαγές: αυτές που γίνονταν στο όνομα της δημοκρατίας... Η αποδόμηση είχε ήδη ξεκινήσει...

Η Λωξάντρα στην Ελλάδα

Η Λωξάντρα, η αγράμματη Πολίτισσα, απεχθανόταν "τους Τουρκαλάδες, τα αγαρηνά σκυλιά που σφάζαν χριστιανούς"-όμως είχε τη σοφία να τους ξεχωρίζει απ'τον απλό λαό που ήταν ένα μαζί της: έψηνε καφέ για τον Τούρκο νυχτοφύλακα, κι έδινε αγίασμα στους Ανατολίτες μικροπωλητές... Κι όταν ήρθε στην "ελεύθερη Ελλάδα", αντίκρυσε χειρότερες σφαγές: αυτές που γίνονταν στο όνομα της δημοκρατίας... Η αποδόμηση είχε ήδη ξεκινήσει...

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Αντώνης Μιτζέλος-69


Οι αληθινοί καλλιτέχνες ξέρουν να "μιλάνε" στις συνειδήσεις μας, προσφέροντας τέχνη-και τροφή για σκέψη... Κι όχι τρίχες κατσαρές........

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Το ξεχασμένο παραμύθι



Ο βεζύρης μπήκε με αργά βήματα στην αίθουσα των ακροάσεων. Ο βασιλιάς καθόταν στον ψηλό του θρόνο, ανάμεσα σε δυο οπλισμένους φρουρούς. Ο βεζύρης στάθηκε μπροστά του με σεβασμό. Έκανε βαθύ τεμενά, σηκώθηκε αργά και τον κοίταξε κατάματα.
-Πολυχρονεμένε, άρχισε ο βεζύρης με τη βαθιά του φωνή, γύρεψα να σε δω για να σου πω κάτι σπουδαίο…
Ο βασιλιάς, λίγο παχύς μέσα στη χρυσή του φορεσιά, κοίταξε βλοσυρά το βεζύρη. Τον είχε στο πλάι του καιρό τώρα – από τότε που ανέβηκε στο θρόνο – και πριν απ’ αυτόν, τον είχε κι ο γερο – βασιλιάς πατέρας του, μέχρι που έκλεισε τα μάτια του. Στο βάθος, ο νέος βασιλιάς σεβόταν πολύ αυτό το γλυκομίλητο γέρο, με τα κάτασπρα γένια και τα μεγάλα, γλυκά μάτια: άκουγε τη γνώμη του και την υπολόγιζε. Τον ενοχλούσε λιγάκι, ωστόσο, που ο βεζύρης ήτανε ο μοναδικός απ’ τους υπηκόους του που τολμούσε να τον κοιτάζει έτσι, κατάματα…
Έσφιξε τα χρυσά χερούλια του θρόνου με τα χοντρά του δάχτυλα. Οι πέτρες των δαχτυλιδιών του στραφτάλισαν.
-Λέγε, βεζύρη μου, τι συμβαίνει;
-Πολυχρονεμένε μου… Άκουσέ με. Όλοι ξέρουν πως είσαι καλός και δίκαιος, και πως πασχίζεις για το καλό του τόπου. Απ’ τον καιρό που ανέβηκες στο θρόνο, πήρες στα χέρια σου το βασίλειο από τα χέρια του πατέρα σου – ο Αλλάχ να τον αναπαύει – και το έκανες δυο φορές πιο δυνατό. Η φήμη σου έφτασε στα πέρατα της οικουμένης… Όμως, πολυχρονεμένε, ένας καλός βασιλιάς δε φτάνει να’ ναι γενναίος. Πρέπει να’ ναι και σπλαχνικός. Έφτιαξες δυνατό στρατό, έφτιαξες καράβια, έκλεισες τα σύνορα του βασιλείου με δυνατά κάστρα κι έκλεισες έξω τους εχθρούς. Το χρέος στην πατρίδα σου το’ καμες. Κάμε τώρα και το χρέος σου προς το φτωχό λαό σου…
Ο βασιλιάς σήκωσε το ένα φρύδι κι έξυσε το σαγόνι του.
-Τι θες να πεις, βεζύρη; Για ποιο χρέος μιλάς;
-Μιλάω, πολυχρονεμένε, για το χρέος σου προς τους φτωχούς υπηκόους σου. Έδιωξες γενναία τους εχθρούς, βασιλιά μου, μα είναι πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν. Ο πόλεμος άφησε πίσω του φτώχεια και δυστυχία. Στα πέρατα του βασιλείου, στα βουνά, στα δάση και στα ερειπωμένα χωριά, υπάρχουν πιστοί υπήκοοί σου που σήμερα δυστυχούν. Γυρνάνε με κουρέλια στα χωριά και στις πολιτείες ζητιανεύοντας ένα ξεροκόμματο. Τα παιδιά τους πεθαίνουν απ’ τις θέρμες. Νοικοκυραίοι άλλοτε ζηλευτοί, με σπίτια και χωράφια, γίναν σήμερα διακονιάρηδες. Κι όμως, βασιλιά μου, όταν τους είχες ανάγκη, αυτοί πρώτοι τρέξανε στο πλάι σου. Πήρανε τα όπλα και πολεμήσανε γενναία τον εχθρό, πουλήσανε τα υπάρχοντά τους και προσφέρανε τα πουγκιά τους γεμάτα στα πόδια σου, για να οπλίσεις το στρατό σου. Μερικοί απ’ αυτούς πολέμησαν σαν λιοντάρια και πέθαναν με το όνομά σου στα χείλη τους. Οι πιο πολλοί, αυτοί που γύρισαν πίσω ζωντανοί, βρήκανε τα σπίτια τους ερείπια. Οι εχθροί μέσα στη λύσσα τους φεύγανε ρημάζοντας και καίγοντας ό,τι βρίσκανε στο δρόμο τους. Οι γυναίκες τους, όμορφες άλλοτε και ζηλευτές, γίνανε σα γριές απ’ την πείνα…
Ο βασιλιάς βολεύτηκε καλύτερα στο θρόνο του, ξερόβηξε και είπε:
-Λοιπόν;
-Λοιπόν, βασιλιά μου, τώρα που αρμάτωσες πια το στρατό σου, πρέπει να ξοδέψεις και για το λαό. Στείλε αγγελιαφόρους στα πέρατα του βασιλείου, δες τι ανάγκες έχουν οι υπήκοοί σου. Χτίσε τους σπίτια, χτίσε τους σχολειά, πλήρωσε γιατρούς να κοιτάξουν τα παιδιά τους. Άσε για την ώρα τα άλλα έξοδα, και ξόδεψε φλουριά για το λαό σου. Εκείνοι δεν έχουν πια να στα ξεπληρώσουν: στα’ χουν ξεπληρώσει όλα με το αίμα τους… Δώσανε τη ζωή τους για σένα. Το δίκιο είναι τώρα να τους το ανταποδώσεις, πολυχρονεμένε μου. Και να’ σαι σίγουρος πως, ύστερα, θα σε σέβονται και θα σε αγαπούν διπλά…
Ακούστηκαν βήματα στην πόρτα. Ο βεζύρης σταμάτησε, χαμήλωσε τα μάτια και γύρισε στο πλάι.
Ο φρουρός μπήκε, στάθηκε μπροστά στο βασιλιά και έκανε βαθύ τεμενά.
-Η εξοχότης του, ο Μέγας Μάγιστρος του συμβουλίου της Μεγάλης Συμμαχίας!
Ο φρουρός υποκλίθηκε και βγήκε. Σε λίγο, ακούστηκαν αργά βήματα. Ο βασιλιάς ξανάσφιξε μηχανικά τα χερούλια του θρόνου του. Στο μέτωπό του φάνηκαν κόμποι ιδρώτα.
Ο μάγιστρος μπήκε και στάθηκε μπροστά στο βασιλιά. Τα σχιστά του μάτια χόρευαν εδώ κι εκεί, στο στόμα του μόνιμο ένα αινιγματικό χαμόγελο. Για μια στιγμή, ο βεζύρης σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε κατάματα το μάγιστρο. Εκείνος το αντιλήφθηκε: κοίταξε και κείνος το βεζύρη, λοξά. Το χαμόγελό του σα να έσβησε για λίγο.
Ο βεζύρης κοίταξε για ένα λεπτό ακόμα το μάγιστρο, επίμονα. Ύστερα στέναξε αργά, χαμήλωσε ξανά τα μάτια και δεν ξαναμίλησε.
Ο μάγιστρος γύρισε, έκανε βαθύ τεμενά, κοίταξε το βασιλιά και ξαναπήρε το αινιγματικό χαμόγελό του. Τα μάτια του γυάλιζαν παράξενα.
-Πολυχρονεμένε μου βασιλιά, σε προσκυνώ. Ταπεινός σου δούλος, άρχοντά μου... Ο Αλλάχ να σου χαρίζει χρόνια, ενδοξότατε και γενναιότατε, ήρωα και αφέντη του Μοναχικού Ακρωτηρίου. Είμαι ο μέγας μάγιστρος του συμβουλίου της Μεγάλης Συμμαχίας.
Ο βασιλιάς πήρε λίγο θάρρος. Κορδώθηκε, κάθισε καλά πάνω στο θρόνο του, ξερόβηξε και είπε:
-Καλώς όρισες στο βασίλειό μου, μεγάλε μάγιστρε… Για πες μου, λοιπόν, τι μήνυμα μου φέρνεις;
Το χαμόγελο στο στόμα του μάγιστρου έγινε πιο πλατύ. Τα χείλια του μισάνοιξαν φανερώνοντας δυο σειρές μικρά, μυτερά κάτασπρα δόντια.
-Βασιλιά μου, το αξιοσέβαστο συμβούλιο της Μεγάλης Συμμαχίας είναι περήφανο για τη μεγάλη σου νίκη. Ελπίζει ακόμα να έμεινες ικανοποιημένος με τα λίγα ταπεινά δώρα που σου έστειλε…
Ο βασιλιάς θυμήθηκε αστραπιαία τις χρυσές φορεσιές, το γιορντάνι με τα ρουμπίνια που κρεμόταν στο λαιμό της βασίλισσας, τα δυο ολόχρυσα αγάλματα και τη στέρνα με τα φλουριά, κι η καρδιά του πετάρισε από ευχαρίστηση. Συγκρατήθηκε, όμως, ξερόβηξε και χαμογέλασε με συγκατάβαση.
-Πώς, πώς, βέβαια… Να τους στείλεις τις ευχαριστίες μου…
-Αν και τίποτα δε θα’ ταν αρκετό… διέκοψε απότομα ο μάγιστρος. Τέτοια γενναιότητα, πώς να ξεπληρωθεί με τέτοια φτωχικά δώρα… Εγώ ντρέπομαι, βασιλιά μου…
-Ε, πώς, πώς… έκανε ο βασιλιάς.
-Εγώ το είπα στο Μεγάλο Σουλτάνο, διέκοψε ξανά ο μάγιστρος. Τέτοια ταπεινά δώρα δεν αξίζουν σ’ ένα τέτοιο ήρωα… Κι αν θες να ξέρεις, βασιλιά μου, εγώ επέμενα πιο πολύ να σε τιμήσουν, όπως σου άξιζε…
-Ε, καλά να’ σαι, είπε μεγαλόπρεπα ο βασιλιάς.
-Τίποτα δε μπορεί να ανταμείψει αυτή σου τη λαμπρή νίκη, βασιλιά μου, συμπλήρωσε με στόμφο ο μάγιστρος. Γι’ αυτό θέλω να μου κάνεις την τιμή να σου προσφέρω το πιο πολύτιμο δώρο: προσφέρω τον εαυτό μου στη διάθεσή σου! Πολυχρονεμένε μου, δέξου τις υπηρεσίες μου!…
Ο βασιλιάς σοβάρεψε. Κοίταξε ανήσυχος το μάγιστρο, ξερόβηξε και γύρισε στο βεζύρη.
Ο βεζύρης, που τόση ώρα κοίταζε χάμω, αμίλητος, σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια και κοίταξε κατάματα το βασιλιά. Ο βασιλιάς ανατρίχιασε.
Ο βεζύρης, χωρίς να πει τίποτα, ξανάσκυψε το κεφάλι.
Ο βασιλιάς ένιωσε να ιδρώνει. Προσπάθησε να κάνει τη φωνή του σταθερή:
-Χμ… καλά. Θα το σκεφτώ και θα σου ανακοινώσω την απόφασή μου, αύριο…
-Αν πεις το ναι, πολυχρονεμένε μου, διέκοψε ο μάγιστρος, εδώ απ’ έξω περιμένουν δώδεκα καμήλες φορτωμένες με έξι τσουβάλια φλουριά η καθεμιά. Οι στέρνες σου θα γεμίσουν χρυσάφι. Το όνομά σου θα γραφτεί παντού με χρυσά γράμματα…
-Βασιλιά μου, ακούστηκε ξαφνικά η βαθιά φωνή του βεζύρη. Για χάρη σου ζητώ να μ’ ακούσεις.
Είχε σηκώσει τα μάτια και κοίταζε επίμονα το βασιλιά. Ο βασιλιάς, κάπως ενοχλημένος, τον κοίταξε κι αυτός.
-Τι συμβαίνει, πιστέ μου βεζύρη;
Ο μάγιστρος διακόπηκε απότομα. Το χαμόγελό του έσβησε. Κάρφωσε τα σχιστά μάτια του πάνω στο βεζύρη.
-Βασιλιά μου, είπε ο βεζύρης. Ξέρω πως είσαι συνετός και πως βιαστικές αποφάσεις δεν παίρνεις ποτέ. Καλά και ζηλευτά τα δώρα του μεγάλου μάγιστρου. Με χαρά θα συνεργαστώ μαζί του για το καλό του τόπου, αν αποφασίσεις τελικά να δεχτείς τις υπηρεσίες του. Νομίζω όμως πως οφείλεις πρώτα να μάθεις κάτι: η Μεγάλη Συμμαχία ξέρουμε καλά πως έχει τώρα μεγάλες έννοιες. Έχει να ετοιμάσει στρατό, έχει να φτιάσει καράβια. Φλουριά περισσευούμενα δεν έχει να ξοδέψει. Πού τα βρήκε τόσα δώρα; Για ρώτησε, πολυχρονεμένε, το μεγάλο μάγιστρο: αυτά όλα τα φλουριά που φέρνει μαζί του, τα στέλνει η Μεγάλη Συμμαχία;
-Οι φίλοι του πολυχρονεμένου βασιλιά τα στέλνουν, απάντησε ξερά ο μάγιστρος.
Ο βεζύρης στράφηκε τώρα στο μάγιστρο.
-Ποιοι φίλοι;
-Οι άλλοι βασιλιάδες της Συμμαχίας, εξοχότατε βεζύρη, απάντησε ειρωνικά ο μάγιστρος.
Τα μάτια του βεζύρη άρχισαν να πετούν φωτιές.
-Μα, απ’ όσο ξέρω, μεγάλε μάγιστρε, το πιο πλούσιο βασίλειο είναι το δικό μας. Οι άλλοι βασιλιάδες μοχθούν ακόμα να αρματώσουν το στρατό τους, για να προφυλαχτούν απ’ τους βαρβάρους. Δεν έχουν περισσευούμενα φλουριά… Πού τα βρήκαν;
Ο μάγιστρος μισόκλεισε τα μάτια.
-Όποιος θέλει, βρίσκει, βεζύρη μου… Είχαν την ευχαρίστηση να τα δώσουν, απ’ το υστέρημά τους…
Ο βασιλιάς, στο μεταξύ, βρισκόταν σε απόγνωση. Δεν άκουγε τι έλεγαν οι άλλοι, τα αυτιά του βούιζαν: άθελά του, χωρίς να το καταλάβει, άρχισε ξαφνικά να μετράει πόσες άδειες στέρνες βρίσκονταν γύρω από το παλάτι.
Ο βεζύρης κοίταξε ξανά το βασιλιά, για πολλή ώρα.
-Πολυχρονεμένε μου: η απόφαση είναι δική σου. Σκέψου όμως καλά πριν δεχτείς. Και προπαντός, ρώτα να μάθεις ποιος σου στέλνει αυτά τα φλουριά…
-Ώωωωχ, φτάνει πια! Ως εδώ! τον διέκοψε ξαφνικά ο βασιλιάς. Την είπες τη γνώμη σου! Σ’ ακούσαμε!
Ο βεζύρης κοίταξε για μια στιγμή το βασιλιά, στην αρχή με έκπληξη, ύστερα με πόνο, στο τέλος με λύπη. Αναστέναξε σιγανά, έσκυψε το κεφάλι και δεν ξαναμίλησε.
Για μια στιγμή, ο βασιλιάς ένιωσε πως ήθελε να σηκωθεί, να τρέξει, να κατέβει απ’ το θρόνο, να γονατίσει και να φιλήσει κλαίγοντας τα χέρια του βεζύρη του. Με κόπο όμως συγκρατήθηκε, ξερόβηξε και είπε μουτρωμένος:
-Τέλος πάντων, σ’ ευχαριστώ, πιστέ μου βεζύρη. Δε χρειάζομαι όμως άλλες συμβουλές. Αποφάσισα…
Ο μάγιστρος έριξε μια κλεφτή ματιά στο βασιλιά, κι ύστερα χαμήλωσε τα μάτια περιμένοντας. Ο βασιλιάς σήκωσε μεγαλόπρεπα το δεξί του χέρι.
-Μεγάλε μάγιστρε, σε διορίζω δεύτερο βεζύρη μου, και οικονομικό σύμβουλό μου!
Ο μάγιστρος, βγάζοντας ένα μικρό, άηχο γέλιο, έκανε βαθύ τεμενά, σκύβοντας ως κάτω.
*
Ήτανε βράδυ. Ο βασιλιάς καθόταν και πάλι στο θρόνο του, σκεφτικός. Ακουμπούσε αφηρημένα το κεφάλι στο ένα του χέρι, κοιτάζοντας κάτω.
Ένας υπηρέτης μπήκε και υποκλίθηκε.
-Βασιλιά μου, ο μεγάλος μάγιστρος!
-Να περάσει, είπε άκεφα ο βασιλιάς.
Ο μάγιστρος μπήκε χαρούμενος κι έκανε τεμενά.
-Πολυχρονεμένε μου, σε χαιρετώ! Ποια έννοια συννεφιάζει το βασιλικό μέτωπό σου; Και μάλιστα απόψε, παραμονή της μεγάλης σου γιορτής;
-Να… χμ… δεν έχω κέφι, μουρμούρισε ο βασιλιάς.
-Τι!… είπε με σπουδαίο ύφος ο μάγιστρος. Τώρα που η ενδοξότης σου θα λάμψει σα διαμάντι κάτω απ’ τον ήλιο; Το ξέχασες πως έχουν μαζευτεί απόψε στο παλάτι σου όλοι οι φίλοι σου βασιλιάδες; Απόψε, που ολόκληρο το τιμημένο συμβούλιο της Μεγάλης Συμμαχίας θα αναπαυθεί στα πουπουλένια σου παπλώματα, και αύριο όλη μέρα θα προσφέρει δόξες και τιμές για τη μεγάλη σου γιορτή, με ένα γλέντι τέτοιο, που όμοιό του δεν έχει ξαναδεί το Μοναχικό Ακρωτήρι;
Ο βασιλιάς έμεινε για λίγο κατσούφης. Ξαφνικά, σήκωσε τα μάτια και κάρφωσε το βλέμμα του με αγωνία στο μάγιστρο.
-Πες μου, μεγάλε μάγιστρε, έκανα καλά;
Ο μάγιστρος, με μια μεγαλοπρεπή κίνηση, έξυσε αργά το γένι του. Σήκωσε το ένα φρύδι και ρώτησε:
-Για ποιο πράγμα μιλάς, πολυχρονεμένε μου αφέντη;
Ο βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι με ντροπή.
-Με υπηρέτησε πιστά… Εξηνταπέντε ολόκληρα χρόνια, έμεινε στο πλάι του πατέρα μου… Και μένα… Δεν έφυγε απ’ το πλάι μου, ούτε μια μέρα…
-Άρχοντά μου, διέκοψε οργισμένος ο μάγιστρος, μην ξεχνάς πως μιλάς για ένα προδότη!
-Ναι, μα…
-Άρχοντά μου, ο άνθρωπος αυτός σε πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο. Με την εξουσία που του είχες δώσει, με τις δήθεν σοφές συμβουλές του, το μόνο που κατάφερνε ήταν να σπέρνει στην ψυχή σου το φόβο και την αμφιβολία. Θόλωνε την κρίση σου, σ’ έκανε να μη βλέπεις ποιο είναι το καλό το δικό σου και του βασιλείου σου. Και το κυριότερο, έστρεφε το λαό εναντίον σου…
-Ναι, μα ωστόσο… έκανα καλά;
Ο μάγιστρος στάθηκε βλοσυρός μπροστά στο βασιλιά.
-Βασιλιά μου, ο άνθρωπος αυτός έπρεπε να πεθάνει με το θάνατο του προδότη. Και βέβαια έκανες καλά. Και να’ σαι βέβαιος, πως ο λαός πάντα θα σ’ ευγνωμονεί γι’ αυτή σου την πράξη… Διώξε τώρα τα μαύρα σύννεφα από την ψυχή σου, πολυχρονεμένε, και απόλαυσε τις μέρες της ευτυχίας που έρχονται…
-Χμ… καλά, είπε χαμογελώντας αχνά ο βασιλιάς. Έχεις δίκιο…
-Πάντα έχω δίκιο, είπε με στόμφο ο μάγιστρος. Θέλω να πω, η ταπεινότης μου, πάντα στη διάθεσή σου, με τη σωστή συμβουλή…
Ο βασιλιάς άρχισε να νιώθει καλύτερα.
-Όλα έτοιμα για αύριο;
-Βεβαίως, πολυχρονεμένε, είπε ο μάγιστρος. Μόνο…
Σταμάτησε διστακτικά, λοξοκοιτάζοντας το βασιλιά.
-Τι συμβαίνει;
-Να, άρχοντά μου, θα αναγκαστώ και πάλι να καταχραστώ την καλοσύνη σου…
-Ε, τι θέλεις;
-Να, για τα έξοδα της γιορτής… Θα χρειαστώ κι άλλη στέρνα με φλουριά…
Ο βασιλιάς ξεφύσηξε δυσαρεστημένος.
Ο μάγιστρος εξακολούθησε με τρεμουλιαστή φωνή.-Βασιλιά μου, ντρέπομαι πραγματικά… Δυστυχώς, πολλές οι ανάγκες, και να που έρχομαι σ’ αυτή τη δυσάρεστη θέση να σου ζητήσω, ένα – ένα, πίσω τα δώρα μου. Αλλά τι να κάνω, πολυχρονεμένε μου, τα φλουριά δε φτάνουν…
Ο βασιλιάς άρχισε να προβληματίζεται.
Ο μάγιστρος συνέχισε με μελιστάλαχτο ύφος:
-Εκτός αν ήθελες, άρχοντά μου… να, εκείνο το περιδέραιο με τα ρουμπίνια…
Ο βασιλιάς πετάχτηκε μέχρι απάνω.
-Τι!… Δεν είσαι καλά! Το περιδέραιο; Για να μου τρυπήσει ύστερα τ’ αυτιά με τις αγριοφωνάρες της; Δεν τις ξέρεις καλά εσύ τις γυναίκες…
Ο μάγιστρος χαμογέλασε κάτω από τα γένια του.
-Τέλος πάντων, είπε μουτρωμένος ο βασιλιάς. Πάρε όσα φλουριά θέλεις…
Ο μάγιστρος ενθουσιάστηκε.
-Βασιλιά μου, δεν ξέρεις τι καλό που κάνεις. Ξοδεύεις τώρα τα φλουριά σου, μα τα ξοδεύεις για ιερό σκοπό: η γιορτή αυτή θα μείνει στην ιστορία. Το όνομά σου θα δοξαστεί για πάντα, και η Μεγάλη Συμμαχία θα σε έχει πάντα πρώτο…
Την κουβέντα τους διέκοψε ο υπηρέτης, που μπήκε βιαστικός.
-Πολυχρονεμένε μου, ο αγγελιαφόρος…
-Να περάσει, είπε ο βασιλιάς.
Βιαστικά, μπήκε στην αίθουσα ένας νέος, αναμαλλιασμένος, με χώματα στα πόδια του. Είχε δυο κατάμαυρα, λαμπερά μάτια που γυάλιζαν. Ήταν λαχανιασμένος: έκανε βαθύ τεμενά και στάθηκε μπροστά στο βασιλιά.
-Βασιλιά μου, είναι ανάγκη να σου μιλήσω τώρα αμέσως.
Ο μάγιστρος ανησύχησε. Με τα σχιστά του μάτια κοίταζε μια το νέο και μια το βασιλιά.
-Πολυχρονεμένε μου, δε νομίζω πως είναι κατάλληλη η ώρα… άρχισε.
-Συγχώρα με, άρχοντά μου, διέκοψε ο νέος με σταθερή φωνή. Πρέπει να μ’ ακούσεις.
Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε.
-Τι τρέχει; ρώτησε.
-Στρατός πέρασε τα σύνορα, αποκρίθηκε χωρίς περιστροφές ο νέος.
Ο βασιλιάς πάνιασε.
-Τι!… είπε παγωμένος.
-Ο κόσμος που κατοικούσε δίπλα στα κάστρα ξεσπιτώθηκε και τρέχει προς το εσωτερικό. Τα καράβια καίγονται. Ο τόπος γέμισε στρατιώτες: ό,που να’ ναι, θα φτάσουνε στην πόλη…
Ο βασιλιάς, με ανοιχτό στόμα, κοίταζε μια το νέο και μια το μάγιστρο, χωρίς να καταλαβαίνει.
-Μα, τι… τι στρατιώτες; Τι λες; ψέλλισε. Με κοροϊδεύεις;
-Βασιλιά μου, σου λέω μονάχα τι είδα, και τι άκουσα…
Δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Δυο στρατιώτες με χρυσές στολές όρμησαν στην αίθουσα των ακροάσεων. Ο βασιλιάς είδε το μάγιστρο να τους γνέφει. Αμέσως, εκείνοι άρπαξαν από τα μπράτσα το παλικάρι, κι ο ένας τους κάρφωσε με ορμή το σπαθί του στην καρδιά του.
Ο νέος έπεσε στα πόδια του βασιλιά νεκρός. Ο βασιλιάς ένιωσε να ζαλίζεται: το αίμα του πάγωσε. Κοίταξε με τρόμο το νέο στα πόδια του, ύστερα κοίταξε το πρόσωπο του μάγιστρου. Φρίκη τον έπιασε: ο μάγιστρος τον κοίταζε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ τα σχιστά μάτια του γυάλιζαν. Ο βασιλιάς, μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του, τον άκουσε σε λίγο να λέει:
-Ευτυχώς… Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι δε θα προλαβαίναμε… Αργήσατε, είπε αυστηρά γυρίζοντας στους στρατιώτες. Λίγο έλειψε να τα καταστρέψει όλα αυτός ο ανόητος… Πάρτε τον από δω!
Οι δυο στρατιώτες άρπαξαν το άψυχο σώμα του νέου και βγήκαν από την αίθουσα. Ο βασιλιάς ένιωσε τα γόνατά του να κόβονται: μηχανικά, έσφιξε τα χερούλια του θρόνου του. Για πρώτη φορά, όμως, το χρυσάφι τους το’ νιωθε στις παλάμες του κρύο, παγωμένο…
Ο μάγιστρος πλησίασε το θρόνο, στάθηκε μπροστά στο βασιλιά, και για πρώτη φορά τον κοίταξε κατ’ ευθείαν στα μάτια: επίμονα, με αναίδεια και με κακία.
Η φωνή του βγήκε ψιθυριστή, σαν σφύριγμα φιδιού.
-Και τώρα οι δυο μας, πολυχρονεμένε βασιλιά… Τώρα, θα μ’ ακούσεις καλά και θα κάνεις ό,τι σου πω, αν θες το καλό σου…
Ο βασιλιάς πανικοβλήθηκε.
-Τρελάθηκες; Πώς τολμάς;… Φρουροί! Φρουροί! Σας προστάζει ο βασιλιάς σας!…
-Δεν έχεις πια φρουρούς, βασιλιά, μη φωνάζεις άδικα, αποκρίθηκε ο μάγιστρος. Τους φρουρούς σου τους ξεφορτώθηκα. Το παλάτι σου έχει γεμίσει στρατό.
-Τι στρατό; Τι λες; Οι βασιλιάδες της Μεγάλης Συμμαχίας…
-Ευτυχώς που ήταν κι αυτοί άμυαλοι σαν και σένα, διέκοψε ο μάγιστρος. Παράτησαν τα βασίλειά τους στο έλεος κι ήρθανε στο παλάτι σου, να γλεντήσουν μαζί σου. Τους άξιζε η τιμωρία τους. Οι στρατιώτες μου τους έσφαξαν όλους στα κρεβάτια τους…
Ο βασιλιάς ανατρίχιασε με τα τελευταία λόγια του μάγιστρου.
-Οι στρατιώτες σου;…
-Καλά άκουσες, βασιλιά. Οι στρατιώτες μου. Οι βασιλιάδες, οι ανόητοι, εμπιστεύτηκαν σε μένα τα φλουριά τους για να εξοπλίσω το στρατό τους. Μου δώσανε το προνόμιο να μαζεύω εγώ τους φόρους. Από πού νομίζεις πως μαζεύτηκαν τόσα φλουριά; Από το λαουτζίκο, που ξεπούλησε τα υπάρχοντά του για χάρη του βασιλικού στρατού… Με τη μόνη διαφορά, πως το αντίτιμο κάθε φορά το μάζευα εγώ… Κι έφτιαξα, σιγά – σιγά, στρατό δικό μου… Ανόητοι όλοι σας, το μεγαλύτερο πλούτο σας τον παραδώσατε στα χέρια μου… Πού νόμιζες πως βρήκα όλα αυτά τα φλουριά; Τα δώρα που σου έστειλα, ανόητε, ποιος θαρρείς ότι σου τα’ στειλε; Η Μεγάλη Συμμαχία;
Ο βασιλιάς, μόλις και μετά βίας μπόρεσε ν’ αρθρώσει μερικές λέξεις.
-Και τότε… γιατί μου τα’ στειλες;
-Εμ, γιατί βλέπεις, εσύ μονάχα δεν είχες ανάγκη τις υπηρεσίες μου… Εσύ, είχες το σοφό βεζύρη σου… Αυτό το αγκάθι, που χρόνια ολόκληρα στεκότανε εμπόδιο στα σχέδιά μου… Όλα τα βασίλεια της Συμμαχίας έπεσαν ένα – ένα στα χέρια μου, και μόνο το δικό σου, το πιο όμορφο κομμάτι του Μοναχικού Ακρωτηρίου, απόμενε εκεί, απροσπέλαστο, να γεμίζει την ψυχή μου λύσσα… Έπρεπε να βρω το κατάλληλο δόλωμα, να σε πλησιάσω…
-Και γιατί δεν έστειλες το στρατό σου εναντίον μου;
Ο μάγιστρος χαμογέλασε με κακία.
-Γιατί έπρεπε πρώτα να φύγει α υ τ ό ς απ’ τη μέση, γρύλλισε. Κι ύστερα, να βρω την ευκαιρία να ξεφορτωθώ όλους εσάς τους άμυαλους, μια και καλή… Δε μπορείς να φανταστείς πόσο με διευκόλυνες, βασιλιά… Αυτόν, που ήταν για μένα το χειρότερο εμπόδιο, τον έβγαλες απ’ τη μέση εσύ ο ίδιος… Μου παραχώρησες το παλάτι σου για να μαζέψω τους θησαυρούς μου, μάζεψες εδώ όλους τους βασιλιάδες και τους παράδωσες στα χέρια μου… Και τώρα, επιτέλους, θα μου παραδώσεις και το θρόνο σου!
Ο βασιλιάς για πρώτη φορά ένιωσε το φιλότιμό του να επαναστατεί. Άρχισε να θυμώνει. Πήρε λίγο θάρρος. Σηκώθηκε και είπε μεγαλόπρεπα:
-Ο λαός μου, που μ’ αγαπάει, θα με υπερασπιστεί!
Ο μάγιστρος έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.
-Άμυαλε, το λαό σου εσύ ο ίδιος τον έδιωξες από κοντά σου! Ξέχασες όλους αυτούς τους φουκαράδες, που πέσανε στη μάχη σα βλάκες για το χατήρι σου, γιατί θαμπώθηκες απ’ το χρυσάφι… Κανένας δεν είναι για να σε γλυτώσει. Κανένας!… Στρατιώτες! Πάρτε τον!
Δυο στρατιώτες με χρυσές στολές μπήκαν στην αίθουσα, άρπαξαν το βασιλιά και τον κατέβασαν απ’ το θρόνο.
*
Ήταν νύχτα ακόμα. Μια ξύλινη βάρκα περίμενε σε μια απόμερη γωνιά του λιμανιού. Μια ομάδα ανθρώπων, που φαινόταν να έρχεται από την πόλη, πλησίασε με προφύλαξη. Ο βαρκάρης, που τόση ώρα καθόταν μισοξαπλωμένος στην πρύμη της βάρκας, πετάχτηκε πάνω με αγωνία.
-Εντάξει; ρώτησε τους πρώτους που πλησίασαν.
-Εντάξει, του αποκρίθηκε ένας απ’ αυτούς. Τους στρατιώτες που φύλαγαν απ’ έξω τους ζυγώσαμε εύκολα, δε μας είδαν. Το ίδιο κι ο φρουρός.
Χαμογέλασε με καμάρι.
-Εγώ τον σκότωσα…
Εν τω μεταξύ, πλησίασαν και οι υπόλοιποι τη βάρκα. Όλοι παραμέρισαν, κι ανάμεσά τους φάνηκε ένας άνδρας με το πρόσωπο μισοκρυμμένο κάτω από μια φαρδιά κουκούλα. Ο άνδρας πλησίασε με αργά βήματα και στάθηκε μπροστά στη βάρκα. Ο βαρκάρης τον κοίταξε συγκινημένος, ύστερα χαμογέλασε. Τον έπιασε απ’ το χέρι, και με το άλλο χέρι έκανε ένα νεύμα, δείχνοντας τη βάρκα.
-Αφέντη μου, καλωσόρισες…
Μπήκαν οι δυο τους στη βάρκα. Ο βαρκάρης έπιασε τα κουπιά. Η βάρκα άρχισε, σιγά – σιγά, ν’ απομακρύνεται.
Οι υπόλοιποι, στάθηκαν όρθιοι στο μώλο για πολλή ώρα, δακρυσμένοι, αποχαιρετώντας σιωπηλά το βασιλιά τους.